Η χερσόνησος της Παναγίας, που διατηρεί την αύρα παλιάς συνοικίας, μας συστήνεται με τη ματιά του «Χειμερινού Κολυμβητή» Αργύρη Μπακιρτζή, ο οποίος την αγάπησε και την επέλεξε ως τόπο κατοικίας του
Γράφει στην «Καθημερινή» ο Παντελής Τσομπάνης
Τα κύματα χτυπούν την καστροπολιτεία. Στην κορυφή, τα τείχη του φρουρίου, περικυκλωμένου από πολύχρωμες κατοικίες με σκεπή. Άλλες ακολουθούν τις επιταγές μιας λαϊκής μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, άλλες μιας οθωμανικής, άλλες πιο σύγχρονες, κομμάτια ενός πολεοδομικού παζλ τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, κλιμακωτά, όπως προστάζει η λοφώδης τοπογραφία της χερσονήσου.
Το βλέμμα όμως επικεντρώνεται σε δύο κτίσματα: Πρώτα, στο 5ο Γυμνάσιο, γνήσιο δείγμα οθωμανικού νεοκλασικισμού και μαρτυρικός τόπος την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής, με τις έντονες αποχρώσεις, τη μικρή αυλή του και μια ταμπέλα «Δεν ξεχνώ!», αναφερόμενη στο κυπριακό ζήτημα.
Ύστερα, στο Ιμαρέτ. Το οθωμανικό μακρόστενο κτιριακό σύνολο δίνει την εντύπωση ότι προστατεύει τη μικρή πολιτεία που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, καθώς περπατάμε στο παραλιακό πεζοδρόμιο της Ερυθρού Σταυρού. Εδώ γεννήθηκε η Νεάπολη, που αιώνες μετά έγινε Χριστούπολη και τώρα λέγεται Καβάλα. Είναι η Παλιά Πόλη, η Παναγία.
Κάνοντας δεξιά στο πρώτο φανάρι της οδού Κουντουριώτου, ξεπροβάλλει ένας ανηφορικός λιθόστρωτος δρόμος, μονής κατεύθυνσης. Λειτουργεί ως καλωσόρισμα στον μικρόκοσμο της χερσονήσου και ως προειδοποίηση: «Μην πάρεις το αμάξι σου, θα δυσκολευτείς.
Καλύτερα επιστράτευσε τα πόδια και σφίξε τους γλουτούς σου!». Γι’ αυτό και πολλοί αποθαρρύνονται, δεν ανεβαίνουν. Τα αυτοκίνητα των τουριστών με τις ξενομερίτικες και τουρκικές πινακίδες δεν χαμπαριάζουν.
Από τη στροφή ξεπροβάλλουν τα τουριστομάγαζα, τα μικρά καφέ, προστατευμένα με νάιλον για τον βοριά που χτυπάει τον λόφο, και δείγματα του προστατευτικού τείχους. Οι επισκέπτες σκύβουν το κεφάλι μέσα στην πέτρινη εσοχή που δημιούργησε η φθορά του χρόνου και χαζεύουν σκυφτοί τη θέα της σύγχρονης Καβάλας.
Οι ρυθμοί της Παναγίας δεν ακολουθούν τους αντίστοιχους του κέντρου. Τα κορναρίσματα από το λιμάνι φτάνουν έως επάνω, οι καπνοί των επιβατικών πλοίων είναι ορατοί, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την ηρεμία της συνοικίας.
Τα παιδιά πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο. Οι καταστηματάρχες βγάζουν τις καρέκλες τους έξω στο πεζοδρόμιο. Οι μηχανές του καφέ μπαίνουν σε λειτουργία. Οι γάτες χώνονται σε σπίτια και αυλές, αναζητώντας ένα κεσεδάκι με λίγη γατοτροφή.
Κάποιες ημέρες ξετρυπώνουν και οι νυφίτσες στα σοκάκια. Οι τουρίστες κατευθύνονται προς τη «μύτη» της χερσονήσου με τις ομπρέλες τους. Ο βροχερός καιρός δεν τους πτοεί, σε αντίθεση με τους λιγοστούς πια ντόπιους που κατοικούν στην περιοχή και προτιμούν τη ζεστασιά των σπιτιών τους.
Νεάπολη, Χριστούπολη, Καβάλα
Αν και βρέθηκαν πρώιμα ίχνη κατοίκησης από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, η Νεάπολη εμφανίζεται στις ιστορικές πηγές στο δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ., όταν Θασίτες ίδρυσαν αποικία στη χερσόνησο.
Η αποικία έγινε πόλη, έκοψε δικό της νόμισμα, αναβαθμίστηκε σε λιμάνι, λειτουργώντας ως επίνειο των Φιλίππων, αποτέλεσε κομμάτι της Εγνατίας Οδού, έγινε οικονομικό κέντρο του βασιλείου της Μακεδονίας, ρωμαϊκή αποικία και κέντρο του χριστιανισμού στην περιοχή.
Ο χριστιανισμός επέφερε σταδιακά την αλλαγή του ονόματος, με τη Νεάπολη να εμφανίζεται πια στις ιστορικές πηγές ως Χριστούπολη από τον 8ο αιώνα. Το βυζαντινό κάστρο της ανοικοδομήθηκε και οχυρώθηκε αποτελεσματικά μέχρι το 1185, οπότε πυρπολήθηκε από τους Νορμανδούς. Η αυλαία της Χριστούπολης θα πέσει δύο αιώνες αργότερα, οπότε και πέρασε οριστικά στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα επικρατεί πια το όνομα «Καβάλα» και η περίκλειστη πόλη ανασυγκροτείται. Όπως διαβάζουμε στο ιστορικό μπλογκ του Κυριάκου Λυκουρίνου, δημιουργούνται έργα υποδομής, το κέντρο αποτελεί τον νέο χώρο οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ η Παναγία χωρίζεται σε μαχαλάδες: τέσσερις οθωμανικές συνοικίες, ένας εβραϊκός συνοικισμός (Εβραίοι που μετακινήθηκαν από την Ουγγαρία στην Καβάλα, μετά τη νίκη των Οθωμανών στη μάχη του Μόχατς το 1526) και στην άκρη της χερσονήσου οι χριστιανοί, λόγω του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου που βρισκόταν εκεί από τον 15ο αι. μέχρι το 1957, όταν η νέα εκκλησία χτίστηκε στη θέση της παλιάς.
Το 1813 ιδρύεται το Ιμαρέτ, ένα θρησκευτικό και εκπαιδευτικό ίδρυμα, από τον γεννηθέντα στην Καβάλα Μοχάμεντ Άλι, ο οποίος μετατράπηκε σε ιστορική φιγούρα του αιγυπτιακού κράτους, όντας αναμορφωτής του.
Κοντά στο 1860, ο πολεοδομικός ιστός πύκνωσε, ο πληθυσμός έφτασε τους έξι χιλιάδες κατοίκους, τα έργα υποδομής για τις τρέχουσες ανάγκες ήταν ανύπαρκτα, αλλά οι οθωμανικές αρχές δεν έδιναν την άδεια κατοίκησης και εμπορικής δραστηριότητας εκτός του φρουρίου, τουλάχιστον μέχρι το 1864, οπότε και δρομολογήθηκαν οι ενέργειες για μια νέα χριστιανική συνοικία εκτός των τειχών, η οποία θα αποσυμφορούσε πληθυσμιακά την Παναγία μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από το 1922 και ύστερα, τα σπίτια της Παναγίας που ανήκαν σε Οθωμανούς περιήλθαν στην κατοχή Μικρασιατών και Πόντιων προσφύγων, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών. Την επόμενη αλλαγή στην καθημερινότητα των ανθρώπων της χερσονήσου θα φέρει η δεκαετία του 1930.
Η Παναγία ενός «Χειμερινού Κολυμβητή»
«Τη βλέπετε την οδό Πουλίδου;» μας δείχνει τον δρόμο ο αρχιτέκτονας και τραγουδιστής του μουσικού σχήματος των Χειμερινών Κολυμβητών, Αργύρης Μπακιρτζής. «Ξέρετε, στις αρχές του 1930 ήταν ένας στενός δρόμος απ’ όπου με το ζόρι χωρούσαν δύο φορτωμένα γαϊδουράκια.
Οδός Ζαλόγγου λεγόταν τότε. Χρειάστηκε να τη διανοίξουν οι Αρχές, για να περάσει το άγαλμα του Μοχάμεντ Άλι». Αναφέρεται στον ανδριάντα του Μοχάμεντ Άλι που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Κωνσταντίνος Δημητριάδης και τοποθετήθηκε στην ομώνυμη πλατεία, μπροστά από το κονάκι του, ως δώρο από τους Έλληνες της Αιγύπτου στην πόλη της Καβάλας.
Έμεινε καλυμμένος με καραβόπανο μέχρι τα εγκαίνιά του, το 1949, και μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως οι έφηβοι τρομοκρατούσαν τους νεοτέρους τους, λέγοντάς τους πως ο πασάς κυκλοφορούσε τις νύχτες με τη χατζάρα του.
Για την ακρίβεια, ο ιδρυτής της αιγυπτιακής δυναστείας απεικονίζεται με το σπαθί του να μπαίνει στο θηκάρι, με τη σημειολογία να ορίζει πως αυτή η στάση είναι συνδεδεμένη με την επιστροφή στο σπίτι του.
Ο Αργύρης Μπακιρτζής εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καβάλα το 1975. Ένα από τα πρώτα σπίτια που έπιασε ήταν στη Β ́ Πάροδο της οδού Ερμιόνης. «Δεν διέθετε λουτρό ούτε αποχέτευση, αλλά ένα καζάνι, το οποίο ζεσταίναμε με ξύλα. Όταν έκανα μπάνιο, οι σαπουνάδες τρέχανε στον δρόμο», θυμάται.
Αν και γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ο Αργύρης Μπακιρτζής έχει συνδεθεί με την Καβάλα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1975. «Εκείνο τον καιρό, η γειτονιά ήταν σε σχετική κατάπτωση. Ζούσαν φτωχοί άνθρωποι.
Υπήρχε ένα καφενείο, όπου σύχναζαν μεσήλικες και γέροντες, και μια ταβέρνα, όπου πηγαίναμε με δύο ντόπιους. Ο ένας πουλούσε αγγούρια στον δρόμο, ο άλλος είχε ένα μανάβικο στο ημιυπόγειο του Γυμνασίου και πουλούσε μισοσάπια λαχανικά και κότες.
Σήκωνε μάλιστα το ποτήρι και έλεγε “Καλό ψόφο να ’χουμε’’», διηγείται χαμογελώντας και μοιράζεται πως έχει υιοθετήσει αυτό το οξύμωρο ευχολόγιο στις συναυλίες του. Ένα από τα πρώτα σπίτια που έπιασε ήταν στη Β΄ Πάροδο της οδού Ερμιόνης, στην καρδιά της Παναγίας.
«Ήταν ένα παλιό σπίτι, της δεκαετίας του 1960. Δεν διέθετε ούτε λουτρό ούτε αποχέτευση για τα νερά. Είχαμε μόνο ένα καζάνι, το οποίο ζεσταίναμε με ξύλα. Όταν έκανα μπάνιο, οι σαπουνάδες τρέχανε στον δρόμο», θυμάται.
Πέντε χρόνια πριν, ακολουθούσε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, με τη διπλωματική του εργασία να αφορά τη συντήρηση των παλαιών κατοικιών της Παλιάς Πόλης της Καβάλας.
«Οι καθηγητές μου δεν πίστευαν ότι είχα κάνει μόνος μου αυτή την εργασία. Μου έβαλαν 68/70 εξαιτίας αυτής της δυσπιστίας τους». Με την ειδικότητα του αναστηλωτή που απέκτησε μετά τις σπουδές του, επέλεξε να τοποθετηθεί στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και να δραστηριοποιηθεί στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Όσον αφορά τη χερσόνησο, οι ενέργειές του αφορούσαν την αναστήλωση του παράλιου τείχους της Παναγίας, την ανάδειξη της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής που βρέθηκε στην ανασκαφή του τεμένους Χαλίλ μπέη, καθώς και τη διατήρηση των κατοικιών της Παναγίας.
«Φυσικά, συναντήσαμε αντιδράσεις. Ο κόσμος ήθελε να τα γκρεμίσει και να ξαναχτίσει. Θυμάμαι λίγο πιο κάτω από εδώ υπήρχε ένα τριώροφο νεοκλασικό, πανέμορφο. Είχα πάρει μια εκπαιδευτική άδεια ενός μήνα και όταν γύρισα, το βρήκα κατεδαφισμένο.
Είχαν ξεγελάσει τον αρχαιολόγο. Υπήρχαν περιπτώσεις που εμείς παλεύαμε για να σώσουμε μια οροφή ή τον επάνω όροφο των σπιτιών αυτών. Και ξαφνικά, μπορούσε να έρθει ένας υπουργός για την προεκλογική του εκστρατεία, να υπογράψει μερικές άδειες και να σαρώσει στο πέρασμά του όποια προσπάθεια κάναμε», σημειώνει.
Κάνοντας δεξιά στο πρώτο φανάρι της οδού Κουντουριώτου, ξεπροβάλλει ένας ανηφορικός λιθόστρωτος δρόμος, μονής κατεύθυνσης. Λειτουργεί ως καλωσόρισμα και ως προειδοποίηση: «Μην πάρεις το αμάξι σου, θα δυσκολευτείς».
Με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα, ο Μπακιρτζής ασχολήθηκε με την ανάδειξη του παραδοσιακού χαρακτήρα της συνοικίας. Ενδεικτικά ήταν τα αιτήματα προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία για την παροχή οικονομικής βοήθειας ως προς τη συντήρηση και την περιποίηση των προσόψεων των κτιρίων.
«Σιγά σιγά αναγνωρίστηκε η αξία τους και ο κόσμος απέκτησε τη συνείδηση πως αυτά τα σπίτια ήταν πράγματι πολύ όμορφα». Το 2000 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην καρδιά της Παναγίας.
«Ετοιμαζόμουν να φύγω στη Σαλονίκη, όταν ρώτησα τον γαλατά που στεγαζόταν στο Ιμαρέτ αν πουλιέται τίποτα. Μου έδειξε το σπίτι ενός άντρα που λεγόταν Μοσκώφ, τορναδόρος εκ Γερμανίας, ξάδερφος του γνωστού λογοτέχνη.
Όταν πήρε σύνταξη, αποφάσισε να περάσει τα γεράματά του στην Παναγία. Η Γερμανίδα σύζυγός του, βλέποντας τις πόρτες ανοιχτές και τις γειτόνισσες να κάθονται και να πίνουν καφέ έξω απ’ τα σπίτια, φρίκαρε και του είπε “Πάμε να φύγουμε”.
Ο ίδιος ήταν βιβλιοφάγος, πήγαινε στα καφενεία, πρότεινε στους θαμώνες –συνταξιούχους, δικηγόρους και γιατρούς– να συζητήσουν για διάφορα θέματα, αλλά αυτοί τον έπαιρναν για γραφικό. Στο τέλος, είδε κι απόειδε και σηκώθηκε κι έφυγε».
Οι δυσκολίες της καθημερινότητας
Καλά διαβάσατε. Γαλατάς στην Παναγία. Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, η παρουσία του γαλατά και των μουλαριών που είχαν επιφορτιστεί με την αποκομιδή των σκουπιδιών, ήταν ακόμα γνώριμη στους κατοίκους, μας επιβεβαιώνει η κεραμίστρια Στέλλα Ρόκκου, η οποία διατηρεί το εργαστήριο κεραμικής Γαία στο πατρικό της σπίτι στη γειτονιά.
Πολύ γρήγορα, έσβησε αυτός ο παραδοσιακός χαρακτήρας και η Παναγία ήρθε αντιμέτωπη με νέα προβλήματα, πιο σύγχρονα, όπως το κυκλοφοριακό. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες κατοίκων, οι ελάχιστες θέσεις στάθμευσης καταλαμβάνονται από επισκέπτες, ενώ τα άναρχα παρκαρίσματα προκαλούν κομφούζιο και εμποδίζουν την είσοδο και την έξοδο ασθενοφόρων και λοιπών οχημάτων έκτακτης ανάγκης από τη συνοικία.
Από το 2000 που ιδρύθηκε ο εξωραϊστικός και πολιτιστικός σύλλογος Το Κάστρο, η ομάδα αυτών των δραστήριων κατοίκων που είχαν μεράκι για τη βελτίωση των συνθηκών στην Παλιά Πόλη, δεν σταμάτησε να κινητοποιείται.
Η λύση δόθηκε μετά από δύο δεκαετίες, με τον Δήμο Καβάλας να θεσμοθετεί τη ζώνη στάθμευσης της Παναγίας αποκλειστικά για τους κατοίκους της. Μόνο που οι επισκέπτες από τα Βαλκάνια δεν το γνωρίζουν αυτό, δημιουργώντας κωλύματα στην καθημερινότητα της χερσονήσου, παρά τους συνεχείς ελέγχους της Δημοτικής Αστυνομίας.
Ο σύλλογος Το Κάστρο στεγάζεται στον χώρο όπου ήταν κάποτε ο μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) του τεμένους Χαλίλ μπέη ή Παλιάς Μουσικής, ένα όνομα που πήρε λόγω του ότι εδώ στεγάστηκε η Φιλαρμονική της Καβάλας, τη δεκαετία του 1930.
Όταν προκύπτει κάποιο πρόβλημα στην Παναγία, οι κάτοικοι απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στον πρόεδρο Φώτη Λαζαρίδη και στα μέλη του συλλόγου. Από την τοποθέτηση σήμανσης για τον δρόμο προς το φρούριο και τη διαχείριση του τεμένους από τη δημοτική αρχή (ο σύλλογος έχει αναλάβει τη λειτουργία του για το κοινό) μέχρι την επαναλειτουργία του ανενεργού εδώ και δεκαετίες φάρου, ο σύλλογος προσπαθεί με περίσσια δύναμη να επικοινωνήσει τα προβλήματα και τις ανάγκες της χερσονήσου στις δημοτικές αρχές και στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στην οποία υπάγεται το σύνολο της Παλιάς Πόλης.
Τα περισσότερα από τα αιτήματά τους σκοντάφτουν στο γραφειοκρατικό πλέγμα των υπηρεσιών. Παράλληλα, ο σύλλογος αναπτύσσει και πολιτιστικές δράσεις, καθώς το περιβάλλον της συνοικίας ενδείκνυται για τη διεξαγωγή τους, ενώ διακρίνεται και για την πρωτοβουλία του να καταγράψει λεπτομερώς την ιστορία του τόπου μέσα από τις μαρτυρίες παλαιών κατοίκων.
Εκεί που δεν μπορεί να επέμβει ο σύλλογος είναι στο να κρατήσει τους νέους ανθρώπους στη γειτονιά. Ο 31χρονος ηχολήπτης Αλέξανδρος Κυριλλίδης, γέννημα θρέμμα της Παναγίας, αποτελεί εξαίρεση.
Δραστηριοποιείται επαγγελματικά δίπλα στο σπίτι του, στην οδό Πουλίδου, διατηρώντας με τον συνεταίρο του ένα κατάστημα-εργαστήριο χειροποίητων μουσικών οργάνων.
Εκτιμά πως ο νεαρόκοσμος θα εκλείψει σιγά σιγά από την Παλιά Πόλη. «Οι περισσότεροι δεν μένουν εδώ λόγω έλλειψης πάρκινγκ, καθώς στην Καβάλα το αυτοκίνητο είναι απαραίτητο. Προτιμούν να εγκατασταθούν αλλού στην πόλη και να μετατρέψουν το σπίτι τους σε κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης», παρατηρεί.
Περπατώντας στα σοκάκια, το βλέμμα συλλαμβάνει με ευκολία τις επιγραφές των καταλυμάτων και τις κλειδοθήκες, σημάδι της επέλασης του Airbnb. Ακόμα και στους χάρτες εμφανίζονται μονάχα φούξια πινέζες με ένα κρεβάτι για λογότυπο. Για την ώρα, δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα πιθανότητες ρύθμισης του ζητήματος και κίνητρα προσέλκυσης για τους νέους.
Ισχυρή αίσθηση γειτονιάς
Παρά τις αλλαγές στον αστικό ιστό της και την εμφάνιση νέων προβλημάτων, η Παλιά Πόλη δεν έχασε ποτέ το βασικό συστατικό της: την αίσθηση της γειτονιάς, η οποία δεν συναντάται σε άλλα σημεία της Καβάλας.
«Στην αρχή δοκιμάσαμε με τον σύζυγό μου να μείνουμε σε άλλο κομμάτι της πόλης, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν ένιωθα άνετα. Σύντομα επιστρέψαμε», διηγείται η κεραμίστρια Στέλλα Ρόκκου. «Εδώ είναι σαν να μένεις σε νησί.
Οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, οι δρόμοι είναι λιθόστρωτοι, μπορείς να πας στα Βραχάκια, στην άκρη της Παλιάς Πόλης, και να κολυμπήσεις. Αντίστοιχα, η ζωή τον χειμώνα δεν διαφέρει από αυτή σε κάποιο ελληνικό νησί».
Οι ρυθμοί της Παναγίας δεν ακολουθούν τους αντίστοιχους του κέντρου. Τα κορναρίσματα από το λιμάνι φτάνουν έως επάνω, οι καπνοί των επιβατικών πλοίων είναι ορατοί, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την ηρεμία της συνοικίας.
Εκτός από τους τουρίστες, οι οποίοι επισκέπτονται συγκεκριμένα τοπόσημα, όπως την πλατεία και το σπίτι του Μοχάμεντ Άλι, το φρούριο και το ακρωτήριο, τα γέλια και τα παιχνίδια των αγοριών και των κοριτσιών δίνουν ζωή στα στενά δρομάκια και στα πλατύσκαλα της συνοικίας.
«Νομίζω ότι στην Παναγία δεν υπάρχει επικινδυνότητα για τα μικρά παιδιά, αλλά και για εμάς τους γονείς, που τα εμπιστευόμαστε να πηγαίνουν μόνα τους στο Δημοτικό Σχολείο και στο Γυμνάσιο.
Τα φυσικά όρια της Παλιάς Πόλης τα βοηθούν να γνωρίζουν μέχρι πού μπορούν να κινηθούν, ενώ η έλλειψη αυτοκινήτων στο μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής βοηθάει ώστε να παίζουν ελεύθερα και άνετα», λέει ο δικηγόρος Γιάννης Κογκαλίδης.
Το βλέμμα συλλαμβάνει με ευκολία τις επιγραφές των καταλυμάτων και τις κλειδοθήκες, σημάδι της επέλασης του Airbnb. Ακόμα και στους χάρτες εμφανίζονται μονάχα φούξια πινέζες με ένα κρεβάτι για λογότυπο.
Μια παρέα παιδιών συχνάζει στην αυλή του 7ου Δημοτικού Σχολείου, η οποία βρίσκεται στη «μύτη» της Παναγίας. Ένα σκουριασμένο συρματόπλεγμα χωρίζει την αυλή από τον ανενεργό φάρο.
Στο βάθος αχνοφαίνεται η Θάσος και ανατολικά, τα παράλια της Κεραμωτής. Αν ο ουρανός είναι καθαρός, διακρίνεται και το Άγιον Όρος. Σήμερα όμως δεν είναι. Τα κύματα σκάνε πάνω στα βράχια απ’ όπου το καλοκαίρι οι Καβαλιώτες κάνουν βουτιές.
«Μονόπετρο» το αποκαλούν. Κάπως έτσι μοιάζει και η Παναγία μόλις πέσει η νύχτα και τα τοπόσημά της λουστούν στο φως. Ένα μονόπετρο που λάμπει στην αμφιθεατρική δομή της πόλης. Ακόμα και τον χειμώνα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 10ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Καβάλα», Δεκέμβριος 2024.
πηγή: kathimerini.gr – Φωτογραφίες: Δημήτρης Τοσίδης