Dark Mode Light Mode

Η απορία του εγγονού

 

 

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Ξημέρωνε 30 του Μάη του «41, όταν απέδρασαν οι οχτώ. Δεν ήταν εύκολο, όμως ήταν αποφασισμένοι. Καλύτερα να σκοτώνονταν στη διάρκεια του εγχειρήματος παρά να μένουν άπραγοι, εκτοπισμένοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Υπήρχε ωστόσο και η καλύτερη προοπτική. Αν τα κατάφερναν, θα οργάνωναν μια γενικότερη αντίσταση στην Κρήτη την πολύπαθη, που είχε ένα λαό βαθιά δημοκρατικό και μεγαλωμένο ανάμεσα σε αγώνες και θυσίες και αίμα πολύ. Τρεις  μέρες περιπλανήθηκαν, ώσπου να φτάσουν τελικά στη Σκαλωτή.

Οι Σφακιανοί τους υποδέχτηκαν με θέρμη. Από μικροί είχαν μάθει να εκτιμούν την παλικαριά. Ένας παραπάνω λόγος το ότι απέδρασαν από την κόλαση του Νησιού του Διαβόλου. Τους συστήθηκαν πρόθυμα. Μάρκος Βαφειάδης, Δημήτρης Βλαντής, Πολύδωρος Δανιηλίδης, Αντώνης Δουραχάλης, Μιχάλης Κλεάνης, Γιώργος Κοντοκώτσος, Γιάννης Λαθούρας και Λεωνίδας Στρίγκος. Όλοι εμπνευσμένοι από κοινωνικά ιδανικά κι από διάθεση για αγώνες για την απελευθέρωση της Κρήτης και της Ελλάδας απ΄ τη βαριά σκιά την ανίερη του ναζισμού πάνω σε χώματα ιερά.

Από την επόμενη κιόλας μέρα αποφάσισαν να χωριστούν σε τρεις ομάδες, ο Μάρκος με το Λεωνίδα να πάνε προς τα Χανιά, ο Πολύδωρος με το Μιχάλη προς το Ρέθυμνο κι ο Δημήτρης με το Γιώργη και το Γιάννη προς το Ηράκλειο. Νέα συνάντηση θα είχαν οι οχτώ σε μια χαράδρα έξω από το Μάραθο στις 3 Ιουλίου. Στο μεταξύ γνωρίστηκαν με άλλους αγωνιστές που είχαν φτάσει απ΄ τη Φολέγανδρο και άλλους ανυπόταχτους Κρητικούς, με στόχο την οργάνωση περιφερειακών επιτροπών, ώστε η αντίσταση προς τους κατακτητές να αγκαλιάσει ολόκληρη την Κρήτη.

Οι πρώτοι Δροσουλίτες των Σφακιών είχαν περάσει στη Γαύδο από πολύ παλιά. Είχανε μάθει απ΄ τα μικράτα τους να ζουν ελεύθεροι κι αυτόνομοι, να θέτουν οι ίδιοι τα όρια τους, να επιλέγουν μόνοι  τους ορίζοντες της ζωής και της δράσης τους, όσο γίνεται μακριά από εξαρτήσεις. Στο κάτω – κάτω ποιος θα ζήλευε τη φύση ετούτου του ξερόνησου του Λιβυκού πελάγους … Δεν έχει ούτε ανέσεις, ούτε αξιοθέατα. Ωστόσο οι ντόπιοι έκαναν το νησί τους ξακουστό, αφού αξιοθέατη ήτανε πάντα η φιλοξενία τους, η βιοθεωρία και η νοοτροπία τους. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς και η νεότερη ιστορία, αυτή που βέβαια δεν διδάσκεται καθόλου στα σχολεία.

Από την εποχή του Πάγκαλου, στη δεκαετία του «20, άρχισαν οι πρώτες εκτοπίσεις επικίνδυνων ιδεολόγων στο νότιο αυτό άκρο της Ελλάδας, ώστε να σβήσουν οι φωνές τους και μαζί οι επιρροές τους. Το λεγόμενο «ιδιώνυμο» ενίσχυσε την τάση για περισσότερες διώξεις και εξορίες σε απομακρυσμένα νησιά, κάτι που συνεχίστηκε και στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφύλιου, ακόμη και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Οι συνταγματάρχες επανέφεραν το «ιδιώνυμο», οπότε γέμισαν και πάλι τα νησιά της άγονης γραμμής του Αιγαίου, του Ικάριου, του Μυρτώου και του Λιβυκού πελάγους.

Στη Γαύδο είχαν αποσταλεί προκειμένου ν΄ αποκτήσουν παραστάσεις για νέες λογοτεχνικές εμπνεύσεις και δυο πασίγνωστοι αριστεροί άνθρωποι των Γραμμάτων, ο Θέμος Κορνάρος και ο Τάκης Βαλασιάδης, γνωστότερος ως Μενέλαος Λουντέμης, ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας μετά τον Καζαντζάκη. Πηγαίνεις στην Αλυκή, στο νότιο άκρο της Γαύδου, κάθεσαι στην ξύλινη καρέκλα πάνω από τις σπηλιές και νιώθεις πως ακούς τις βαθιές ανάσες του, καθώς ατένιζε την απεραντοσύνη της θάλασσας και τους γαλαξίες των ονείρων του.

Εκεί κι ο Τάκης Φίτσος, εκεί ο Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρινιώτης) και δυο φορές εκεί ο Θανάσης Κλάρας (ο Άρης Βελουχιώτης). Αυτοί ήταν που ίδρυσαν την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων, την «Ο.Σ.Π.Ε.» ή αλλιώς «Κολλεχτίβα» και έχτισαν με τη βοήθεια των συντρόφων τους το σπίτι στον όρμο του Σαρακήνικου, γνωστού σήμερα ως «το σπίτι του Άρη», χτισμένο με ντόπια υλικά δοκιμασμένα μες στο χρόνο, πέτρες, άργιλο και ξύλα, όλα άγρια και τραχιά. Εκεί η ομάδα σχεδίαζε τη δράση και τις διεκδικήσεις της, εκεί υποδέχονταν τους νεοφερμένους συντρόφους τους, παλιούς αγωνιστές της ζωής και της ιδεολογίας. Εκεί ο Μπαρτζιώτας και ο Πορφυρογένης, εκεί κι οι κόκκινοι δήμαρχοι, ο Νιονιος ο Μενύχτας των Σερρών κι ο Μήτσος Παρτσαλίδης της Καβάλας, πρωτεργάτης στο Καπνεργατικό κίνημα.

Κι ήταν κι εκείνοι οι πρώτοι Μυτιληνιοί εξόριστοι που βάλθηκαν να φτιάξουν χασλαμάδες και μπαχτσέδες στο άγονο έδαφος της Γαύδου. Νοικοκυραίοι περιβολάρηδες, ήξεραν να δουλεύουνε τη γη, όμως εκεί τα βρήκαν σκούρα. Τα κηπευτικά μεγάλωναν ως ένα σημείο, αλλά στο τέλος καρπό δεν έδιναν, μαραίνονταν. Τη λύση τη βρήκε ο Καπόλας απ το Καλπάκι. Έσκαβαν, άφηναν το χώμα να ξεραθεί στον ήλιο κι έπειτα με λούκια φρόντιζαν το χώμα να μην κρατάει υγρασία. Έτσι οι εκτοπισμένοι εξασφάλιζαν τα προς το ζην.

Πήγε στον Άη Γιάννη, στο Λαυρακά, στον Ποταμό, στην Τρυπητή, στον Κόρφο και στο Σαρακήνικο, χόρτασε γαλάζιο το κορμί του κι η ψυχή του. Του είχε πει παλιά ο παππούς του να πάει στο σπίτι του Άρη, να βρει το ονοματεπώνυμό του χαραγμένο στον κορμό του κέδρου που στηρίζει τη σκεπή, μαζί με τα ονόματα των άλλων εξόριστων συναγωνιστών. Ήταν συγκινημένος, γιατί είχε ακριβώς το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον μακαρίτη τον παππού του. Όμως, όσο κι αν έψαξε, δε βρήκε τα ονόματα. Κάποιοι τα είχαν ξύσει μ΄ επιμέλεια, σβήνοντας ένα μέρος της ιστορίας του τόπου. Ήσανε άραγε πειρατές του Μπαρμπαρόσα ή μήπως οι ίδιοι που βομβάρδισαν το φάρο και τα γύρω οικήματα; Τουλάχιστον για τα παλιά οι απορίες των μικρών συνήθως λύνονται απ΄ τους μεγάλους.

Προηγούμενο άρθρο

Ηρακλής Καβάλας: 7  νέα πρόσωπα  στο ρόστερ

Επόμενο άρθρο

Οι ReverieDuo στο Παλλάδιο