Η γειτονιά μου τα Πεντακόσια ήταν προσφυγική και πολυάνθρωπη. Η σύνθεση της ανθρωπογεωγραφίας της αποτελούνταν από όλες τις φυλές των Ελλήνων που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η κάθε φυλή από αυτές έφερε μαζί της τα ήθη και τα έθιμα της, τα άχραντα μυστήρια της δηλαδή και τα κοινώνησε με μεγάλη ευκολία στους ομόφυλους της. Στα έθιμα τα καρναβαλικά όμως πρωτοστατούσαν οι Ανατολικοθρακιώτες με την ευρηματικότητα τους, τις έξυπνες μεταμορφώσεις τους και τις θεατρικού τύπου αναπαραστάσεις τους.
Η σκωπτική διάθεση παρούσα και τα πειράγματα, συνήθως με σεξουαλικό περιεχόμενο, στην ημερήσια διάταξη. Η όλη παρουσίαση γίνονταν με μελέτη και έπρεπε να γίνει μια πρόβα τουλάχιστον πριν παρουσιάσουν το δρώμενο τους.
Η παράσταση δίνονταν πρώτα στα γνωστά σπίτια με θεατές συγγενείς, γνωστούς και φίλους των καρναβαλιστών ηθοποιών. Η τελευταία παράσταση δίνονταν στη συμβολή των οδών Δεληγιάννη και Νοταρά με πάνδημη συμμετοχή από την ευρύτερη περιοχή.
Σε μια τέτοια παράσταση συμμετείχα και εγώ από τύχη. Ο κυρ Πέτρος είχε ντυθεί παπάς και ήθελε έναν μικρό να του κρατά το γκερδελάκι με τον αγιασμό που θα βουτούσε την αγιαστούρα του. Διάλεξε εμένα παρά την αντίθεση της μητέρας μου.
Η υπόθεση της παράστασης ήταν απλή. Η Σούλα, η κοπέλα του Στέλιου ήταν ετοιμόγεννη και της σπάζουν τα νερά στον δρόμο. Την κρατά αγκαλιά και εισβάλει στο πρώτο φιλικό σπίτι. Ξεσηκώνει τη γειτονιά η Σούλα με τις φωνές της και μαζεύει τον κόσμο που στην αρχή δε γνωρίζει τι συμβαίνει.
Η Λαμπρινή ήταν η μαμή της γειτονιάς, έκανε και τα γιατροσόφια της όταν την χρειάζονταν. Την φωνάζουν να ξεγεννήσει την Σούλα. Τρέχει μ’ ένα αστείο βάδισμα κουνώντας τους ευμεγέθεις γοφούς της.
Κρατά το μακρύ της φουστάνι για να μη μπουρδουκλωθεί και πέσει. Από την άτσαλη μετακίνηση αποκαλύπτεται ηθελημένα η μακριά μέχρι το γόνατο, μακό βράκα της. «Κάντε στην άκρη κάλε, δεν ακούτε, γέννα έχουμε».
Βοηθός της ο άντρας της ο Καραγεώργης. Είναι βαμμένος τέλεια σαν Αράπης, φορά μια κελεμπία και ένα τουρμπάνι στο κεφάλι. Ακολουθεί τη Λαμπρινή κρατώντας τη φθαρμένη τσάντα με τα εργαλεία της μαμής.
Το μωρό γεννιέται και η μαμή το παρουσιάζει στον κόσμο. Είναι ένα κατάμαυρο μωράκι. Ο Στέλιος οδύρεται και είναι έτοιμος να ξεμαλλιάσει την Σούλα. Ο Αράπης σηκώνει τα χέρια του στο πλάι ότι είναι αμέτοχος στο έγκλημα.
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο παπάς. Αφού ευλογεί με την αγιαστούρα του τους θεατές ,να τονίσω εδώ ότι ο αγιασμός που είχε το γκερδελάκι ήταν νερωμένο ούζο. Παρηγορεί τον Στέλιο λέγοντάς του ότι τέτοια θαύματα έχουν γίνει στο παρελθόν πολλά και πρέπει να αισθάνεται περήφανος και ευλογημένος.
Αγκαλιάζει ο Στέλιος την Σούλα και αρχίζουν τα κεράσματα και η ουζοποσία. Το όλο δρώμενο παίζεται με τέτοιο φυσικό τρόπο που το γέλιο είναι αυθόρμητο, πηγαίο και ξεκαρδιστικό. Τώρα πού ήταν η Γκάιντα και το Νταούλι που ξεπετιούνται μέσα από το στενό δε ξέρω.
Ακολουθούν Θρακιώτικα τραγούδια με αστείο φαλλικό περιεχόμενο και σκωπτικά πειράγματα. Οι πρωταγωνιστές ξεκινούν το χορό, στον οποίο τραβούν και τους άλλους. Εδώ άναψε η φωτιά, η ομάδα ξεκινά για αλλού.
Η παράσταση αυτή δόθηκε σε πάνω από δέκα φιλικά σπίτια με την ίδια ουζοκατάνυξη, το ίδιο κέφι και την ίδια κατάληξη της συμμετοχής του γλεντιού. Οι πρωταγωνιστές ξεθεωμένοι, πιωμένοι στο έπακρο και ευτυχισμένοι σέρνουν τα ασταθή βήματα τους στο κέντρο της σύναξης Δεληγιάννη και Νοταρά.
Δεν τους χρειάζονται όμως εκεί. Το Νταούλι και η Γκάιντα μαζί με τον ζουρνά που προστέθηκε, έχουν ανεβάσει στα ουράνια το κέφι. Οι χοροί και τα Προσφυγικά τραγούδια από τις χαμένες Πατρίδες τους, που τραγουδούν στην διαπασών οι παρευρισκόμενοι, τους ταξιδεύουν στους αγαπημένους τους τόπους που τους κρατάν κλειδωμένους στη ψυχή.
Σήμερα όλα αυτά ξεκλειδώθηκαν, άνοιξαν και τα ξαναζούν οι άνθρωποι αυτοί. Να είσαι καλά Καρνάβαλε, να είσαι καλά Ελλάδα μας που γέννησες όλες αυτές τις ωραίες γιορτές και τα έθιμα από τα παλιά για να ομορφαίνεις τις ζωές μας.
Παναγιώτης Φώτου