Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Αγνοώ εάν προεβλήθη στην Ελλάδα και εάν είδατε την ταινία του Νίκου Λαμπό (Labôt) «Η δουλειά της» (her job) στα αγγλικά. Στην Γαλλία παίχτηκε για πρώτη φορά το 2019. Εκείνη την εποχή δεν μπόρεσα να την δω. Είχα όμως την ευκαιρία (και την ευτυχία) να παραβρεθώ τις προάλλες -πριν από την απαγόρευση της νυκτερινής κυκλοφορίας μέχρι πιθανώς και τον Δεκέμβριο- σε μια και μοναδική προβολή της σε ένα κινηματογράφο της πάλαι ποτέ φοιτητικής συνοικίας Καρτιέ Λατέν των Παρισίων . Με ενθουσίασε, κάτι παραπάνω: με συγκίνησε. H εσπερινή εφημερίδα Λε Μόντ (Le Monde) στην περίοδο της προβολής συνιστούσε στους αναγνώστες της να μην την χάσουν. Έγραφε: «η κάμερα, πλησίον των ηθοποιών, δίδει την ευκαιρία (στους θεατές) να δούν τις συγκινήσεις στο πρόσωπο και τις εναλλαγές που ασκούνται στο σώμα της πρωταγωνίστριας (Μαρίζας Τριανταφυλλίδου) στο μέτρο που χειραφετείται». Γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται: για το άνθισμα, την ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητος. Το φιλμ είναι ένας ύμνος στην μάχη της γυναίκας (Παναγιώτα στην ταινία), που αγωνίζεται για την κατάκτηση της ισότητος έναντι του συζύγου της Κώστα και ταυτοχρόνως για ένα έργο φτιαγμένο με μεράκι που επιδεικνύει και αποδίδει τιμές στην υπάρχουσα αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων. Το έργο, λιτό σε λόγια, μας διηγείται τις κουραστικές και μονότονες ώρες δουλειάς των καθαριστριών ενός μεγαλοκαταστήματος των Αθηνών. Η αγωνία για την εξεύρεση μιας οποιαδήποτε δουλειάς φτηνά αμειβόμενης σε περίοδο κρίσεως, η προσπάθεια, όχι πάντοτε επιτυχής, ισοτιμίας μεταξύ των δυο φύλων που ο σύζυγος δεν αποδέχεται εύκολα, η συγκινητική αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των εργατριών, το συγκλονιστικό παίξιμο της πρωταγωνίστριας με την ωραία και σεμνή μορφή, το συνεσταλμένο χαμόγελο και τις πολύ απλές, με ανθρωπιστική χροιά, μετρημένες λέξεις, κυριαρχούν απ’ άκρον εις άκρον σε όλη την διάρκεια της ταινίας.
Το φιλμ αρχίζει με το δύσκολο πρωινό ξύπνημα της Παναγιώτας η οποία γνωρίζει εκ των προτέρων τα καθημερινά βάρη που την περιμένουν. Νοικοκυριό, πλύσιμο πιάτων, μπουγάδα έστω και στο πλυντήριο, ψώνια, ετοιμασία του μεσημεριανού και βραδινού φαγητού για τέσσερα άτομα. Το ζεύγος έχει δυο παιδιά που η Παναγιώτα συνοδεύει καθημερινώς στο σχολείο, παρόλο ότι ο Κώστας, άνεργος, θα μπορούσε να την αντικαταστήσει. Η κοπελίτσα τους είναι αυθάδης, υπέρβαρη, λαίμαργη, και απαιτητική, κάθε δε ανικανοποίητο καπρίτσιο της οδηγεί σε ξεφωνητά και οικογενειακές κρίσεις. Από την μεριά του, το αγόρι, διακριτικό, δέχεται χωρίς να λέει κιχ τις άδικες επιπλήξεις της αδελφής του. Προσθέστε σε όλα αυτά την έλλειψη χρημάτων, τα σκαμπανεβάσματα στα αισθήματα του ζεύγους, το κόψιμο κάθε εξωτερικής κοινωνικής σχέσεως, και τότε θα έχετε, χάρις στο φιλμ του Λαμπό, την ακριβή εικόνα της Ελλάδος των σημερινών πολυπληθών ταπεινών οικογενειών που τα βγάζουν πέρα όπως κι όπως.
Μία των ημερών, μια γειτόνισσα κάνει γνωστό στη Παναγιώτα, η οποία μετά δυσκολίας ξέρει να διαβάζει και να γράφει, ότι ένα σούπερ μάρκετ προβαίνει σε προσλήψεις καθαριστριών. Παρόλο ότι αμφιβάλλει για τις δυνατότητές της, το αποφασίζει και μια και δυο, υποβάλλει υποψηφιότητα και ώ! του θαύματος προσλαμβάνεται. Υπομένουσα την διπλή αυταρχικότητα (του άνεργου συζύγου και του καλοπροαίρετου εκ πρώτης όψεως υπευθύνου της επιχειρήσεως), κερδίζει σιγά-σιγά χάρις στην ενεργητικότητα που την διακρίνει την αυτονομία που εκδηλώνεται με ένα συνεσταλμένο μειδίαμα όταν παίρνει τον πρώτο μισθό, με τις θαρραλέες ανταπαντήσεις της στις πικρόχολες παρατηρήσεις του άντρα της, με την παρουσία της για ένα ποτό σε μια καφετέρια με τις συναδέλφισσές της, με την απόκτηση μιας τραπεζικής κάρτας της οποίας αγνοεί τον χειρισμό αλλά χάρις στην βοήθεια μιας συναδέλφισσας επιτυγχάνει να «τραβήξει» χρήματα. Επιστέγασμα της επιμονής και της θελήσεώς της να κατακτήσει την αυτονομία της είναι η λήψη διπλώματος οδηγήσεως ενός αυτοκινήτου. Την βλέπουμε, γεμάτη χαρά και έκδηλη ικανοποίηση, να παίρνει τα πρώτα μαθήματα οδηγήσεως. Με την ροή τού χρόνου το οπτικό της πεδίο, επεκτεινόμενο στο σύνολο της κοινωνίας διευρύνεται γι’ αυτήν που πριν από λίγο καιρό περνούσε το πλείστον του χρόνου της ανάμεσα στους τοίχους του μικρού διαμερίσματος.
Στην ζωή όμως όλα έχουν ένα τέλος . Το «καλοπροαίρετο» στέλεχος της επιχειρήσεως, προφασιζόμενο διαταγές ερχόμενες από τα άνω, της γνωστοποιεί ότι είναι υποχρεωμένο -χωρίς να της δώσει την παραμικρή πληροφορία για ένα πιθανό σφάλμα της- να την απολύσει. Θύμα μιας κοινωνίας σε κρίση, όπου οι επιχειρήσεις απολύουν χωρίς σταμάτημα το αμειβόμενο προσωπικό με γλίσχρους μισθούς, η Παναγιώτα παρ όλα τα δάκρυα που χύνει για την απώλεια της εργασίας της, δεν απελπίζεται, δεν είναι ένα άτομο που στερείται αντιστάσεως. Αυτό το χαρακτηριστικό του χαρακτήρα της συγκινεί τον θεατή και είναι αρκετό να ιχνογραφήσει την πολιτική διάσταση και του έργου και της ηρωΐδος. Ήδη εκτός από την ρουτίνα της οικογενειακής καθημερινότητος, έχει κάτι στα χέρια της: ένα επάγγελμα, έστω και ταπεινό, που με πολλούς κόπους της προσέφερε την αυτονομία, την φιλία και την συντροφικότητα των συναδελφισσών της. Προς το τέλος όλες μαζί βρίσκονται σε ένα συνοικιακό κέντρο διασκεδάσεως για να ξεχάσουν τις δυσκολίες της ζωής χορεύοντας υπό τους ήχους μιας ξέφρενης μουσικής. Αύριο, μεθαύριο θα ξαναβρεθούν πάλι για να διοργανώσουν, υποθέτω, την προσεχή άμυνά τους….
Υ.Σ. Θα μου επιτρέψετε εδώ μια τελείως προσωπική κατάθεση, ολίγον τι εξομολογητική: Εάν η ταινία με αναστάτωσε συγκινησιακώς σε μέγιστο βαθμό, είναι το γεγονός ότι η συγχωρημένη μητέρα μου επαναλάμβανε κάθε λίγο και λιγάκι: το αφεντικό, τον εργάτη ταπεινώνει, η δουλειά τον ανυψώνει. Στην αρχή, ήταν καθαρίστρια στα αλλοτινά καπνομάγαζα και αργότερα στις τράπεζες. Δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει –στην θέση της υπογραφής της έβαζε ένα σταυρό.