28 Σεπτεμβρίου 2024
Υπάρχει μια ιστορία της ελπίδας, αυτή που, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αντιτίθεται στην παθητική αποδοχή μιας πραγματικότητας που έχει ήδη δοθεί και που φαίνεται αμετάβλητη;
Έχουμε ανάγκη να σκεφτόμαστε την ελπίδα όχι ως μια ματιά αισιόδοξα κατευθυνόμενη προς το μέλλον, αλλά μάλλον ως μια βύθιση στις δυναμικές, τις δυνατότητες που είναι έμφυτες στο παρόν.
Η ελπίδα δεν είναι βεβαιότητα, γνωρίζει την πτώση, αλλά είναι μια προσπάθεια, είναι να τείνουμε προς, γράφει η Emilia De Rienzo, μια ουσιαστική σκέψη σε αυτή την εποχή που αναρωτιόμαστε τι κόσμος είναι πάλι ετούτος.
Χορεύουμε, τραγουδάμε, παίζουμε και βιώνουμε τη μαγεία μιας κινούμενης ιστορίας στην οθόνη. Τα κινούμενα σχέδια του κινητού κινηματογράφου του Ανέμου της γης Vento di terra φέρνουν μια στιγμή αναψυχής σε δεκάδες αγόρια και κορίτσια στη Γάζα. Και τα βοηθούν να παραμείνουν συνδεδεμένα με την ξεγνοιασιά.
Τι κόσμος είναι πάλι ετούτος; Αυτός είναι ο τίτλος ενός πρόσφατου δοκιμίου της Judith Butler, μια ερώτηση στην οποία πολλοί από εμάς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Τι κόσμος είναι αυτός όπου το προνόμιο λίγων προκαλεί τόση ανισότητα, φτώχεια, πολέμους, κακοποιήσεις, ρατσισμό;
Τι είδους κόσμος είναι πάλι αυτός στον οποίο γινόμαστε μάρτυρες μιας τέτοιας περιβαλλοντικής καταστροφής που θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση μας; Ένας κόσμος που φαίνεται εκτός ελέγχου, που φοβίζει. Δίχως ελπίδα. Αυτή την ελπίδα που η Marìa Zambrano θεωρεί «τη βαθιά ανάσα του ανθρώπου».
Σύμφωνα με την φιλόσοφο, πρέπει να κοιτάζουμε το παρελθόν με μια νέα οπτική. Έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε μόνο την «ιστορία των γεγονότων», αλλά έχουμε παραμελήσει «την ιστορία των ελπίδων», εγκαταλείψαμε ή διακόψαμε διαδρομές ταξιδιού, ιδέες που δεν βρήκαν τη δύναμη να επιβληθούν, ίχνη στα οποία δεν δόθηκε ποτέ η δέουσα σημασία, μικρές ή μεγάλες επιτυχίες που έχουν επιτευχθεί, που κατακτήσαμε και μετά κάποιος κατάφερε να διαγράψει εκ νέου. Τα όνειρα που πιστέψαμε ήταν απλώς ψευδαισθήσεις.
«Στη μνήμη μας υπάρχει πάντα η αναζήτηση για κάτι χαμένο και απαραίτητο, αναπόσπαστο… κάτι που πρέπει να το δούμε ξανά». (…) «Όλη η εμπειρία, ολόκληρη η ζωή, θα ήταν ένα απλό απανθρωποποιημένο, αδρανές, εύκολα τραγικό πέρασμα. Η επιτακτική αναγκαιότητα να το ξανακοιτάξουμε αντιστοιχεί στην αναπόφευκτη ανάγκη του ανθρώπου να δει τον εαυτό του, να «δει αυτό που ζει και εκείνο που βιώνει».
Χρειάζεται ένας χρόνος αναστολής, η αναστολή της βιασύνης, της ορμής του χρόνου, ώστε να μπορέσουμε «να επιστρέψουμε να ακούμε εκείνο που ζητά να βγει από τη σιωπή, αυτό που, στους σκοτεινούς παλμούς, δημιουργεί διαύγεια» (Marìa Zambrano, Η γνώση της ψυχής–Il sapere dell’anima).
Η κόλαση των ζωντανών, λέει ο Καλβίνο, στο Le Città invisibili Οι αόρατες Πόλεις δεν είναι κάτι που θα είναι. αν υπάρχει μια, είναι αυτή που είναι ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που σχηματίζουμε με το να είμαστε μαζί.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να μην υποφέρουμε από αυτήν. Ο πρώτος είναι εύκολος για πολλούς: να αποδέχονται την κόλαση και να γίνονται μέρος της σε σημείο να μην τη βλέπουν πια.
Ο δεύτερος απαιτεί συνεχή προσοχή και μάθηση: να προσπαθείς και να ξέρεις να αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, και να το κάνεις να διαρκεί, δίνοντάς του χώρο και φωνή.
Μα η ιστορία δεν είναι ποτέ ακίνητη. Η τάση πολλών, αντίθετα, είναι να μένουν ακίνητοι, να μην ενεργούν με την πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι δυνατό. Υπεισέρχεται όπως στο βιβλίο του Σαραμάγκου, ένα είδος Τυφλότητας και εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας σε νέους ηγέτες στους οποίους παραδίδουμε την ψυχή μας και την ελευθερία μας με αντάλλαγμα λίγη (φαινομενική) ασφάλεια.
Δεν θέλεις να δεις, δεν θέλεις να ακούσεις, κλείνεσαι στον ιδιωτικό σου χώρο. Αφήνουμε τα πάντα να συμβούν, με μια μεγάλη αίσθηση αδυναμίας. Προσαρμοζόμαστε σε αυτό που υπάρχει χωρίς να φανταζόμαστε έναν διαφορετικό και καλύτερο κόσμο – όπως είχαν προσπαθήσει αντιθέτως να κάνουν άλλοι στο παρελθόν, θυσιάζοντας συχνά τη ζωή τους.
Με αυτόν τον τρόπο όσοι φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν στον άλλον θα μπορούν να το κάνουν χωρίς να ενοχλούνται. Γι’ αυτό πρέπει να βγούμε από τo μούδιασμα-τη νάρκωση, από την απογοήτευση, από την αδιαφορία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να κινητοποιήσουμε ξανά την ελπίδα, η οποία από μόνη της μπορεί να μας επαναφέρει στο δρόμο και να εξαργυρώσει ό,τι έχει χαθεί στο παρελθόν.
Μόνο έτσι μπορούμε να ελευθερώσουμε ό,τι έχει μείνει πίσω, να βρούμε ό,τι έχει χαθεί ή έχει μείνει αιχμάλωτο, έχει ανασταλεί περιμένοντας κάποιος να του δώσει ξανά ζωή και μορφή.
Η ελπίδα αντιτίθεται σθεναρά στην παθητική αποδοχή μιας «ήδη δεδομένης» και αμετάβλητης πραγματικότητας, ανοίγεται στην αλλαγή. Η ελπίδα δεν είναι αυτόματη, πρέπει να κάνουμε να γεννηθεί, πρέπει να μάθουμε να τη στηρίζουμε με τη σκέψη μας, με τη θέλησή μας.
Η ελπίδα ξέρει να βαδίζει στο σκοτάδι, αναζητώντας και αναζητώντας ξανά, χρειάζεται το θάρρος μας, την ικανότητά μας να φανταζόμαστε και τη δημιουργικότητά μας, την επιμονή μας.
Γράφει ο Ernst Bloch στο Η αρχή ελπίδα Il principio speranza:
“Η ελπίδα, ανώτερη από το να φοβάσαι, δεν είναι ούτε παθητική όπως αυτό το συναίσθημα ούτε, μάλιστα λιγότερο από ποτέ, κολλημένη στο τίποτα. Το αίσθημα της ελπίδας διευρύνεται, διευρύνει τους ανθρώπους αντί να τους στενεύει, ποτέ δεν ικανοποιείται με το να γνωρίζει τι τους κάνει εσωτερικά να τείνουν προς έναν στόχο και τι εξωτερικά μπορεί να είναι σύμμαχός τους. Το έργο αυτού του συναισθήματος θέλει ανθρώπους που ρίχνονται ενεργά στο νέο που σχηματίζεται σιγά σιγά και στο οποίο ανήκουν αυτοί οι ίδιοι”.
Το είναι δεν είναι πράγματι «προσδιορίσιμο» στην άμεση στατικότητα και κρυστάλλωσή του, “το αληθινό, ζωτικό ον είναι το μη-είναι-ακόμα”.
Η ελπίδα είναι «όνειρο με ανοικτά μάτια», «όνειρο προς τα εμπρός», με την έννοια της προκαταβολής, της προσμονής αυτού που δεν είναι ακόμη δοσμένο. Η ελπίδα δεν είναι πλέον μια ματιά αισιόδοξα κατευθυνόμενη προς το μέλλον, αλλά μάλλον ως βύθιση στις δυνατότητες, στο δυναμικό που είναι εγγενές στο παρόν, που επανασυνδέει εκείνα τα σπασμένα νήματα της ιστορίας, για να τα πλέξει με ετούτα τα παρόντα και να υφάνει έναν καμβά για το μέλλον.
Κάθε εποχή, ακόμη και εκείνες χαρακτηρισμένες περισσότερο από την απελπισία, έχει γνωρίσει την ελπίδα: σε αυτούς που δεν θέλησαν να τα παρατήσουν, να υποχωρήσουν, σε εκείνους που θέλησαν να σημαδέψουν μια παρουσία, μια σκέψη που μπορούσε να δει αυτό που στο παρόν προσπαθούσε να ζήσει ή αυτό που μπορούσε να επιτευχθεί στο μέλλον.
«Επειδή η ελπίδα – λέει η Francesca Rigotti – είναι μια διάμεση και «παρενθετική» κατάσταση. Είναι μια κατάσταση «in between», όπως η κοιλότητα ή η ρωγμή ανάμεσα στα πλακάκια ενός δαπέδου, ή το κανάλι που χωρίζει (και ενώνει) δύο εδάφη, γαίες, διότι η ελπίδα βρίσκεται ανάμεσα σε μια αρνητική στιγμή από την οποία θα ήθελε κανείς να ξεφύγει και μια θετική στην οποία θα ήθελε κάποιος να συμμετάσχει».
Η ελπίδα δεν είναι βεβαιότητα, αλλά είναι μια τάση, μια κίνηση προς την κατεύθυνση, ένα πηγαίνουμε προς. Δεν σχεδιάζει παραδείσους ή μια ιδανική, αφηρημένη ζωή που είναι αδύνατο να επιτευχθεί.
Γνωρίζει το συγκεκριμένο, το όριο, την πιθανότητα αποτυχίας, αλλά είναι επίμονη, δεν το βάζει κάτω. Για να ελπίζεις πρέπει να «είσαι ξύπνιος», να έχεις μια συνείδηση, να την χρησιμοποιείς, να σκέφτεσαι.
Μια διαρκώς κινούμενη σκέψη, που τρέφεται ακούγοντας, κοιτάζοντας, βιώνοντας, κάνοντας εμπειρία. Μια σκέψη που δεν είναι λεία κανενός δογματισμού, που δεν αντλεί μόνο από τα βιβλία, αλλά που μπαίνει στην καρδιά της ζωής, μια σκέψη που δεν είναι φυλακισμένη.
Που ανοίγει ξανά μονοπάτια που δεν περπατιούνται πλέον, που πνίγονται, ασφυκτιούν. Μια σκέψη εν κινήσει που γνωρίζει την πτώση. Μια σκέψη σε διάλογο με τους άλλους που κι αυτοί αναζητούν τον δρόμο.
o Vasilij Semënovič Grossman στο Vita e destino Ζωή και πεπρωμένο μας λέει:
“Τώρα, είχα την ευκαιρία να δω την αυθεντική δύναμη του κακού. Οι ουρανοί είναι άδειοι. Στη γη ο άνθρωπος είναι μόνος. Με τι, λοιπόν, να καταπνίξει το κακό; Με σταγόνες ζωντανής δροσιάς, ανθρώπινης καλοσύνης;
Αυτή τη φλόγα δεν μπορεί να τη σβήσει με το νερό όλων των θαλασσών και των ωκεανών (…) Το μυστικό της αθανασίας της βρίσκεται στην αδυναμία της καλοσύνης ως αυτοσκοπός.
Αυτή είναι ανίκητη. Όσο πιο ανόητη, παράλογη, όσο πιο αδύναμη είναι, τόσο πιο άπειρη είναι. Μπροστά της το κακό δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Οι προφήτες, οι ηγέτες, οι μεταρρυθμιστές είναι ανίσχυροι μπροστά της.
Η τυφλή και βουβή αγάπη είναι η έννοια του ανθρώπου. Επομένως, η ιστορία του ανθρώπου δεν είναι η μάχη του καλού που προσπαθεί να νικήσει το κακό. Η ιστορία του ανθρώπου είναι η μάχη του μεγάλου κακού που επιδιώκει να αλέσει τον σπόρο της ανθρωπιάς, της ανθρωπότητας”.
Η ζωή δεν είναι το κακό, τα ίχνη του καλού είναι διάσπαρτα παντού: στις ειδήσεις, στις μαρτυρίες, στην καθημερινότητα, στη δέσμευση που πολλοί άνθρωποι αφιερώνουν στην καλλιέργειά του.
Το κακό έχει περισσότερη απήχηση από το καλό, ή έτσι πιστεύεται, και τραβάει περισσότερο την προσοχή, μια νοσηρή περιέργεια. Πρέπει να αναδείξουμε τα όμορφα πράγματα που ζουν δίπλα μας ή πιο μακριά στο χώρο και τον χρόνο, πρέπει να αναδείξουμε τα πολλά παραδείγματα αντίστασης στη σκληρότητα και την καταπίεση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δεν πρέπει να τα αφήσουμε να λησμονηθούν.
Θα βρούμε έτσι ξανά έναν δρόμο ελπίδας για το μέλλον της ανθρωπότητας, δεν θα νιώθουμε μόνοι, θα είμαστε μικροί ή μεγάλοι μάρτυρες, όπως λέει ο Vasilij Grossman, ότι «το σποράκι της ανθρωπιάς» αντιστέκεται και ζει, φέρνει μαζί του τον μάρτυρα, την μαρτυρία της Ελπίδας όπως σε μια ατελείωτη σκυταλοδρομία.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος Comune-info