Η ΕΛΠΙΔΑ ήταν μια ποδοσφαιρική ομάδα που έκαναν τα παλικάρια της γειτονιάς μας στα Πεντακόσια, εκεί στην αρχή της δεκαετίας του 1950.
Εκείνη την εποχή δημιουργούνταν τέτοιες αθλητικές φωλιές στις γειτονιές ,ιδίως ποδοσφαιρικές και έτσι έβρισκαν διέξοδο οι νέοι της εποχής για να διοχετεύσουν την ενεργητικότητά τους. Στην συνοικία του Βύρωνα έστησαν το «ΒΥΡΩΝΑ» που ευημέρησε και υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στο Σούγιολου δημιουργήθηκε «Η ΝΕΑΠΟΛΗΣ» και στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας ονόμασαν την ομάδα τους ΠΕΑΒ. Πιο προχωρημένοι αυτοί και πιο οργανωμένοι ακόμη και στην ονοματοδοσία. Το ΠΕΑΒ σήμαινε Ποδοσφαιρική Ένωση Αγίας Βαρβάρας.
Την ομάδα τους την βοήθησαν και κάποιοι επιχειρηματίες που έμεναν στην συνοικία της Αγίας Βαρβάρας, όπως ο Μανδαλάκης που είχε και το μοναδικό κατάστημα που πουλούσε αθλητικά είδη εκείνη την εποχή. Είχαν όλοι οι ποδοσφαιριστές τους ξύλινα κασελάκια που έβαζαν μέσα την ποδοσφαιρική τους στολή, που ήταν φανελάκι άσπρο με μαύρες ρίγες, άσπρο σωβρακάκι και καινούργια ποδοσφαιρικά παπούτσια.
Η ΕΛΠΙΔΑ μας δυστυχώς δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Δεν υπήρχαν χρηματοδότες στην φτωχή καπνεργατική γειτονιά μας και τα λίγα χρήματα που μαζεύτηκαν ήταν από τα κάλαντα των παλικαριών στην γειτονιά στις Γιορτές των Χριστουγέννων και την δική τους ισχνή συμμετοχή.
Οι περισσότεροι εργάζονταν στην οικοδομή και τα μεροκάματα της εποχής ήταν πενιχρά. Με τα χρήματα αυτά αγοράστηκαν δώδεκα φανελάκια σε βαθύ πράσινο χρώμα με τα αντίστοιχα άσπρα παντελονάκια, μια ποδοσφαιρική μπάλα και έμεινε μια οφειλή πενήντα δραχμών στο Μανταλάκη η οποία εξοφλήθηκε μετά από τρεις μήνες.
Ποδοσφαιρικά παπούτσια έπρεπε να αγοράσει ο καθένας με δικά του έξοδα. Μόνο πέντε κατόρθωσαν και αγόρασαν τα δικά τους παπούτσια οι άλλοι βολεύτηκαν με παλιά στρατιωτικά άρβυλα που βρήκαν στο Πιτ Παζάρι κάτω από τις Καμάρες.
Όλα αυτά τα είδη τα έβαζαν σε μια ξύλινη βαλίτσα, δώρο του Θανάση του Μαραγκού που ήταν ενεργό μέλος της ομάδας και πολλές φορές έπαιζε και ποδόσφαιρο. Η δική μας όμως η ΕΛΠΙΔΑ είχε την προϊστορία της.
Ιδρύθηκε πρώτη φορά την δεκαετία του 1920 από τους πρόσφυγες που ήρθαν στην Καβάλα με πρωτεργάτη τον Κανάκη, πατέρα του Γιάννη του Κανάκη του γνωστού Πεντακοσιανού ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Καβάλας πρώτα και μετά το 1947 την ΑΕΚ Αθηνών και της Εθνικής Ελλάδος.
Διαλύθηκε όμως γρήγορα εκείνη η ΕΛΠΙΔΑ όταν οι Κωσταντινοπολιτες της Καβάλας έφτιαξαν την ΑΕΚ Καβάλας και κάποιοι ποδοσφαιριστές της που μετακόμισαν στην Δράμα έκαναν εκεί, όπως λένε, την ομώνυμη ομάδα ΕΛΠΙΔΑ ΔΡΑΜΑΣ.
Οι αγώνες με την ΠΕΑΒ δίνονταν κυρίως στην αλάνα που υπήρχε πίσω από τους Μύλους του Νικολετόπουλου που υπήρχε ένα αξιοπρεπές γήπεδο με δύο εστίες με δοκούς στις σωστές μάλλον διαστάσεις. Και με άλλες ομάδες έδωσε αγώνες η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ και έγιναν και μερικές έξοδοι στα κοντινά χωριά με την μεταφορά μας να γίνεται με φορτηγό της ΥΕΚΑ που το διέθετε γείτονας φορτηγατζής και φίλαθλος μας.
Ο κύριος όμως αντίπαλος και «Εχθρός» μας ήταν η ΠΕΑΒ. Η αντιπαλότητα αυτή μάλλον ξεκινούσε από την οικονομική διαφορά. Αυτοί ήταν οι πλούσιοι και εμείς τα φτωχαδάκια. Εμείς οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς είμασταν παρόντες σε κάθε αγώνα της ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΑΣ και προσφέραμε και έργο μαζεύοντας τις εξωμπαλιές και μάλιστα παίζαμε και με τον χρόνο. Αν κερδίζαμε καθυστερούσαμε να στείλουμε την μπάλα για το παιχνίδι και αν κυνηγούσαμε τον χρόνο, η μπάλα βρίσκονταν αστραπιαία στο κέντρο για να αρχίσει ο αγώνας.
Εμένα τώρα επειδή έπαιζα λίγο καλύτερα από τους άλλους συνομηλίκους μου και είχα δυνατό σουτ παρά την ηλικία μου με χρησιμοποιούσαν καμιά φορά στις προπονήσεις όταν δεν είχαν να συμπληρώσουν την ενδεκάδα.
Επίσημο αγώνα δώσαμε με τον Νέστο της Χρυσούπολης και αυτό έγινε με τη συνδρομή του Γκαγκάκη του Γιώργου που έπαιζε τότε στον Νέστο τερματοφύλακας και αργότερα στον Ηρακλή Καβάλας. Για τον αγώνα αυτό η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ οργανώθηκε και ενισχύθηκε με αρκετούς ποδοσφαιριστές από άλλες γειτονιές όπως με τον Κυριάκο τον Περιστέρα και άλλους.
Για το ταξίδι μας αυτό νοικιάστηκε για πρώτη φορά λεωφορείο. Είχα την χαρά να με συμπεριλάβουν και έμενα σ αυτήν την αποστολή και έζησα αξέχαστες στιγμές. Η δίωρη διαδρομή που διαρκούσε τότε αυτό το ταξίδι, ήταν ένα πανηγύρι.
Τα τραγούδια της εποχής στην ημερήσια διάταξη και ιδιαίτερα το «Συννεφιασμένη Κυριακή» μια και η Κυριακή μας εκείνη ήταν και συννεφιασμένη. Τα πειράγματα και τα καλαμπούρια μεταξύ τους ήταν συνεχή και το γέλιο και η χαρά μόνιμη συντροφιά μας σε όλο το ταξίδι.
Ο Γιώργος ο Μαύρος είχε φορέσει το καινούργιο του ρολόι που αγόρασε με δόσεις και το ρωτούσαν, έτσι για πλάκα, την ώρα. Σήκωνε το χέρι στο ύψος του ώμου σχεδόν, τέντωνε επιδεικτικά τον καρπό για να φανεί το ρολόι και έλεγε την ώρα. Όταν κατάλαβε το δούλεμα, είχε κάνει την παραπάνω κίνηση πάνω από είκοσι φορές, θύμωσε και άρχισε να βρίζει.
Για να τον εξευμενίσουν άρχισαν να του τραγουδούν όλοι «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος που αγαπούσες μια φορά » και έτσι επανήλθε πάλι το γέλιο στο πρόσωπό του. Πριν φτάσουμε στην Χρυσούπολη αναγκαστήκαμε να κάνουμε πέντε στάσεις γιατί ένας από τους ποδοσφαιριστάς μας είχε πρόβλημα, το έπιασε το παιδί κόψιμο.
Δεν υπήρχε αναπληρωματικός και πρότειναν στον οδηγό του λεωφορείου να βοηθήσει αλλά αρνήθηκε και η τελευταία λύση του Αρχηγού της ομάδας ήμουν εγώ. Το πρόβλημα μ’ εμένα εκτός των άλλων ήταν το πώς θα βολευόμουν μέσα στην περιβολή ενός παλικαριού ύψους 1.80 μέτρα, εγώ ένας πιτσιρικάς που το ύψος μου τότε δεν ξεπερνούσε το 1.50.
Με την φανέλα και το σωβρακάκι τα πράγματα τακτοποιήθηκαν με κάτι παραμάνες που επιστρατεύτηκαν , το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα παπούτσια. Από τον αριθμό 44 που φορούσε ο Ευγενής μέχρι το 38 που φορούσα εγώ η απόσταση για ένα παπούτσι είναι χαώδης.
Κάτι πανιά που μπήκαν μέσα στα μεγάλα παπούτσια δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε και αναγκάστηκα να παίξω με τα δικά μου παπούτσια. Δυστυχώς δεν υπάρχει φωτογραφία για να μπορέσω να δω και εγώ την εικόνα μου που την φαντάζομαι σαν μια καρικατούρα ποδοσφαιριστή κατάλληλη για γελοιογραφία.
Στον αγώνα που ακολούθησε μου έδωσαν την θέση δεξιού χαφ και είχα αντίπαλο ένα πανύψηλο παλικάρι. Το παιδί αυτό πρέπει να είχε κάποιο πρόβλημα για να προσδιορίσει την θέση του μέσα στον χώρο και έτσι του έπαιρνα όλες τις ψηλοκρεμαστές μπαλιές γιατί τις περίμενε σε λάθος σημείο.
Έτσι με την ελαστικότητα στην κίνηση και την ταχύτητα μου όλες αυτές οι μπαλιές ήταν δικές μου. Αυτό ήταν η αιτία για να βάλουμε και το πρώτο και μοναδικό μας τέρμα με πάσα που έδωσα στον δεξί μας εξτρέμ που ήταν ο Κυριάκος ο Περιστέρας.
Αυτό έγινε και η αιτία να κινδυνέψει η προσωπική μου ακεραιότητα. Ο αντίπαλός μου δεν κυνηγούσε πια την μπάλα αλλά εμένα και αναγκάστηκα είτε να είμαι κοντά στον διαιτητή είτε πάλι να μη κρατώ την θέση μου και να βρίσκομαι κοντά στη γραμμή του αράουτ.
Ο αγώνας τελείωσε 4-1 με νικητή τον Νέστο. Δώσαμε τον αγώνα μας με όλα τα στοιχεία να είναι εναντίων μας δεν νικήσαμε αλλά το απολαύσαμε και το χαρήκαμε. Η επιστροφή μας ήταν πάλι πανηγυρική με τραγούδια και πειράγματα και μόνο κατά το τέλος υπήρξε ησυχία γιατί η κούραση από το σώμα επηρέασε και την διάθεση της ψυχής.
Οι νέοι αυτοί της ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΑΣ έκαναν το κέφι τους και την επομένη πάλι με το μυστρί και το καλέμι θα έχτιζαν την καινούργια μας πόλη και τις ζωές τους πραγματοποιώντας τα όνειρά τους.