Η απόπειρα εντοπισμού της επίθεσης στη Μόσχα σε μια μηχανορραφία του Κρεμλίνου, εκτός από το ότι έχει πολύ γούστο, δεν φαίνεται να έχει λογική βάση, αποτυγχάνοντας να εξηγήσει με αξιοπιστία γιατί και με ποιον στόχο η ρωσική κυβέρνηση έπρεπε να οργανώσει μια επίθεση ορισμένων διαστάσεων που χτυπά τον δικό της πληθυσμό.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η αποδοχή του Βλαντιμίρ Πούτιν βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ανεξάρτητα από το αμελητέο και πρόσφατο εκλογικό γεγονός. Το πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο δεν καθιστά κανένα νέο «casus belli» απαραίτητο στην ρωσική ηγεσία: ανά πάσα στιγμή η Μόσχα μπορεί να εντείνει τις επιθέσεις στο ουκρανικό μέτωπο ή να ξεκινήσει νέους ενεργούς ελιγμούς, γράφει ο Maurizio Vezzosi *.
Η επίθεση της περασμένης παρασκευής μπορεί να εξηγηθεί με στόχο να τρομάξει τη ρωσική κοινωνία, να την εκφοβίσει, να τη διχάσει και να την αποπροσανατολίσει με την κλασική λογική της τρομοκρατίας: να χτυπήσει αδιάκριτα, ώστε κάθε άτομο να νιώθει πως βρίσκεται σε κίνδυνο μαζί με τους αγαπημένους του μέχρι να καταλήξει η κοινωνία να φορτώσει την ευθύνη των γεγονότων στην ηγεσία της χώρας.
Σε αυτό προστίθεται ο στόχος της αποκάλυψης της ευπάθειας στην οποία μπορεί να εκτεθεί η Μόσχα: σε σχέση με αυτό, η τρομοκρατία επιβεβαιώνεται ως ένας από τους κύριους κινδύνους για τη Ρωσική Ομοσπονδία, λαμβάνοντας υπόψη την εδαφική της επέκταση και την ιδιόμορφη εθνική και θρησκευτική της σύνθεση.
Μετά τους δύο πολέμους της Τσετσενίας που διεξήχθησαν μεταξύ της δεκαετίας του 1990 και του 2000, η Μόσχα συνέχισε τον αγώνα κατά των ισλαμιστικών ομάδων εκτός και εντός των συνόρων της, αντιμετωπίζοντάς τες τόσο από στρατιωτική όσο και από ιδεολογική σκοπιά: μειώνοντας σημαντικά τον αριθμό των σχολείων των ουαχαμπιστικών κορανικών πεποιθήσεων που υπάρχουν στις περιοχές με ισλαμική πλειοψηφία, αποτρέποντας την άφιξη ιεροκηρύκων και χρηματοδότηση από το εξωτερικό και τη συστηματική διεξαγωγή αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων για την εξάρθρωση των ενόπλων πυρήνων.
Εάν είναι αλήθεια ότι ορισμένα επεισόδια που συνδέονται με την ισλαμιστική τρομοκρατία στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 στη Ρωσία δεν έχουν ποτέ πλήρως διευκρινιστεί, είναι επίσης αλήθεια ότι το φαινόμενο της ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης στον μετασοβιετικό χώρο και επιθέσεις όπως αυτή της Ντουμπρόβκα ή του Μπεσλάν με κανέναν εύλογο τρόπο δεν μπορεί να αναχθούν σε κάποια κρατική μηχανορραφία.
Ο άλλος στόχος της επίθεσης στο «Crocus City», ξεκινώντας από την εθνικότητα διάφορων δραστών, συνίσταται σαφώς στην πρόκληση μισαλλοδοξίας και μίσους προς τα εκατομμύρια εργαζομένων που προέρχονται από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, αποσταθεροποιώντας έτσι τη ρωσική κοινωνία επάνω στο συναισθηματικό κύμα της επίθεσης της περασμένης παρασκευής και άλλων παρόμοιων επεισοδίων τα οποία, δυστυχώς, θα μπορούσαν να επαναληφθούν ακόμη και βραχυπρόθεσμα, με εξομοιωτικά φαινόμενα, συναγωνιστικά, που θέτουν σε εφαρμογή και «μοναχικοί λύκοι».
Η πιθανή εμπλοκή -άμεση ή έμμεση- του Κιέβου σε αυτή την επίθεση υποστηρίζεται από διάφορα στοιχεία: τη μεγάλη παρουσία μεταξύ των ουκρανικών γραμμών ατόμων και ομάδων ισλαμιστικής έμπνευσης που προέρχονται από όλο τον μετασοβιετικό χώρο.
Ο τόπος σύλληψης ορισμένων από τους δράστες, κοντά στα ουκρανικά σύνορα. Οι σκοποί της επίθεσης, καθώς και ένας ορισμένος συγχρονισμός μεταξύ των ουκρανικών επιθέσεων προς την περιοχή Belgorod και προς την Κριμαία και την επίθεση στη Μόσχα.
Παρά το γεγονός ότι έχει μια σχετική σημασία, ο ισχυρισμός-ανάληψη ευθύνης του ISIS Khorasan επιβεβαιώνει, μαζί με την εκπαίδευση που έλαβαν τουλάχιστον ορισμένοι από τους επιτιθέμενους στην Τουρκία, την ύπαρξη ενός δομημένου δικτύου πίσω τους: στοιχείο που ωστόσο είναι ήδη ξεκάθαρο από τη δυναμική της επίθεσης.
Με δικές τους δηλώσεις, ορισμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ προσπάθησαν να αρνηθούν την υποψία για εμπλοκή της Ουκρανίας στην επίθεση του περασμένου Σαββάτου, επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις των ίδιων των ουκρανικών υψηλών κύκλων.
Από την άλλη πλευρά, οι Ρώσοι υψηλά ιστάμενοι – συμπεριλαμβανομένου του Βλαντιμίρ Πούτιν – επέμειναν στην εμπλοκή του Κιέβου: η πρώτη απάντηση από τη Μόσχα έφτασε ήδη το πρωί της δευτέρας, με την εκτόξευση υπερηχητικών πυραύλων εναντίον ενός κτιρίου στο Κίεβο που χρησιμοποιείται από τις ουκρανικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, οι ρωσικές δυνάμεις ήταν πάντα μάλλον απρόθυμες να χτυπήσουν κέντρα διοίκησης: το γεγονός ότι μια τέτοια επίθεση σημειώθηκε δύο ημέρες μετά την επίθεση στη Μόσχα βοηθά να επιβεβαιωθεί η θεωρία της εμπλοκής του Κιέβου.
Από την άλλη πλευρά, ξεκινώντας από τον ισχυρισμό του ISIS Khorasan, οι λόγοι της επίθεσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν με αναφορά μόνο στη σύγκρουση μεταξύ της Μόσχας και των ισλαμιστικών φατριών στη Συρία, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, το Σαχέλ και άλλες περιοχές της Αφρικής: μια σίγουρα πραγματική αντίθεση, η οποία ωστόσο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη χωρίς να ξεχνάμε τη γενική γεωπολιτική εικόνα και χωρίς να ξεχνάμε να αναρωτηθούμε σχετικά με τις ομάδες που ενδιαφέρονται να τροφοδοτήσουν ορισμένες εστίες.
*Maurizio Vezzosi, ελεύθερος επαγγελματίας αναλυτής και ρεπόρτερ. Συνεργάζεται με τις RSI Televisione Svizzera, LA7, Rete4, L’Espresso, Limes, τον γεωπολιτικό Άτλαντα του Treccani, το κέντρο μελετών Quadrante Futuro, τη La Fionda και άλλες εφημερίδες-περιοδικά.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org