Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνεργάστηκαν για να φτιαχτεί αυτό το βιβλίο, το οποίο βγαίνει με διάφορους συγγραφείς, όχι μόνο από εμάς που συλλέξαμε το υλικό, και το δουλέψαμε, ο Tano d’ Amico, η Leticia Battaglia, κυρίως οι συγγενείς και η οικογένεια έδωσαν τη συνεισφορά τους στο βιβλίο και σε όλη την ιστορία που ξαναστήσαμε, λέει ο Lanfranco Caminiti.
Το βιβλίο είναι στο νήμα της βιογραφίας, μια βιογραφία μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως η βιογραφία του καθενός από εμάς. Είναι όμως και η ιστορία μας, των συνεργατών και των συγγενών του Daddo, αλλά και ημών του κινήματος, αυτών που το βιβλίο, με κάποιον τρόπο, προσπαθεί να ακολουθήσει, σε αυτή τη διπλή εγγραφή,
από την μία, μοναδική βιογραφία, ανεπανάληπτη, και από την άλλη η ιστορία ενός μέρους του κινήματος, »μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ», ένα μεγάλο μέρος του οποίου βρισκόμαστε εδώ, και αυτό μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Η διάρθρωση αυτών των δυο ιστοριών πλέκει τα νήματα του υφάσματος αυτού του βιβλίου. Έχει στο κέντρο του την ιστορία δυο φωτογραφιών, αναπτύσσεται γύρω από αυτή την αφήγηση. Είναι οι εικόνες που ο Τάνο είχε κρύψει μετά τις 2 Φεβρουαρίου 1977, και τις οποίες κράτησε για πολλά χρόνια σε ένα συρτάρι, μέχρι να συναντήσει και να μιλήσει γι’ αυτές με τον Daddo και να τις δημοσιοποιήσει.
Όπως λέει ο Τάνο, η φωτογραφία δεν είναι ποτέ εκείνη στην οποία αυτός που την τραβά κοιτά τον εαυτό του, και τον κοιτάζουν. Υπό αυτή την έννοια είναι μια φωτογραφία αυτών των δυο, στην πλατεία Indipendenza, στις 2 Φεβρουαρίου, είναι κυρίως μια δική τους ιστορία.
Αυτό το βιβλίο, συνδεδεμένο με τις δυο αυτές εικόνες στις οποίες ο Daddo μαζεύει τα πιστόλια, το δικό του και του Paolo, και προσπαθεί να απομακρύνει τον τραυματισμένο φίλο του, είναι η διάψευση πως εμάς δεν μας κατέστρεψε ο πόλεμος, όπως είπε ο Alberto…, εμάς δεν μας κατάστρεψε και διότι εμείς τον ψάξαμε τον πόλεμο, τον θελήσαμε και τον προκαλέσαμε.
Ήταν ένας κοινωνικός πόλεμος, εκείνος του Κινήματος του ’77, οπότε, στο κέντρο του στοχασμού μας γι’ αυτή την ιστορία στέκονται αυτές οι δυο φωτογραφίες στις οποίες οι οπλισμένοι σύντροφοι μας κατεβαίνουν στην πλατεία για να διαδηλώσουν.
Εμείς ήμασταν οι κομουνιστές που οπλίζονταν ενάντια στο Κράτος, και οι κομουνιστές που οπλίζονταν μαζί με το Κράτος. Οι κομουνιστές που απαιτούσαν την πολιτική αναγνώριση της αντιπαλότητας τους προς το Κράτος και την πολιτική αναγνώριση της φιλίας τους μαζί με το Κράτος.
Σε αυτή την τανάλια σφιγμένο το Κίνημα του ’77, το οποίο δεν είχε ουδεμία σχέση με το Κράτος, συνετρίβη από το Κράτος. Φυσικά η ευθύνη δεν βαρύνει αποκλειστικά τους κομουνιστές, τα διάφορα είδη των κομουνιστών, όμως ουσιαστικά αυτή είναι η ιστορία, και εμείς την 2η Φεβρουαρίου του ’77 ονομάσαμε ένα ψεύτικο ξεκίνημα της αναμέτρησης ανάμεσα στο Κίνημα και τους κομουνιστές, η οποία θα καταστεί σαφής στη συνέχεια, στις 17 Φεβρουαρίου, λίγες ημέρες αργότερα, τις ημέρες του Λάμα, όταν το Κίνημα έδιωξε τον Lama από το πανεπιστήμιο.
Θα μπορούσε να έχει υπάρξει μια μεγάλη ευκαιρία συνάντησης ανάμεσα σε ένα εργατικό κίνημα με τα ροζιασμένα χέρια και ένα κίνημα που αντιθέτως ξεκινούσε από την πνευματική εργασία – από την άυλη εργασία, από την επισφάλεια της προσωπικής ύπαρξης, αντιθέτως λοιπόν κατέστη μια βίαιη σύγκρουση.
Σε εμένα ενδιαφέρει να στοχαστούμε επάνω σε αυτά τα πράγματα, ξανά, διότι βρισκόμαστε εδώ ώστε να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα, ουσιαστικά διότι τα χρόνια του ’77, γύρω από το ’77 και το Κίνημα του ’77 είναι η στιγμή της αναμέτρησης, είναι το κλείσιμο των λογαριασμών στο εσωτερικό της αριστεράς.
Το κίνημα βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν κομουνιστικό σχηματισμό που καθίστατο Κράτος, οπότε θεωρούσε εχθρότητα και αντιπαλότητα οτιδήποτε κινούνταν ενάντια σε αυτή την υπόθεση. Πάντα όμως είναι έτσι, η κοινωνική αντίθεση, αργά ή γρήγορα, όταν τίθενται στο τραπέζι προβλήματα μηχανισμών, δομικά, θα βρίσκεται πάντα στη θέση να λογαριάζεται και να αναμετριέται με τον ρεφορμισμό, με τη σοσιαλδημοκρατία.
Σε αυτή τη σύγκρουση βρίσκεται όλη του η ζωντάνια, η ικανότητα του, η ικανότητα προβολής, η ικανότητα να φαντάζεται… Η 2η του φλεβάρη είναι ένα ψεύτικο ξεκίνημα διότι είναι μια αντιφασιστική ημέρα, ακριβώς τελευταίο από τα προβλήματα, όπως λέει ο Daddo σε μια σύντομη συνέντευξη, που περνούσε από το κεφάλι του Κινήματος, η αντίθεση του προς την δεξιά. η αντίθεση του Κινήματος ήταν πάντα προς την αριστερά.
Μας αρέσει, ας πούμε έτσι, να υπογραμμίσουμε για εκείνες τις μέρες, στις 3 φεβρουαρίου η εφημερίδα του ΚΚ l’ Unità βάζει στην πρώτη της σελίδα τίτλο ενάντια στους προβοκάτορες. Από εκείνη τη στιγμή αυτό θα είναι το συνδετικό νήμα της ρεφορμιστικής αριστεράς απέναντι στο Κίνημα, δεν έχει σημασία αριστερό ή δεξιό, πρωτοποριακοί της αριστεράς ή της δεξιάς, στην αριστερά δεν ενδιαφέρει καθόλου πως έχουν τα πράγματα, το σημαντικό είναι πως υπάρχει κάτι που κινείται με επιλογές επαναστατικού χαρακτήρα και πως με κάποιο τρόπο πρέπει να το σταματήσει.
Και ο καλύτερος τρόπος για να το σταματήσει είναι να το καταστείλει. Οπότε μιλά για προβοκάτορες, τους αποκαλεί με αυτό τον τρόπο, προβοκάτορες υποκειμενικοί και αντικειμενικοί, συνεργάτες [της αστυνομίας], και πάει λέγοντας.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο μέσα σε εκείνη την ημέρα, και γύρω από τα ζητήματα εκείνης της φωτογραφίας. από σύνεση αλλά θα έλεγα και από σεμνότητα, έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί, έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένες.
Είναι και αυτό για το οποίο μιλάμε όσον αφορά εμάς, για την απώλεια της αθωότητας, που σήμαιναν εκείνες οι ημέρες, ας πούμε πως το Κίνημα έπρεπε να φαίνεται – να εμφανίζεται αθώο, μπορούσε να είναι αθώο.
Εμείς είχαμε προηγουμένως, θα είχαμε χάσει την αθωότητα μας. Eκείνες οι φωτογραφίες, εκείνη την ημέρα, το διέψευδαν, ο Πάολο και ο Ντάντο κατεβαίνουν στη πλατεία οπλισμένοι, όταν πηγαίνεις στην πλατεία οπλισμένος δεν είσαι αθώος, όχι γιατί εδώ χάσαμε προηγουμένως την αθωότητα μας. εγώ δεν πιστεύω σε αυτή τη θεωρία πως τα κινήματα είναι αθώα, και στη συνέχει λόγω της κακίας του καθεστώτος ανακαλύπτουν την δική τους κακία.
Δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο, δεν είναι πως τα σοσιαλιστικά κινήματα, το εργατικό κίνημα ανακαλύπτει την κακία του μετά τους ωραίους κανονιοβολισμούς του Paolo Beccaris, ούτε βέβαια το αντιφασιστικό κίνημα ανακάλυψε την κακία του μετά την δολοφονία Matteotti, όπως εμείς δεν ανακαλύψαμε την κακία του Κράτους μετά τις βόμβες στην πλατεία Fontana.
Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εάν υπάρχει κάποιος που χάνει την αθωότητα του είναι το Κράτος. Το κράτος χάνει την αθωότητα του όταν βάζει τις βόμβες, όταν επιτίθεται στα κινήματα. Χάνει την αθωότητα όταν βρίσκει μπροστά του ένα δυνατό Κίνημα, ένα ριζοσπαστικό Κίνημα, το Κράτος και το κεφάλαιο είναι αθώα, μέχρι κάτι να συμβεί.
Προχωρά, παράγει, όλοι πρέπει να παράγουμε, είμαστε αθώοι, το Κράτος προχωρά, οργανώνεται, εμείς πρέπει να δώσουμε μια κοινωνική μορφή, είμαστε αθώοι, και όταν τίθενται μορφές σκέψεις και πρακτικές αγώνα που είναι ανατρεπτικές τότε το Κράτος χάνει την αθωότητα του.
O Daddo και ο Paolo δεν ήταν αθώοι, το Κίνημα του ’77 δεν ήταν αθώο, αυτό δεν σημαίνει πως η κουλτούρα νίκησε, όμως, είχαμε θέσει, θέσαμε αποφασιστικά ζητήματα, δομικά, οπότε ήμασταν επακόλουθοι, συνεπείς με τα θέματα που είχαμε θέσει.
Να πούμε και κάτι τελευταίο, το οποίο συνδέεται με όσα έχουμε διηγηθεί νωρίτερα, σε σχέση με την αριστερά. Το Κίνημα του ’77 είναι ένα κίνημα της εργασίας, έχει παρουσιαστεί σαν μια μορφή νεανικίστικη, σαν να υπήρξε ένας βιολογικός κύκλος, δηλαδή σύντροφοι επαναστάτες που κατεβαίνουν στη πλατεία, σπάνε τα πάντα, αντιθέτως ο χαρακτήρας του κινήματος αποκάλυπτε πως υπήρχε μια νέα εργατική δύναμη, αυτή η δύναμη, αυτό το νέο οικονομικό και πολιτικό υποκείμενο ήταν το πολιτικό και οικονομικό υποκείμενο του ’77, αυτό που στη συνέχεια κατέστη η άυλη εργασία, η επισφαλής εργασία, η γενιά που ακολούθησε.
Αυτή η ανακάλυψη, ενός κινήματος, ξανά, της εργασίας, το οποίο θα μπορούσε να συναντήσει το εργατικό κίνημα. αντίθετα όμως, όπως είπαμε προηγουμένως, υπήρξε μια σύγκρουση, πολύ σκληρή, ανάμεσα τους.
Λοιπόν, νομίζω πως έχω τελειώσει, σας ευχαριστώ και πάλι όλους, ήθελα όμως να ολοκληρώσω με μια εικόνα, διότι είναι λιγάκι το νόημα, είναι ένας άλλος τρόπος. αυτή δεν είναι μια εικόνα του ’77, εδώ είναι ένας μήνας πριν, Αθήνα, δεν είναι ένα πιστόλι, πετά φωτοβολίδες, η χειρονομία όμως είναι ισχυρή, μας κάνει να σκεφτόμαστε. δεν εύχομαι, δεν πιστεύω, δεν είναι σωστό ούτε να το φαντάζομαι, πως υπάρχει μια επανάληψη, ένας κύκλος από τον οποίο δεν μπορείς να βγεις, εδώ οι κοινωνικοί αγώνες καθίστανται ριζοσπαστικοί και προχωρούν σύμφωνα με μια αλληλουχία αδυσώπητη.
Όμως το κίνημα στην Ελλάδα δεν είναι αθώο. ούτε εκείνο. Ευχαριστώ
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση