Υπάρχει ένα απόσπασμα του Vasilij Grossman (1905-1964), παρμένο από το «Stalingrad«, που μόλις κυκλοφόρησε από τον Adelphi, το οποίο δίνει μια ακριβή ιδέα της πολιτιστικής πολιτικής της οποίας αισθανόμαστε έντονα σήμερα την έλλειψη.
Γεγονός είναι ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία η δικτατορία της επικοινωνίας και του μάρκετινγκ ωθούν προς την διασκέδαση, η οποία απομακρύνει τον πολιτισμό από την κύρια λειτουργία προσανατολισμού προς την κατανόηση του πλαισίου στο οποίο ζούμε, σκεφτόμαστε, εκπαιδεύουμε τις ευαισθησίες μας και καλλιεργούμε τα ενδιαφέροντά μας. Γράφει λοιπόν ο Γκρόσμαν:
“Όταν διαβάζουμε περίπλοκα βιβλία, όταν η μουσική που ακούμε ή η ζωγραφιά που κοιτάμε είναι περίεργη και περίπλοκη, που μας ενοχλούν ακριβώς επειδή ακατάληπτες, η σκέψη που μας στοιχειώνει και μας ταλαιπωρεί είναι: πόσο ασυνήθιστες, περίπλοκες, δύσκολες και ακατανόητες οι ιδέες είναι, τα συναισθήματα και τα λόγια των χαρακτήρων των μυθιστορημάτων, οι ήχοι ορισμένων συμφωνιών, τα χρώματα κάποιας ζωγραφικής!
Και πόσο διαφορετικά είναι από αυτά που πειραματίζομαι εγώ με τους γύρω μου! Είναι ένας άλλος κόσμος και πολύ λίγο συνηθισμένος, στην παρουσία του οποίου εμείς και η απλή ζωή μας νιώθουμε φοβισμένοι, λόγος για τον οποίο είναι χωρίς καμία χαρά και χωρίς κανένα συναίσθημα που διαβάζουμε εκείνα τα βιβλία, ακούμε αυτή τη μουσική και κοιτάμε εκείνους τους καμβάδες.
Η περίπλοκη, βαριά και αδιάβατη δαντέλα αυτού του είδους τέχνης είναι ένα τραχύ κιγκλίδωμα από μαντέμι ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο.
Υπάρχουν βιβλία, αντιθέτως, που κάνουν όσους τα διαβάζουν να λένε με χαρά: – Κι εγώ έχω σκεφτεί και έχω δοκιμάσει κάτι παρόμοιο και το νιώθω ακόμη. Και εγώ το έχω ζήσει στο πετσί μου!
Η τέχνη αυτού του τύπου δεν χωρίζει τον άνθρωπο από τον κόσμο, αλλά τον ενώνει με τον κόσμο, τη ζωή, με τους άλλους ανθρώπους. Η τέχνη αυτού του είδους δεν χρησιμοποιεί χρωματισμένους και «δυσνόητους» φακούς για να δει την ύπαρξή της.
Όταν διαβάζουμε αυτές τις σελίδες, είναι σαν να μπήκε μέσα μας η ζωή, σαν να καλωσορίσαμε στο αίμα μας, στο μυαλό και την ανάσα μας όλη την απεραντοσύνη και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτή η απλότητα, ωστόσο, είναι η υπέρτατη απλότητα του λευκού φωτός που προκύπτει από το πολύπλοκο χρωματικό φάσμα των φωτισμένων κυμάτων.
Τόση διαυγής, γαλήνια και βαθιά απλότητα έχει μέσα της την αλήθεια της αυθεντικής τέχνης.
Είναι σαν νερό της πηγής που σε αφήνει να δεις τον βυθό, τα βότσαλα, το πράσινο, αλλά που εκτός από διαφάνεια είναι και καθρέφτης: σε αυτό το νερό ο άνθρωπος βλέπει μια αντανάκλαση του εαυτού του και του κόσμου στον οποίο εργάζεται, παλεύει, ζει.
Εν ολίγοις, η τέχνη συνδυάζει τη διαφάνεια του γυαλιού με τη δύναμη ενός τέλειου καθρέφτη πάνω στο σύμπαν. Όχι μόνο η τέχνη. Το ίδιο ισχύει και για τις κορυφές της επιστήμης και της πολιτικής.”
(Cfr. V. Grossman, Stalingrado–Στάλινγκραντ, σελ. 373 e 374, Adelphi 2022).
Γράφει ο Marco Ferri: Εδώ είμαστε. Ελλείψει πραγματικής πολιτιστικής πολιτικής, το κενό καταλαμβάνει η διασκέδαση, μια σειρά καταναλωτικών προϊόντων που παρέχονται από το μάρκετινγκ, που μας δελεάζουν με τις τηλεοπτικές πλατφόρμες, τον κινηματογράφο ειδικών εφέ, τις συναυλίες – γεγονός, τις μεγάλες εκθέσεις τέχνης, τα βιβλία best-seller.
Η διασκέδαση θέλει να μας απομακρύνει από τα καθημερινά πρέπει, να μας αποσπάσει την προσοχή, να μας διασκεδάσει, να μας προσφέρει συναισθήματα, να μας προσφέρει μια αναψυχή από τη μονότονη πραγματικότητα, στην οποία μπορούμε μετά να επιστρέψουμε, σαστισμένοι αλλά πειθήνιοι, όπως μετά από ένα μεθύσι.
Η κουλτούρα, από την άλλη πλευρά, είναι ατομική και συλλογική συμμετοχή στην καρποφορία ενός κοινού καλού: ένα βιβλίο, ένα απόσπασμα, ένας πίνακας, μια ταινία ή ένα θεατρικό έργο δίνουν ζωή στους προβληματισμούς, την επίγνωση, την συνειδητοποίηση επειδή θέτουν, ακριβώς από κοινού, ένα κοινό όραμα της πραγματικότητας, για να την κατανοήσουμε καλύτερα, να την βελτιώσουμε, αν όχι να την αλλάξουμε.
Η διασκέδαση καταπολεμά την ανία, η κουλτούρα καλλιεργεί τη χαρά, για να το πούμε όπως το έθεσε ο Γκρόσμαν.
Στην Ιταλία, [και στην Ελλάδα] υπάρχει ένα τεράστιο πολιτιστικό δίκτυο στη βάση, διακλαδισμένο στο κοινωνικό, με στέρεες ρίζες στην επικράτεια.
Αυτοχρηματοδοτούνται, αυτοοργανώνονται, καταφέρνουν να δημιουργήσουν πολιτισμό γιατί έχουν συμμετοχή, γιατί είναι φρουρές κοινωνικότητας.
Παραμένουν όμως σε ενδημικό επίπεδο, επειδή οι δημόσιοι πολιτιστικοί φορείς, τόσο σε κρατικό όσο και σε εδαφικό επίπεδο, δεν παράγουν κατευθυντήριες γραμμές πολιτιστικής πολιτικής, στην καλύτερη περίπτωση τους αναθέτουν έναν μερικό επικουρικό ρόλο των ελλείψεων τόσο ιδεών όσο και χρηματοδοτήσεων.
Είναι σημάδι των καιρών, σε μια χώρα της οποίας οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια χρησιμοποιούν τους πόρους που προορίζονται στον πολιτισμό για άλλους σκοπούς, συχνά χάνοντας ακόμη και τους στόχους τους, με αποτέλεσμα να έχουμε γίνει όλοι εμείς φτωχοί σε ιδέες, στερημένοι ερεθισμάτων, νευρωτικοί θεατές άνυδρων πολιτικών, που στερούνται προοπτικές ανάπτυξης, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και προσωπικής. ανάπτυξη για την οποία μιλά το Σύνταγμα όταν δεσμεύει τη Δημοκρατία να άρει τα εμπόδια που περιορίζουν την ευημερία των ατόμων.
Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε τι θα ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε για να κοινωνικοποιήσουμε ένα διορατικό, οξυδερκές όραμα του ρόλου του πολιτισμού στην κοινωνία μας, ικανό να ανανεώσει, να υφάνει ξανά τον ιστό της κοινωνικής συνοχής και να τα σπάσει με τη συνήθεια, το έθος των τελευταίων ετών.
Θα ήταν, λοιπόν, καιρός να κάνουμε καθαρά και ευδιάκριτα ένα άλμα προς τα εμπρός, να απελευθερωθούμε από τα συνηθισμένα δεσμά και να δράσουμε έτσι ώστε ο πολιτισμός να είναι ο προωθητής της κινητήριας δύναμης της αλλαγής και του μετασχηματισμού, χωρίς τους οποίους ούτε οι λεγόμενες οικολογικές και τεχνολογικές μεταβάσεις δεν θα μπορέσουν να συγκεκριμενοποιήσουν τις προσδοκίες.
Τότε καθίσταται απαραίτητο να οργανωθούμε και να δράσουμε για να ασκήσουμε επιρροή επί των πολιτικών επιλογών των δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων-θεσμών, και όχι το αντίστροφο, όπως θα ήθελε το κατεστημένο των «οργανικών» διανοουμένων σε ελίτ, πολιτικές δυνάμεις, πολιτιστικές βιομηχανίες, με την αδιάκοπη ( δουλειά ) εργασία των τμημάτων μάρκετινγκ τους.
Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από «την περίπλοκη, βαριά και αδιάβατη δαντέλα εκείνου του είδους τέχνης [που] είναι ένα χυτοσίδηρο κιγκλίδωμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο», όπως θα μας έλεγε ακόμα σήμερα ο Vasilij Grossman.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org