Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Είναι μια δουλειά που πρέπει να την παλέψεις οικογενειακά, αλλιώς απλά συντηρείς τους υπαλλήλους σου. Τα παιδιά τους πλέον δε μπορούσαν να βοηθήσουν, είχαν πάρει το δικό τους δρόμο, μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ως γονείς στήριξαν με όλη τη δύναμή τους και το κορίτσι και το αγόρι τους. Θυμούνταν τα λόγια των δικών τους γονιών, αλλά και του δασκάλου τους στο δημοτικό σχολείο. Είχαν τον ίδιο δάσκαλο, ο οποίος μάλιστα είχε ανθιστεί από νωρίς το γεγονός της μεταξύ τους αγάπης. Από τεσσάρων ετών αγαπιούνταν και τα γλαρά τους μάτια διασταυρώνονταν συχνά μέσα στην τάξη. Τους έβλεπε πάντα ο δάσκαλος χαμογελώντας κάτω απ΄ τα μουστάκια του. Ποτέ δεν τους έκανε μία παρατήρηση, ποτέ δεν τους πρόσβαλε.
Τον αγαπούσαν το δάσκαλό τους και εκτιμούσαν τις ειλικρινείς προσπάθειές του να εμπνεύσει και να βοηθήσει όλα τα παιδιά να πάρουν την ανηφόρα στη λεωφόρο της γνώσης, της διαμόρφωσης του αξιακού τους συστήματος και της εν γένει ηθικής τους ανέλιξης. Τον ένιωθαν σαν σύμμαχο και σαν συμπαραστάτη. Τους έλεγε λοιπόν μια φράση που ο Πλάτωνας τοποθετούσε στο στόμα του δικού του δασκάλου, του Σωκράτη: «ή δεν πρέπει να κάνει κανείς παιδιά ή να ταλαιπωρείται μαζί με άλλους στην προσπάθεια να τα αναθρέψει και να τα εκπαιδεύσει». Και τώρα που οι ίδιοι ήδη είχαν προσφέρει την ανατροφή και εξασφαλίσει την εκπαίδευση στα δικά τους παιδιά, τώρα τα βλαστάρια τους είχαν ανοίξει τα δικά τους φτερά και είχαν φύγει σε άλλους τόπους, προκειμένου να κερδίσουν μόνα το μέλλον τους. Γιατί, όπως έλεγε και η γιαγιά, τα παιδιά είναι πουλιά που πετάνε, απαγκιστρώνονται από τη φροντίδα των γονιών τους μόλις ωριμάσουν.
Είχαν κληρονομήσει από του παππού, παλιό τραυματία πολέμου, την άδεια για το περίπτερο. Στην αρχή ήταν ένα από ΄κείνα τα παμπάλαια, που λειτουργούσαν περισσότερο ως καπνοπωλεία, στο διάβα όμως του χρόνου το προεξέτειναν, το μετέτρεψαν σε μία μικρή αγορά, μέχρι και τυρόπιτες διέθεταν, γιατί οι ξενύχτηδες πάντα τσιγάρα ζητούσαν και κάτι να τσιμπήσουν, για να διώχνουν κάπως τις βλαβερές συνέπειες της κραιπάλης ή για ν΄ αντέχουν το πιοτό ακόμη περισσότερο. Δεν έβρισκες παλιά στην πόλη διανυκτερεύοντα περίπτερα ή γενικότερα μαγαζιά ανοιχτά τη νύχτα, ίσως μόνο το «Παλλάδιο», όπου μπορούσες να ρουφήξεις καμιά ζεστή σούπα. Θα το τολμούσαν λοιπόν, θα κουράζονταν πολύ για κάποια χρόνια, αλλά θα μπορούσαν ν΄ ανέβουν λίγο οικονομικά, να χτίσουν ένα σπίτι όπως το ήθελαν, να φύγουν απ΄ τα ενοίκια.
Τη νύχτα όλη δούλευε εκείνος, εκείνη αναλάμβανε πρωί κατά τις εννιά μέχρι αργά το απόγευμα. Κάποιες φορές, για να μπορούν να συνευρίσκονται ως ζευγάρι, ερχόταν για δύο ώρες η αδελφή της το μεσημέρι και γι΄ άλλες δυο ώρες ο αδελφός του, το σούρουπο.
Ο Γιάννης τότε με τη Γιάννα ένωναν τα όνειρά τους σε μιαν ουρά αετού που ολοένα ανέβαινε στον ουρανό με ζύγια σταθερά και ανθεκτική στους αέρηδες μισινέζα.
Κι ήρθε εκείνη η μέρα που ένας φίλος τον παρέσυρε. «Ρε Γιάγκο, ζωή είν΄ αυτή που κάνεις; Έλα μαζί μου μια βραδιά, λιγάκι να ξεδώσεις…» Τη μια το απέκρουσε, την άλλη αντιστάθηκε, την τρίτη υπέκυψε. Θα έβγαινε μαζί με το τακίμι του, θα διασκέδαζαν, θα έπιναν. Έτσι κι έγινε. Το ΄κλεισε το περίπτερο εκείνη τη νύχτα. Οι σταθεροί πελάτες απόρησαν, πήγε ο νους τους στο κακό που όλοι απεύχονταν. Ο Γιάγκος γλέντησε με το φιλαράκι του, στο τέλος βρέθηκαν σε μία λέσχη, κάποιοι αετονύχηδες τον ξεπουπούλιασαν.
Τον πήγε ο φίλος του το χάραμα στην Αμύντα, στο μαγαζί του μακαρίτη Γιάννη Λαχώρη, που τώρα το δουλεύανε ο Νότης με την Κορνηλία. Πήραν από έναν ντουζλαμά, να στρώσει το στομάχι τους απ΄ τα νυχτιάτικα ποτά κι έπειτα αποχωρίστηκαν με αμοιβαίες ευχές για μία καλύτερη μέρα. Είχε πιει πολύ και τρέκλιζε ελαφρά, τον πήρε είδηση η γυναίκα του, ανησύχησε. Σηκώθηκε η Γιάννα, του έκανε πικρό καφέ, του πήρε λόγια εντέλει.
Πάντα της έλεγε αλήθεια της γυναίκας του από τότε ακόμη που ήταν μικρά παιδιά, ερωτευμένα πιτσουνάκια, αφού πίστευε ακράδαντα πως ούτε μία σχέση δε στεριώνει πάνω στο ψέμα. Η ειλικρίνεια κι η ντομπροσύνη χαρακτήριζαν όχι μόνο αυτόν, αλλά κι ολόκληρη την οικογένεια και τη δική του και τη δική τους. Ντρεπόταν αρκετά, χαμήλωσε το βλέμμα για κάποιες στιγμές κι έπειτα την κοίταξε στα μάτια. «Γυναίκα» της είπε, «απόψε παρασύρθηκα κι έπαιξα κουμάρι. Έχασα εκατό χιλιάδες…» Ξαναχαμήλωσε το βλέμμα.
Σηκώθηκε απότομα η Γιάννα κι έφυγε προς την κρεβατοκάμαρα. Η αντίδρασή της τον ξάφνιασε για μία στιγμή, μα είχε του Θεού τα δίκια. Φοβόταν πως την πλήγωσε πολύ. Σκεφτόταν προς στιγμήν πόσα τσιγάρα, πόσες σοκολάτες, πόσους αναπτήρες και πόσες μαστίχες έπρεπε να πουλήσουν, για να έχουν καθαρό κέρδος εκατό χιλιάδες.
Δεν άργησε όμως η γυναίκα του να ρθει και πάλι στην κουζίνα. Κρατούσε ένα μάτσο πεντοχίλιαρα, καμιά εικοσαριά κολλαρισμένα. «Εκατό χιλιάδες είπες πως έχασες, Γιάγκο; Μόλις έχασα κι εγώ άλλες εκατό», του είπε και τα καταξέσκισε μπροστά του σε πολλά μικρά κομματάκια, έτσι που να μην επανασυγκολλώνται.
Απάντηση συμπληρωμένη που δεν σήκωνε κουβέντα. Θ΄ άρχιζαν και πάλι απ΄ την αρχή την αποταμίευση. Πήραν καινούρια καλάμια και κόλλες πολύχρωμες για να τις προσαρμόσουν στα καλάμια με αλευρόκολλα, πήραν κι ένα μεγάλο κουβάρι σπάγγο για ζύγια και ουρά στον αετό που θα ξαμολούσαν και πάλι στους αιθέρες, αγκαλιασμένοι όπως παλιά, με μία ψυχή γερά κρατώντας τα γκέμια του δικού τους Πήγασου.