Η Αλεξάνδρα πήρε το καμινέτο και βάλθηκε να φτιάχνει καφέ. Περιμένοντας να ζεσταθεί το νερό έβγαλε ένα δίσκο.
Άκου, είπε, κοιτάζοντας το ταβάνι αφηρημένη, ρουφώντας το τσιγάρο της.
Ακούστηκε μια έντονη και παθιασμένη μουσική.
Ξαφνικά η Αλεξάνδρα σταμάτησε τον δίσκο.
Μπα, είπε, τώρα δεν μπορώ να τον ακούσω.
Συνέχισε να ετοιμάζει τον καφέ.
Την πρώτη φορά που παίχθηκε αυτό το κομμάτι, ήταν ο ίδιος ο Μπραμς στο πιάνο. Ξέρεις τι έγινε;
Όχι.
Τον σφύριξαν.Καταλαβαίνεις τι είναι η ανθρωπότητα;
Καλά, ίσως…
Πως ίσως! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. Μήπως και νομίζεις ότι η ανθρωπότητα δεν είναι μια σκέτη ντροπή;
όμως κι αυτός ο μουσικός είναι επίσης μέρος της ανθρωπότητας…
Άκου Μάρτιν, είπε εκείνη ενόσω έριχνε τον καφέ στα φλιτζάνια, αυτοί είναι που υποφέρουν για τους υπόλοιπους. Και οι υπόλοιποι δεν είναι παρά αυτοί που επωφελούνται, κρετίνοι και πουτάνας γιοι, κατάλαβες;
Έφερε τον καφέ.
Κάθησε στην άκρη του κρεβατιού κι έμεινε σκεπτική. Ύστερα ξανάβαλε γιε ένα λεπτό το δίσκο:
Άκου, άκου αυτό.
Ακούστηκαν ξανά τα μέτρα του πρώτου μέρους.
Καταλαβαίνεις, Μάρτιν, πόσο χρειάστηκε να υποφέρει ο κόσμος για να γίνει τέτοια μουσική;
Ενώ έβγαζε το δίσκο, είπε:
Εξαιρετικό.
Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος