Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα οι κάτοικοι της Καβάλας, ήταν στην πλειονότητά τους πρόσφυγες που κατέφυγαν σε τούτο το λιμάνι σε ζόρικες εποχές, κατατρεγμένοι και ανταλλαγμένοι, χωρίς περιουσίες αλλά με ζωντανές τις μνήμες των αλησμόνητων πατρίδων τους, κουβαλώντας ήθη, έθιμα και πολιτισμικά αγαθά που έμελλε να μπολιάσουν με χρώματα κι αρώματα ανατολίτικα τους ντόπιους πληθυσμούς. Απλώθηκαν ολόγυρα στις φτωχογειτονιές και κάθε σούρουπο πάσχιζαν ν΄ αποδιώξουν την καθημερινή τους κούραση με τους καημούς και τα σεκλέτια τους με μουσικές και με τραγούδια.
Τραγούδια ανατολίτικα, σμυρνέικα και πολίτικα παθιάρικα, λυπητερά, γεμάτα νοσταλγία και πίκρα. Γιαρέδες, αμανέδες και κάποτε γλεντζέδικα, χορευτικά. Η αστική τάξη – κλεισμένη αρχικά κυρίως στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα Άϊ Γιάννη κι Άγιο Παύλο, με βλέψεις αργότερα προεκτεινόμενες στα πιο ψηλά και στην καλύτερη θέα – εκφραζόταν μέσα απ΄ το ελαφρό τραγούδι, όμως η εργατιά, που την περικύκλωνε, κέφαρε και γουστάριζε λαϊκά ρεμπέτικα ντουζένια. Δεν ήταν δυνατό ν΄ αποφευχθεί η όσμωση, παρά το ότι σθεναρά αντιστέκονταν κι οι δύο πλευρές. Η νέα γενιά θα καθόριζε με αντιθέσεις και συνθέσεις την πορεία. Λίγο πιο κάτω από τις φυλακές και δίπλα ακριβώς στη Μεραρχία στριμώξανε τους άρρενες στο δρόμο του νερού. Τα θήλεα τα στείλαν προς δυσμάς για να μαθαίνουν καλούς τρόπους να εθιστούν σε πιο ευγενή ακούσματα. Και όπως έρρεπαν στη χειραφέτηση τα καταπιεσμένα από γονείς κι αδέρφια τα κορίτσια, ήταν πιο ευεπίφορα σε ό,τι καινοφανές. Και όταν προχωρήσουν οι νεαρές κοπέλες σε ό,τι νέο, είναι γνωστό ότι συμπαρασύρουν και τ΄ αγόρια στις επιλογές τους.
Όταν οι δυνατοί της γης θέλουν ν΄ αλλάξουν ήθη και να ενσπείρουν νέες ιδέες, στέλνουνε «ανθρωπιστική» βοήθεια και ραδιοφωνάκια δωρεάν. Όπου δε φτάνει ο στόχος – όπως, ας πούμε, στο Αφγανιστάν – τα ρίχνουνε πεσκέσια με τ΄ αεροπλάνα.
Στην Ελλάδα και στην Καβάλα έστειλαν τον Έκτο Στόλο. Τριάντα δραχμές είχε το δολάριο, τουτέστι εξήντα σοκολάτες. Τα αμερικανάκια τα ναυτάκια, κάτι ντερέκια ως απάνω, πήραν τις γειτονιές και έσκαγαν στα γέλια όταν έκαναν γιάμα τα τάλιρα κι ορμούσανε σαν πεινασμένα γιαβριά οι γαβριάδε, για να χορτάσουν σοκολάτες, να πάρουν και λουκούμια για τα μικρά τους αδελφάκια.
Εμφανίστηκαν έπειτα και τα ραδιοφωνάκια, για ν΄ ακούν οι απλοί άνθρωποι, αν όχι τη Φωνή της Αμερικής, τουλάχιστον τα συντονισμένα προγράμματα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, άντε και τις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μαζί με μπόλικες διαφημίσεις για ν΄ αυξάνεται και ο καταναλωτισμός, κάποιες επιθυμίες των ακροατών – όσες φυσικά επιτρεπόταν ν΄ ακουστούν – και ενδιάμεσα και τα ξένα ακούσματα που έκρουαν τον κώδωνα μιας νέας επανάστασης στα νέα φιντάνια. Και ήταν ασφαλώς και ο κινηματογράφος, ξένος και ελληνικός, που προωθούσε την εκμάθηση νέων αμερικανόφερτων χορών και ανοιγόταν η αυλαία της εποχής των πάρτι και του ροκ εν ρολ.
Έτσι, στη δεκαετία του «60, υπάρχει μία πολυφωνία και μια συνύπαρξη πάρα πολλών ακουσμάτων στο χώρο του τραγουδιού. Από τη μια η δημοτική παράδοση που αντέχει σε όλη την απλωσιά της – στεριανά, νησιώτικα, κρητικά, ποντιακά, θρακιώτικα, μακεδονίτικα, πολίτικα, σμυρνέικα, ρεμπέτικα – από την άλλη οι μεταλλάξεις του λαϊκού τραγουδιού που συνεχίζεται σε δρόμους διαφορετικούς. Γνήσιοι λαϊκοί συνθέτες γράφουν τραγούδια που αγγίζουν το λαό, άλλοι καταφεύγουν σε επιδράσεις ινδικές, αιγυπτιακές και τουρκικές νοθεύοντας την ποιότητα του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, ενώ άλλοι ακολουθούν την πορεία των δύο μεγάλων δημιουργών του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, συνταιριάζοντας την ποιότητα της μουσικής με την ποιότητα του στίχου.
Δεν πρέπει ν΄ αγνοηθούν και οι εκπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού, με ηχηρά ονόματα άξιων συνθετών αλλά και πολλών γλυκύτατων ερμηνευτών, ανδρών και γυναικών και με τραγούδια που ακόμη και σήμερα ακούγονται ευχάριστα από τους νοσταλγούς των νεανικών τους χρόνων και των παλιών ερώτων που δε σβήνουνε ολότελα μέσα στη στάχτη των σημερινών σκληρών καιρών.
Μία διπλή αντίδραση απέναντι σε όλα τα παραπάνω ήταν κατά πρώτο λόγο το Νέο Κύμα, που θα έρθει ν΄ αμφισβητήσει με καινούρια αντίληψη ποιότητας τα μέχρι τότε υπάρχοντα κατεστημένα και λιμνάζοντα νερά. Και κατά δεύτερο λόγο τα πρώτα νεανικά ροκ συγκροτήματα που θα εκφράσουν ένα μεγαλύτεροι κομμάτι της νεολαίας, που αρεσκόταν μέχρι τότε στην επανάσταση που έφεραν οι Μπιτλς κι οι Ρόλινγκ Στόουνς. Οι Φόρμιγκ αρχικά, οι Τσάρμς κι οι Άιντολς στην Αθήνα, οι Ολύμπιανς και οι Στρέιντζερς στη Θεσσαλονίκη, με τραγούδια που όλοι οι νέοι τότε αγάπησαν, αφού με αυτά χόρεψαν, αγκάλιασαν κι ερωτεύτηκαν.
Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και στην Καβάλα οι Γκολντ Σπάιντερς, σε μία ισχυρή σεισμική δόνηση που συνέβη το 1966 στην προσφυγική συνοικία των Πεντακοσίων. Όλη η γειτονιά μαζευόταν στο ισόγειο του σπιτιού του κυρίου Χρήστου και της κυρίας Μαριάνθης Γεωργιάδη, όπου κυρίως τα βραδάκια του Σαββάτου γίνονταν οι πρόβες. Τα μπατιρόσπορα από την Αυγή και τον μπάρμπα Χαράλαμπο έκαναν θραύση, τόσο που η κυρά – Μαριάνθη την επομένη έπρεπε για ώρες να σκουπίζει.
Ο μεγάλος ο κανακάρης της ο Γιάννης κιθάρα και τραγούδι, ο Λάκης ο Καρδαράς ντραμς, ο Νίκος Παπανικολάου μπάσο και τραγούδι και ο Χρήστος Συρόπουλος ακορντεόν, αρμόνιο και τραγούδι. Από κοντά στις πρόβες κι η Στελλίτσα του Κόκκινου, πανέμορφη κι ερωτευμένη με το Νίκο. Αμέσως μετά προστέθηκε ένας ακόμη συνομήλικος Πεντακοσιανός, ο Θανάσης Πουλημένος κιθάρα και τραγούδι. Αργότερα ο Νίκος Τοκατλής με την κορνέτα του. Για λίγο μαζί τους με κιθάρες συνοδευτικές ο Δημήτρης Φωτιάδης κι ο Θόδωρος Βασιλειάδης.
Αξέχαστη εμπειρία τους η επίσκεψη στο Μουσικό Οίκο Ανθομελίδη της Θεσσαλονίκης, όταν προμηθεύτηκαν όλα τα όργανα. Με μάνατζερ τον Κώστα Πραγματοποίησαν την πρώτη τους εμφάνιση σε χορό που διοργανώθηκε στου «Μιχάλη», στο Καρά Ορμάν, το καλοκαίρι του «66. Ανταποκρίθηκαν με επιτυχία κι έγιναν αμέσως γνωστοί. Αμέσως τους άρπαξαν κυριολεκτικά στο «Ν.Ο.Κ.», όπου δούλεψαν για δύο χρόνια. Οι συμμαθητές τους στο Γυμνάσιο τους στήριζαν, τα κορίτσια τους λάτρευαν. Σε μία εφημεριδούλα που εξέδιδαν τότε οι νεαροί από την Αγία Βαρβάρα Αντώνης Κούφαλης και Κωστής Σιμιτσής, πληροφορήθηκε ο Καρατζαφέρης, ο κυνηγός ταλέντων, για ένα πολυτάλαντο νεανικό συγκρότημα της Καβάλας, ανέβηκε, τους άκουσε κι ενθουσιάστηκε. Τους προσκάλεσε στην Αθήνα με εξασφαλισμένη εργασία και συμβόλαιο σε δισκογραφική εταιρία. Ήταν όμως ακόμη μαθητές.
Οι προτάσεις και οι προσφορές ολοένα πλήθαιναν. Έπαιξαν πολλές φορές στη Μεγάλη Λέσχη, σε χορούς που διοργάνωσαν τοπικοί φορείς. Επίσης στο «DELICE» του Κομνηνού στο Περιστέρι, στο Νησάκι της Δράμας, στο Πανόραμα της Ξάνθης, στο Africa Club της Κομοτηνής, στα Αστέρια Αλεξανδρούπολης. Η σταδιοδρομία τους προοιωνιζόταν μεγάλη και πετυχημένη. Όμως τον Απρίλη του «68 ο Νίκος κι ο Λάκης στρατεύτηκαν. Ο Γιάννης και ο Τοκατλής συνεργάστηκαν με το Γρηγόρη Χρηστίδη στου «Μιχάλη». Τον επόμενο χρόνο ο Χρήστος, ο Γιάννης κι ο Θανάσης στο στρατό, ως το «71.
Μόλις απολύθηκε η ψυχή του συγκροτήματος, ο Γιάννης, γνώρισε τη Θωμαή. Συνάμα πιάνει δουλειά στη Σχολή Οδηγών. Ο ίδιος οδηγούσε απ΄ τα εννιά του το εκπαιδευτικό τζιπ του πατέρα του. Ο Γρηγόρης τους προτείνει επανειλημμένα συνεργασία στον Μπάτη. Μάταια όμως. Ο καθένας τραβάει το δικό του δρόμο. Ο Γιάννης με τη Θωμαή, ο Νίκος με τη Στέλλα, ο Θανάσης στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και κατόπιν στη Γερμανία. Ο Χρήστος περιζήτητος στο αρμόδιο αλλά και πολιορκημένος από την Ερμιόνη.
Αρχές του Μάη του «70 ο Λάκης στο Ν.Ο.Κ. με το Γρηγόρη Χρηστίδη (κιθάρα, πιάνο), το Σωτήρη Νάτρα (σαξόφωνο), τον Σταύρο Λεονταράκι (κιθάρα, τραγούδι) και το Μανόλη Τζίμα να μαγεύει με τη φωνή του τους πάντες. Ο Ατζάρης τους έμαθε, το Λάκη Καρδαρά και τον Κυριάκο Μιμίδη, να ρίχνουν και μια πετονιά στο λιμάνι και κάπου – κάπου, ανάμεσα στα τραγούδια, να δοκιμάζουν αν έχει πιαστεί καμιά … φιλόμουση τσιπούρα. Το Δεκέμβρη του «70 ο Λάκης στο ζαχαροπλαστείο με τον αδελφό του Αργύρη. Ο μόνος που άντεξε για κάποια χρόνια ακόμη στη νύχτα ήταν ο Χρήστος ο Συρόπουλος, που όπως και ο μεγάλος του αδελφός Φραντζής, αποσύρθηκε κι αυτός.
Μεγάλα ταλέντα όλοι τους. Αλλά κυματοθραύστες της καριέρας τους υπήρξαν τρεις ακαταμάχητες θηλυκές, η στράτευση, η αγάπη και η νύχτα. Και αν η πρώτη είναι μαχητή, τις άλλες δύο πώς να τις αντιμετωπίσεις;…