Το σύνορο που λείπει μεταξύ μας και ο μόνιμος πόλεμος
Γράφει ο Giorgio Ferrari πως Στο τελευταίο του συντακτικό κείμενο που γράφτηκε το 2003 για το il manifesto, ο Luigi Pintor έλεγε: «Η ιταλική αριστερά που ξέρουμε είναι νεκρή. Δεν το παραδεχόμαστε γιατί ανοίγει ένα κενό που δεν το παραδέχεται η καθημερινή πολιτική ζωή. Μπορούμε πάντα να παρηγορηθούμε με μερικές εκλογές ή με μια θορυβώδη διαδήλωση. (…) Από το 1989 [οι ηγέτες της αριστεράς] έχουν χάσει την ιστορική τους τοποθέτηση και τις αναφορές τους και έχουν πάει στην άλλη πλευρά. Με κάποιες αποχρώσεις. (…) Πέταξαν τον πόλεμο πίσω τους με μια συναινετική κοινοβουλευτική ψήφο. Όχι τον ιρακινό πόλεμο αλλά τον προληπτικό και μόνιμο αμερικανικό πόλεμο. Κάνουν τον ΟΗΕ ένα επίσημο καταφύγιο τους και δεν βλέπουν το σενάριο που έχει ανοίξει. Αυτό ισχύει και για το ιταλικό σενάριο, όπου η αντιπαράθεση είναι μόνο προπαγανδιστική. (…) Δεν χρειάζεται μια καμπή αλλά μια ανατροπή. Πολύ βαθιά. Υπάρχει μια ανθρωπότητα χωρισμένη στα δύο, πάνω ή κάτω από τους θεσμούς, χωρισμένη σε δύο ασυμβίβαστα μέρη στον τρόπο που αισθάνεται και είναι αλλά δεν ενεργεί ακόμη. Τίποτα μανιχαϊστικό, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ένα άλλο σύνορο και να δημιουργήσουμε μια αποξένωση σε σχέση με την άλλη πλευρά». Η σημερινή αριστερά – κληρονόμος αυτής στην οποία αναφέρεται ο Πίντορ – κάλεσε τους ευρωπαίους στα όπλα από το στόμα του γραμματέα της (από τον τόπο συζήτησης έχοντας σιωπηρά αποκλείσει τον ρωσικό λαό, όπως συνέβη με τον σερβικό λαό το 1995) για να γονατίσει τη Ρωσία.
Η κυβερνητική αριστερά ψηφίζει «πολεμικές πιστώσεις» από το 1914: οι πρώτοι που τις πλήρωσαν ήταν οι προλετάριοι από όλη την Ευρώπη, που πέθαναν κατά εκατομμύρια στον πρώτο «μεγάλο Πόλεμο», αλλά ήδη το 1941 οι στόχοι του ιμπεριαλισμού στρέφονταν προς την Ανατολή και τότε ήταν ο ρωσικός πληθυσμός που αποδεκατίστηκε σύμφωνα με τη λογική του χιτλερικού Αγώνα, del Mein Kampf: «Όταν σήμερα μιλάμε για νέα εδάφη στην Ευρώπη, πρέπει να σκεφτόμαστε πρώτα απ’ όλα τη Ρωσία και τα περιθωριακά Κράτη που υπόκεινται σε αυτήν. Η κολοσσιαία ανατολική αυτοκρατορία είναι ώριμη για κατάρρευση. […] Είμαστε επιλεγμένοι από τη μοίρα για να γίνουμε μάρτυρες μιας καταστροφής που θα είναι η πιο ισχυρή επιβεβαίωση της εθνικιστικής θεωρίας των φυλών». Και για να εξαλειφθεί κάθε εναπομείναντας ενδοιασμός, πρόσθεσε ο Μάρτιν Μπόρμαν: «Οι σλάβοι πρέπει να δουλεύουν για εμάς. Αυτοί που δεν χρειαζόμαστε μπορεί ακόμη και να πεθάνουν […]. Η εκπαίδευση είναι επικίνδυνη. Θα είναι αρκετό να ξέρουν να μετρούν μέχρι το εκατό […]. Κάθε μορφωμένος άνθρωπος είναι ένας μελλοντικός μας εχθρός. Θα τους αφήσουμε τη θρησκεία για να ξεχνιούνται. Όσο για τα προς το ζην, δεν θα έχουν περισσότερο από αυτό που είναι απολύτως απαραίτητο. Εμείς είμαστε τα αφεντικά. Εμείς ερχόμαστε πρώτοι».
Νικημένος ο ναζισμός και ο φασισμός, έχοντας αποκοπεί από (τουλάχιστον τυπικά) τον αντισημιτισμό, υποκείμενο και ανεξιχνίαστο έχει παραμείνει παρ’ όλα αυτά, στη δυτική κουλτούρα, ένα αντι »ανατολίτικο» χαρακτηριστικό που βλέπει στους σλαβικούς πληθυσμούς κόσμο «διαφορετικά ανθρώπινο», στους οποίους μπορούν να επιβληθούν πράγματα που δεν θα ονειρευόταν κανείς να προτείνει σε έναν άλλο ευρωπαϊκό λαό. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνέχισαν οι ΗΠΑ, το Νατο και η Ευρώπη, αυτή τη φορά υπό τη σημαία της νικητήριας δημοκρατίας, σε μια προσπάθεια να κατακτήσουν νέα εδάφη στην Ανατολή, αποσταθεροποιώντας πρώτα τη σοβιετική Ρωσία και στη συνέχεια επίσης τη νεογέννητη ρωσική Ομοσπονδία, που οδηγήθηκε στο χείλος του γκρεμού, της χρεοκοπίας μέσα σε λίγα χρόνια από τον Γέλτσιν και τη «θεραπεία σοκ» που της επέβαλαν οι ΗΠΑ και το ΔΝΤ. Όταν στη συνέχεια, σε ένα ακραίο τίναγμα διαύγειας, ο πρώην σοβιετικός μηχανισμός κατάφερε να σώσει την κατάσταση (εξωτερικά χρέη και εδαφική ακεραιότητα) εκλέγοντας τον Πούτιν ως «άνθρωπο της πρόνοιας», η προέλαση του Νατο προς τα ανατολικά συνεχίστηκε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν το 1991. Γιατί; Ώστε να προχωρήσει το Νατο προς την Ανατολή, έτσι πρέπει, αν όχι να φέρει σε πέρας αυτό που ο Χίτλερ δεν είχε καταφέρει (εκείνη την εποχή στόχευε στις πετρελαιοπηγές του Μπακού) δηλαδή να αρπάξει, να γίνει κύριος αυτού του θησαυρού φυσικού πλούτου που αντιπροσωπεύει η Ρωσία και που σήμερα, με την πείνα για στρατηγικά ορυκτά και σπάνιες γαίες απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση, έχει γίνει ακόμη πιο πολύτιμος μαζί με τον κινεζικό. Έχουν περάσει 23 χρόνια από τότε που ο Πούτιν είναι στην εξουσία, κάτι που μπορεί να προκαλέσει μόνο κριτική και διαμαρτυρίες από τον ρωσικό πληθυσμό για διάφορους λόγους, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι όλα τα αιτήματα και οι προτροπές του που απευθύνθηκαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ – ώστε να αλλάξουν τη διεθνή τους πολιτική, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος των πυρηνικών όπλων – έχουν σνομπαριστεί.
Αυτός ο άνθρωπος, σήμερα, έχει βάλει τα πόδια του στο πιάτο όλων των φαγητών, αγνοώντας κάθε κανόνα καλής συμπεριφοράς σύμφωνα με τον οποίο οι πόλεμοι δεν γίνονται εκτός αν είναι οι ΗΠΑ ή το Νατο να τους αποφασίσουν και τους οδηγήσουν, να τους διεξάγουν. Θα υπήρχαν προηγούμενα για να θυμόμαστε και πολλά μάλιστα (ποιος θυμάται τη μικροσκοπική Γρενάδα, για παράδειγμα), αλλά επειδή η μνήμη φαίνεται επίσης και αυτή να λειτουργεί προς μια κατεύθυνση μονάχα, θα ήταν μια άχρηστη και βαρετή άσκηση. Εκτός κι αν έχουμε το θάρρος που έδειξε, τελικά, πως έχει ο Πίντορ, εντοπίζοντας στον μόνιμο πόλεμο των ΗΠΑ τα σύνορα που σηματοδοτούν το κομμάτι, την πλευρά που πρέπει να είναι απολύτως ξένη σε εμάς, μαζί με αυτόν τον συναινετικό κοινοβουλευτισμό που με τον καιρό επανέλαβε την ψήφο του στις πιστώσεις πολέμου. Αν είναι έτσι, τότε η ουκρανική κρίση θέτει μπροστά μας ένα ερώτημα: αν δεν πρέπει να σταματήσουμε να διαφθείρουμε τον εαυτό μας στην ατελείωτη άσκηση διακρίσεων και αποστασιοποίησης (αλλά πόσες εξετάσεις πρέπει να περάσουμε ακόμα!) από ανθρώπους όπως ο Πούτιν, δεδομένου ότι, αφού το κάναμε προηγουμένως με τους διάφορους Σαντάμ, τον Μιλόσεβιτς ή τον Καντάφι, τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί καθόλου, επομένως σήμερα κινδυνεύουμε να δώσουμε ξανά στο Νατο και τις ΗΠΑ μεγαλύτερες δικαιολογήσεις και χάριτες από αυτές που είναι τα δικά τους λάθη.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος la bottega del Barbieri