Dark Mode Light Mode

Η επίθεση στον ουρανό. Στράτευση και οργάνωση της εργατικής Αυτονομίας – δεύτερο μέρος, Α

25/11/2024

Δημοσιεύουμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος της συνάντησης με τον Valerio Guizzardi και τον Donato Tagliapietra –αντίστοιχα, στη δεκαετία του 70, αυτόνομους αγωνιστές του Rosso (στη Μπολόνια) και τις βενετικές πολιτικές Κολεκτίβες για την εργατική εξουσία (στη Βιτσέντζα) – που έλαβε χώρα στη Μόντενα στις 13 Μαΐου 2023.

Η πραγματικά πλούσια συζήτηση είχε το πλεονέκτημα να αποφευχθεί ο κίνδυνος του ανέκδοτου ως αυτοσκοπού, καταφέρνοντας έτσι να υπογραμμίσει ορισμένα μεθοδολογικά σημεία σχετικά που ίσως αξίζει να τα σκεφτούμε. Ακολουθούν.

Ρίζωμα

Οι αυτόνομοι αγωνιστές της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν ξεκάθαροι στην αποκατάσταση της ιδέας της ριζοβολίας στην κοινωνική σύνθεση. Ένα τέτοιο ρίζωμα που θα οδηγούσε στην ακύρωση (εν μέρει αλλά σε σημαντικό βαθμό) του ορίου μεταξύ αγωνιστών και κοινωνικών υποκειμένων. Λες και έλεγαν: «Μπόρεσα να οργανώσω την απόρριψη της διάχυτης εργασίας στην κοινωνική σύνθεση γιατί εγώ ο ίδιος ήμουν η έκφραση αυτής της σύνθεσης και ετούτης της απόρριψης». Δεδομένου ότι σήμερα δεν υπάρχουν διαδεδομένες και έντονες μορφές άρνησης εργασίας, έστω και λανθάνουσες (βλ. φαινόμενο «μεγάλες παραιτήσεις»), γιατί είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος, αν υπάρχει, τουλάχιστον μια κάποια περίπτωση της σύνθεσης στην οποία εμείς οι ίδιοι ανήκουμε; Τι κάνουμε λάθος; Ίσως αυτό το όριο μεταξύ αγωνιστών και σύνθεσης είναι υπερβολικά σημαδεμένο; Παρά τη θεωρητική γνώση των μετασχηματισμών των διαδικασιών παραγωγής, παρά τις προσπάθειες να σκεφτούμε τους μετασχηματισμούς της υποκειμενικότητας, δυσκολευόμαστε να βρούμε έστω και μια μικρή λύση. Ή μήπως η σύνθεση είναι τόσο κατακερματισμένη, διασπασμένη σε αυτοαναφορικές μικροφυσαλίδες, που καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε βαθιά ριζοβολία;

Ευτυχία

Αυτό το ρίζωμα, μας λένε οι Valerio και Donato, βασίζονταν όχι μόνο σε μια ευρεία απόρριψη της αμειβόμενης εργασίας, αλλά και σε μια ιδέα της ευτυχίας. Ίσως ένα θέμα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ποια θα μπορούσε να είναι μια συγκεκριμένη ιδέα της ευτυχίας για εμάς σήμερα, κατανοητή σε μαζικό επίπεδο, γύρω από την οποία να χτίσουμε οργανωτικές μορφές; Αυτή η περίπτωση ευτυχίας είναι πολύ διαφορετική από τις περιπτώσεις της ανάγκης (ένα παράδειγμα επί όλων, η κατοικία): και εκείνη την εποχή υπήρχαν μορφές παράνομης ικανοποίησης των αναγκών, αλλά ήταν καθοριστικές για αυτήν την περίπτωση ευτυχίας και απόρριψης. Σήμερα η σχέση φαίνεται να έχει αντιστραφεί.

Oργάνωση

Στόχος και στρατευμένη πρακτική των αυτόνομων δεν ήταν η αναζήτηση «καταπιεσμένων», αλλά μιας υποκειμενικότητας ικανής να δώσει ανασύνθεση και πρόταγμα. Ο τύπος της στράτευσης και το οργανωτικό μοντέλο πήραν τη μορφή αυτού του υποκειμένου: επομένως μη ιδεολογικές, μη ταυτοτικές. Τον κοινωνικό εργάτη, «έννοια αγώνα», έπρεπε να τον ανασυνθέσεις εδαφικά, η δύναμή του αναπαράγονταν στην επικράτεια και ξεχύνονταν στο εργοστάσιο (από την περιπολία των εργατών-μάζα στα τμήματα του φορντιστικού εργοστασίου έως την εδαφική περίπολο του κοινωνικού εργάτη στο διάχυτο εργοστάσιο: κάθε εργοστάσιο ένα «τμήμα» του κοινωνικού εργοστασίου). Τα οργανωτικά μοντέλα είναι φτιαγμένα για να αλλάζουν – μας λένε οι αυτόνομοι των χρόνων Εβδομήντα – πρέπει να διαρθρώνονται επάνω σε αυτό που είναι αποτελεσματικό, δομούνται ώστε να συλλαμβάνουν όλες τις δυνατότητες της σύγκρουσης και όλη τη συλλογική νοημοσύνη που εκφράζεται από τη σύνθεση-επικράτεια, ώστε να τις θέτουν σε κίνηση. Πολιτική και δύναμη –ή ακόμα καλύτερα, πολιτικό σχέδιο και χρήση της δύναμης– πρέπει να διαρθρώνονται μαζί. Η πολιτική δίχως τη δύναμη καθίσταται ρεφορμισμός, η δύναμη χωρίς πολιτική, εφηβικός εξεγερτισμός.

Αμφιθυμία

Ένα σημαντικό απόσπασμα της συζήτησης άγγιξε την αμφιθυμία αυτής της στρατευμένης υποκειμενικότητας. Οι αυτόνομοι, παρατηρούν ο Valerio και ο Donato, ήταν κυρίως σπουδαγμένοι, μορφωμένοι νέοι, οι περισσότεροι προερχόμενοι από Τεχνικά Ιδρύματα, εκπαιδευμένοι ως βιομηχανικοί εμπειρογνώμονες, για να εργαστούν ως μεσαία στελέχη της διοίκησης στο εργοστάσιο. Εκείνη τη στιγμή, αυτή η υποκειμενικότητα αρνείται το πεπρωμένο της: αυτοί οι νέοι σίγουρα δεν θέλουν να είναι εργάτες όπως οι γονείς τους, αλλά ούτε καν «τα αφεντικά», αυτοί που τους εκμεταλλεύονται. Απορρίπτουν τη μοίρα τους ως τεχνικοί της παραγωγικής διαδικασίας, διοικητικά στελέχη επί του εργατικού δυναμικού για το αφεντικό, και αυτή η άρνηση οδηγεί την υποκειμενικότητα να είναι ένα πολιτικό στέλεχος ενάντια στο αφεντικό, για την διοίκηση της εργατικής τάξης. Ούτε εργάτες ούτε αφεντικά: οι αυτόνομοι βρίσκουν τον «τρίτο δρόμο» στο να θέλουν να κάνουν την κομμουνιστική επανάσταση.

Πολιτική φιλία

Στην αίθουσα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είχε μεγάλη απήχηση το ζήτημα της φιλίας και της αδελφοσύνης των αυτόνομων. «Είμαστε φίλοι πριν γίνουμε αγωνιστές»: φίλοι της πόλης, της γειτονιάς, του σχολείου, του χωριού. Και παραμένουμε φίλοι και ως αγωνιστές, αντίθετα η στράτευση ενισχύει αυτή τη φιλία μέχρι να γίνει αδελφοσύνη. Η πίστη, η στοργή, το «να καλύπτουμε ο ένας την πλάτη του άλλου», το να είμαστε μαζί είναι μέρος της στρατευμένης ζωής. Το νόημα που πρέπει να δοθεί στη λέξη «σύντροφος» εμπλουτίζεται και βαθαίνει. Για αυτόν τον λόγο, λένε ο Valerio και ο Donato, φαινόμενα όπως η μεταμέλεια και οι προδοσίες δεν έχουν διαλύσει τις οργανώσεις τους όπως συνέβη με άλλες πολιτικές εμπειρίες αντιθέτως. «Πώς μπορείς να προδώσεις τον αδερφό σου;», αναρωτιούνται. «Οι σύντροφοί μας»: αυτοί που στέκονται ώμο με ώμο, αντιμετωπίζοντας μαζί κινδύνους και χαρά, πειθαρχία και επιτεύγματα-κατακτήσεις του πολιτικού εγχειρήματος. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια ψυχρή στράτευση, όπου συναντιόμαστε μόνο για τη συνάντηση, τη συνέλευση, τη δράση, την πρωτοβουλία και μετά ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του, σαν να χτυπά μια κάρτα χρόνου – μια πολύ κακή εμπειρία. Αυτός ο τύπος στρατευμένης σχέσης έχει αρκετά πλεονεκτήματα, αλλά και πολλά πρακτικά όρια. Πώς μπορούμε να κρατήσουμε μαζί το να είμαστε φίλοι, αδέρφια και αδερφές, με την αναγκαιότητα της λειτουργίας, της οργάνωσης και του πολιτικού σχεδίου;

Σχετικά με τα όρια της εμπειρίας της Αυτονομίας

Τέλος, θα ήταν απαραίτητο να εμβαθύνουμε τα όρια αυτής της εμπειρίας. Για να υπογραμμιστεί πώς αυτό το όριο μεταξύ αγωνιστών και κοινωνικής σύνθεσης ήταν ασαφές, η παραβολή της Αυτονομίας αντικατοπτρίζει τους συνολικούς μετασχηματισμούς στους οποίους δεν καταφέραμε να δώσουμε μια οργανωτική απάντηση. Αυτή η ιδέα της ευτυχίας που τροφοδοτούσε τους αγώνες καταβροχθίστηκε καταστροφικά από την αγορά, τη αμφιθυμία της απόρριψης του πεπρωμένου μας («ούτε εργάτες ούτε αφεντικά») οδήγησε, στη δεκαετία του 1980, στη διάδοση μορφών αυτόνομης εργασίας ( με όλο το αποτέλεσμα της αυτοεκμετάλλευσης), και η πολιτική εξατομικεύτηκε – ψάχνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο να είμαστε καλά «μικρά αφεντικά», αντιστεκόμενοι ατομικά στην υποκειμενοποίηση που αναπόφευκτα συνεπάγονται αυτή η μορφή ζωής και εργασίας. Έχουμε να εξετάσουμε τον άλυτο κόμπο της μη δυνατότητας να κλείσει η οργανωτική μετάβαση στο «εθνικό» [επίπεδο] πριν από το «ραντεβού με την ιστορία», που εν προκειμένω υποδεικνύεται ως η απαγωγή του Μόρο. Ρίζωμα, πλούτος και δύναμη της Αυτονομίας σε εδαφικό επίπεδο δεν άντεξαν τη μετατόπιση της πολιτικής φάσης και τους όρους της συνολικής σύγκρουσης, δίνοντας ουσιαστικά ως εναλλακτικές στους συντρόφους: αυτούς που ήθελαν να πολεμήσουν, με ή όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. εκείνους που δεν καταφέρνουν να μείνουν μέσα, υποχώρηση στην ιδιωτική ζωή και τον ηδονισμό, ή την ηρωίνη και την αυτοκαταστροφή. Εδώ βρίσκεται ίσως η μαύρη τρύπα της δεκαετίας του Ογδόντα.

Καλή ανάγνωση.

* * * *

Ερώτηση

Στην αρχή δώσατε αυτόν τον ορισμό της στράτευσης ως «μια ταχύτατη κούρσα μιας γενιάς προς την ευτυχία» που βιώνεται ως ένα καθημερινό χτίσιμο, «μακριά από τους περιορισμούς στους οποίους νόμιζαν ότι μας υπέβαλλαν». Αναρωτιέμαι λοιπόν: πόσο διαρθρωμένη ήταν η επίγνωση του τι ήταν αυτός ο εξαναγκασμός; Και πώς γεννιέται η αίσθηση πως προορίζεσαι σε έναν προδιαγεγραμμένο κοινωνικό ρόλο ακριβώς τη στιγμή που επιτέλους νιώθεις ότι μπορείς να ανακτήσεις τον έλεγχο της ζωής σου; Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις πτυχές της στρατευμένης ζωής, η αποχώρηση από την οικογένεια (μια οικογένεια που έχει κάποιο βάρος όχι μόνο στο Βένετο αλλά και στην Εμίλια), είχε κάποιο αντίκτυπο στο μοίρασμα του κινδύνου, τόσο πολιτικό όσο και βιογραφικό;

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας σας, μάλιστα, θυμήθηκα κάτι που είπε ένας σύντροφος πριν από μερικά χρόνια σε έναν αγωνιστή της γενιάς σας: «Εσείς σκοτώσατε τον πατέρα» – η Αυτονομία όπως τα «παιδιά κανενός» – «αλλά για εμάς ποιο είναι το νόημα να σκοτώσουμε τον πατέρα αν ο πατέρας έχει κατάθλιψη;» Το θέμα καθίσταται να καταλάβουμε τι βάρος είχε το χάσμα των γενεών της δεκαετίας των χρόνων Ογδόντα: τελικά, πολλοί από εμάς μεγαλώσαμε μόνο ως παιδιά της κρίσης. Αλλάζει από την επικράτεια και στον χρόνο, αλλά το πανεπιστήμιο εξακολουθεί να αναπαράγει εργατικό δυναμικό και με αυτόν τον τρόπο τείνει να παράγει μια υποκειμενικότητα έτοιμη να αποδεχθεί αυτό που υπάρχει έξω. ώστε, στο τέλος της ημέρας, να παραμένει το αποστρατευτικό αποτέλεσμα του «κοίταξε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου». Κι όμως, μου φαίνεται ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της σημερινής νεανικής σύνθεσης και της δικής σας: σήμερα μου φαίνεται ότι, για πολλούς νέους, υπάρχει η εντύπωση ότι κατά κάποιο τρόπο μια εναλλακτική θα την βρεις. Για να μην αρχίσεις να αμφισβητείς πού θα πας από την πρώτη στιγμή, ακριβώς επειδή πιστεύεις ότι θα το ξεπεράσεις ούτως ή άλλως και θα το επιλύσεις.

Η δεύτερη διαφορά για την οποία πρέπει να αναρωτηθούμε αφορά τα εν λόγω εδάφη. Τους επιβάλλεται ακόμα μια ηθική της εργασίας ή υπάρχει μια ηθική του εγώ; Όντως, χάρη στη βαθιά γνώση σας για τις περιοχές, καταφέρατε να προβληματίσετε δυναμικές που θα εκραγούν στη συνέχεια με τις συνοικίες, πρώτα απ’ όλα την αξιοποίηση της σιωπηρής γνώσης. ωστόσο, η ψηφιακή επανάσταση που συνέβη ανάμεσα σε εσάς και σε εμάς οδήγησε σε μια αλλαγή τόσο στην ποιότητα της εργασίας όσο και στην υποκειμενικότητα. Γι’ αυτό εμείς μεγαλώσαμε αφενός με την αυτοεπιχειρηματικότητα των social, και αφετέρου με κακή τύχη, την ήττα αυτής της αριστεράς, που έχει χάσει κάθε ροπή προς τη λύτρωση, την χειραφέτηση.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι αυτό το σημείο συνδέεται άμεσα με εκείνο που έλεγα προηγουμένως σχετικά με το μοίρασμα του κινδύνου. Όντως μιλήσατε για συνολική (θα έλεγα και υπαρξιακή) στράτευση, δηλαδή για απόρριψη της διάσπασης μεταξύ «τώρα πάω για δουλειά», «τώρα είμαι στο πανεπιστήμιο» και «τώρα πάω να κάνω στράτευση». Αν ισχύει αυτό, πόσο σημαντικό πιστεύετε ότι ήταν και εάν είχε ένα ιδιαίτερο βάρος το γεγονός πως γνωριστήκατε πριν εισέλθετε στην εργασιακή διάσταση, η οποία το 2023 γίνεται όλο και πιο εξατομικευμένη και ανταγωνιστική; Πόσο πιστεύετε ότι επηρεάστηκε η αυθεντικότητα του αυτόνομου στοιχήματος από το να είστε φίλοι πρώτα – φίλοι εναντίον, για να χρησιμοποιήσω τον όμορφο ορισμό του Tronti – και στη συνέχεια σύντροφοι; Νομίζω πως καταλαβαίνω ότι δημιουργήθηκε ένας δεσμός εμπιστοσύνης στον οποίο οι αμφιβολίες επιλύονται από κοινού. στον οποίο κάθε σταυροδρόμι που προκύπτει μεμονωμένα λύνεται συλλογικά. και ταυτόχρονα το άτομο υπάρχει, μη όντας ακριβώς μια χαμηλή διάσταση, όπου είστε «εγκεκριμένοι» και ανόητοι (ίσως αυτό εμείς γνωρίσαμε στις πολιτικές οργανώσεις, με εκείνο τον ταυτιτισμό-identitarismo [1] στον οποία λείπει μια ερμηνεία και ένα προσωπικό σκεπτικό για να σώσει την ταμπέλα ).

[1] identitarismo ταυτιτισμός είναι μια ακροδεξιά πολιτική ιδεολογία που εμφανίστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα στην Ευρώπη και δηλώνει το δικαίωμα των ευρωπαίων και των λαών ευρωπαϊκής καταγωγής στη διατήρηση και υπεράσπιση του πολιτισμού και των εδαφών που τους ανήκουν από την πολυπολιτισμικότητα και τον διεθνισμό

Valerio

Όσον αφορά αυτή την τελευταία ερώτηση, θα έλεγα ότι απάντησες μόνος σου! Δεν έχω τίποτα να προσθέσω, πολύ περισσότερο να διδάξω. Το ανέλυσες τέλεια. Τώρα όμως, εκτός από αναλύσεις, χρειαζόμαστε και οργανωτικές λύσεις, που κανείς μας δεν έχει, οι οποίες να συμβάλλουν στην κατεύθυνση -και είναι παραπάνω από προφανές- της σύγκρουσης και της επαναστατικής ρήξης. Με απλά λόγια: μέσα σε ένα σχέδιο αυτού του είδους, πώς μπορούμε να αναπαράγουμε τις ανατρεπτικές μας συμπεριφορές; Αυτές είναι οι επινοήσεις που πρέπει να γίνουν τώρα. Η γενιά μας έκανε αυτό που είπαμε. σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική, αλλά έχεις καταλάβει τέλεια ποιος είναι ο δρόμος, και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα.

Ερώτηση

Ενδιαφέρομαι να ζητήσω από τον Donato μια εμβάθυνση για το οργανωτικό σχήμα της ενετικής Αυτονομίας. Μιλήσαμε για τις κοινωνικές Ομάδες και την άμεση σχέση με την περιοχή, αλλά θα ήθελα να μάθω πιο αναλυτικά πώς ήταν δομημένη. Ενώ από τον Guizzo θα ήθελα να ακούσω κάτι παραπάνω για τη σχέση των Aυτόνομων με το PCI-ΚΚΙ. Όλα αυτά είναι ερωτήματα που ξεκινούν από τα προβλήματα που έχουμε εμείς σήμερα, δηλαδή την πρόκληση της οργάνωσης και το ζήτημα του εχθρού, του ποιος είναι επικεφαλής και διοικεί, που όμως αυτό θεωρούνταν ως «το κόμμα της εργατικής τάξης», «του λαού», «της Αντίστασης». Κλείνοντας, θα έκανα και στους δύο μια ερώτηση: είχατε έμπνευση ή αναφορές σε άλλες ξένες εμπειρίες στο στρατευμένος ταξίδι σας; Και τέλος, ποια ήταν τα όρια της Αυτονομίας, που την έκαναν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, «μια μεγαλειώδη επανάσταση που απέτυχε»;

Ερώτημα

Εσείς μιλήσατε για τις εμπειρίες σας, αλλά ήθελα να σας ζητήσω κάποιες συμβουλές για την κατάστασή μου. Είμαι ακόμα στο λύκειο, είμαι δεκαεπτά χρονών, αλλά βλέπω μια παραιτημένη γενιά. Ίσως κάποιοι από εμάς καταλαβαίνουμε ότι το σχολείο είναι ο καθρέφτης της εργασίας, αλλά και πάλι επαναλαμβάνουμε ότι η ανάληψη δράσης είναι άχρηστη και πως «είναι άχρηστη ούτως ή άλλως». Μερικές φορές νιώθω σαν να βλέπω ένα σωρό μαριονέτες. Ως εκ τούτου, θα σας ζητούσα μερικές συμβουλές για το πώς να συγκινήσουμε τους συνομηλίκους μας, να τους ταρακουνήσουμε, οι οποίοι μερικές φορές φαίνεται να μην θέλουν να δουν την πραγματική τους αξία, τις πραγματικές δυνατότητές τους.

Donato

Λοιπόν, εσύ είσαι ήδη η άρνηση αυτής της παραίτησης! Το γεγονός ότι είσαι εδώ για να μας το λες καταδεικνύει και μαρτυρεί ότι αυτός ο τύπος ελέγχου δεν λειτουργεί. Μετά από αυτό, μην ζητάς να πάρεις συμβουλές από εμάς, δεν σε συμφέρει! [γέλια στην αίθουσα] Αλλά επαναλαμβάνω, εσύ είσαι η αντίφαση, είσαι αυτή που την εκδηλώνει ακόμα και «εναντίον» των συμμαθητών σου. Και μην νομίζεις ότι αυτό συμβαίνει μόνο επειδή είσαι στο λύκειο τώρα. θα είναι έτσι όσο ζεις, γιατί πρόκειται ακριβώς για το σπάσιμο ενός ήδη γραμμένου πεπρωμένου. Το στοίχημα είναι πάντα αυτό, τώρα όπως χθες. Εμείς ξέραμε με τίποτα αυτό που θα γινόταν, αλλά υπήρξε σαφές ότι η εναλλακτική ήταν η εργασιακή πειθαρχία. Τούτου λεχθέντος, ξεκίνα από τον εαυτό σου ως ενσάρκωση της αντίφασης, δηλαδή ως θρόμβος εντάσεων που επεκτείνονται και σε άλλους ανθρώπους. Επειδή βλέπεις, παρά τις ταυτοτικές σειρήνες του ακτιβισμού, μπορεί επίσης να είναι αρνητικά παραπλανητικό να αισθάνεστε σαν λευκές μύγες (ή κόκκινες μύγες), γιατί αυτό δεν ισχύει. Τόσο γιατί υπάρχουν μέσα σας δυνάμεις και εντάσεις που αφορούν και τους «άλλους». όσο και διότι υπάρχουν επιταχύνσεις στην ιστορία που δεν μπορείς να εξηγήσεις ορθολογικά. Ίσως σε έξι μήνες στην τάξη σου το κλίμα να έχει αλλάξει εντελώς. αλλά για να επαληθεύσεις ότι έχει αλλάξει, πρέπει να διατηρήσεις τον τύπο της υποκειμενικότητας που επιδεικνύεις τώρα, δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Ερώτημα

Θα ήθελα να κάνω δύο διευκρινίσεις και μια ερώτηση. Εν τω μεταξύ, για να μιλήσω και με όσα έλεγε η συντρόφισσα από τα σχολεία νωρίτερα, οι ιστορικές περίοδοι στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα είναι πολύ μακρύτερες από εκείνες στις οποίες συμβαίνουν πράγματα. Αυτό αξίζει να το έχουμε πάντα υπόψη μας. Φυσικά, οι ιστορίες του Valerio και του Donato κάνουν το δέρμα μας να ανατριχιάζει, αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι πριν από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 υπήρχαν τα χρόνια ’50 [ο Valerio επιμένει: «Και ολόκληρο το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 ήταν μια καταστροφή»], όπου ας πούμε, η μέση άποψη των αγωνιστών ήταν «η εργατική τάξη είναι πλήρως ενσωματωμένη», «δεν θα γίνει τίποτα εδώ», «εθνικο-λαϊκή συνοχή», «είναι αδύνατον να σκεφτεί κανείς επανάσταση στη Δύση» κ.ο.κ. Η περίοδός μας μάλλον μοιάζει περισσότερο με αυτό παρά με εκείνο για το οποίο μας μίλησαν ο Guizzo και ο Donato. Ωστόσο, σήμερα βλέπουμε πάντα νέους αγωνιστές, και οι ιστορικές συνθήκες στις οποίες είναι δυνατοί μαζικοί αγώνες, ρήξεις. τάσεις κλπ μπορούν πάντα να επαναλαμβάνονται. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, αυτό που πρέπει να συγκρατηθεί από την ιστορία τους είναι ζητήματα μεθόδου, δηλαδή η προσέγγιση με την οποία ένας στρατευμένος πρέπει να παρατηρεί τον κόσμο.

Το πρώτο πράγμα είναι, όπως έλεγε ο Βαλέριο, να μυρίζεις, να oσφραίνεσαι που είναι δυνατές οι συγκρούσεις. Ο αγωνιστής επεμβαίνει σε εκείνο το σημείο, οργανώνοντας και εντείνοντάς τες. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να θέτουμε ξανά ένα θεμελιώδες ερώτημα για μένα, το οποίο παραμένει άλυτο: ποια είναι τα υποκείμενα αυτής της σύγκρουσης; Δεν ξέρουμε ακόμα. Αυτοί μας παρέδωσαν τις φιγούρες του εργάτη μάζα, πριν ακόμη του επαγγελματία εργάτη και μετά του κοινωνικού εργάτη. στη συνέχεια, μεταξύ της δεκαετίας του 1990 και της δεκαετίας του 2000, στοιχηματίσαμε στους γνωστικούς εργαζόμενους και τους επισφαλείς, αλλά αυτά τα τελευταία πειράματα δεν οδήγησαν σε τίποτα (εκτός από μικρές εξάρσεις, και είναι ήδη μια μεγάλη λέξη). Ωστόσο, παραμένει ένα ερώτημα γύρω από το οποίο πρέπει να στοχαστούμε. Αν προσέξατε, ο Donato και ο Guizzo μας μίλησαν εκτενώς για το πώς ήταν οργανωμένη η παραγωγή και ξεκινώντας από αυτό προσπάθησαν να εντοπίσουν τα πιθανά υποκείμενα εκεί μέσα, ειδικά επειδή οι ίδιοι ήταν μέρος, ζωντανή σάρκα, αυτής της παραγωγής. Πιστεύω ότι πρέπει ακόμη να σημειώσουμε κάποια πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση των μετασχηματισμών της εργασίας, και ως εκ τούτου η εις βάθος έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να τεθεί στην ημερήσια διάταξη. Η άλλη μεθοδολογική διευκρίνιση, κατά τη γνώμη μου πολύ πολύτιμη (που δεν προέκυπτε άμεσα από τη διήγηση του Ντονάτο, αλλά από το βιβλίο ναι), είναι η μιμητική ικανότητα των επαναστατικών οργανώσεων. Είχατε τις οργανωτικές ομάδες μέσα στις ενορίες…

Donato

Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά αυτό είναι ούτως ή άλλως το σημείο. Η ουσία του ζητήματος είναι ένα φαινομενικό παράδοξο: το μέγιστο της «νυχτερινής ριζοσπαστικότητας» συνέβαινε εντός του μεγίστου της δημόσιας έκθεσης. Φαίνεται σαν μια αντίφαση, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο. Για μερικά χρόνια, σε ένα από τα πλουσιότερα εδάφη της Ιταλίας, στήσαμε ένα έδαφος πλήρους επαναστατικής επίθεσης – για μια χρονική περίοδο που ξεκινά από τη διάσκεψη της Μπολόνια τον σεπτέμβριο του 1977 (προφανώς υπάρχουν προηγούμενα, αλλά ας το πάρουμε έτσι ώστε να συνοψίσουμε ) μέχρι τον απρίλιο του 1979 -, μια προέλαση που αντιμετωπίστηκε χωρίς να καταφύγουμε σε κανενός είδους μεσολάβηση αλλά μάλλον, όπως είπε ο Valerio, δεσμευμένοι στην καθημερινή αναζήτηση της σύγκρουσης. Η χρήση της δύναμης βρίσκει και αυτή την ιθαγένεια σε αυτήν την επίθεση. και μέσα σε αυτή τη διαλεκτική ορμή είναι που η κατασταλτική παρέμβαση καθίσταται σχεδόν αδύνατη.

Φαίνεται περίεργο, αλλά έτσι έγινε. Με άλλα λόγια: κανείς δεν ήξερε τι είχαν κάνει προσωπικά ο δείνας και ο τάδε, αλλά όλοι ήξεραν ότι ήμασταν εμείς! Αλλά τότε, γιατί φτάνουμε στον Calogero; Φυσικά, με την 7η απριλίου, υπήρξαν εντυπωσιακοί νομικοί καταναγκασμοί, υπερβολές, προφανώς αυθαίρετες ερμηνείες ή επιθυμητή αλλοίωση των καταστάσεων, μια εμφανής τροποποίηση του κράτους δικαίου και πραγματικές διαδικαστικές ύβρεις. αλλά παρόλα αυτά, ποιοι είναι οι εγγενείς λόγοι για τους οποίους η καταστολή προηγουμένως δεν λειτουργούσε; Γιατί μέσα σε αυτή τη διαλεκτική υπήρχε ναι η ένοπλη υποκειμενικότητα, αλλά υπήρχε μια κοινωνική και πολιτική ταξική σύνθεση που την ξεπερνούσε πάρα πολύ. Όταν εμείς κάναμε τις περιπολίες, μιλάμε για εβδομήντα με εκατό συντρόφους που πήγαιναν στο εργοστάσιο στις 4 το πρωί, αλλά μέσα σε αυτούς τους εκατό, μόνο ένα μέρος ήταν των Κολεκτίβων, όλοι οι άλλοι ήταν υποκειμενικότητες που κατακτούσες στις εργοστασιακές συνελεύσεις και τις εδαφικές συνελεύσεις. Δεν ήταν αυστηρά αγωνιστές οργάνωσης, και δεν μας ενδιέφερε καν να γίνουν! Ποτέ δεν ξεκινήσαμε από την ιδέα ότι ο στόχος ήταν να κάψουμε ένα ακόμη αυτοκίνητο, αλλά ότι αυτή η δυναμική ανάπτυξης μέσα στη σύνθεση διέπει όλα τα βήματα του κινήματος. Εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε, και η αστυνομία κατάφερε να επέμβει στην περιοχή της Vicenza μόνο μετά την τραγωδία στη Thiene που στοίχισε τη ζωή της Antonietta, του Angelo και του Alberto. Μόνο μετά την 11η απριλίου η καταστολή εξαπολύεται ως αντίποινα στην περιοχή με τον κύριο ρόλο να επιτελεί ο Dalla Chiesa και η ένοπλη δομή του, η οποία, μεταξύ συλλήψεων, ερευνών, εκφοβισμού κ.λπ., παρέμεινε στην άνω περιοχή της Vicenza για περισσότερο από ένα μήνα.

Αυτό που θέλω να πω, σαράντα χρόνια μετά, είναι ότι η δική μας ήταν μια άλυτη εμπειρία. Δηλαδή, δεν έφτασε στην ολοκλήρωση, ήταν πολύ γρήγορη και έκλεισε πολύ βάναυσα. Ωστόσο, είχαμε υποδείξει ποιες ιστορικές διεργασίες εξελίσσονταν – και μάλιστα, παρεμπιπτόντως, όλα αυτά που θα συμβούν με τη Λίγκα του Βορρά και το φημισμένο Nord-Est ξεκινά από εδώ. Το Κκι δεν τις είχε καν υποθέσει, never, ποτέ δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. Υπάρχει ένας συγχρονισμός που είναι απίστευτος: το πρώτο συνέδριο της Λίγκας (τότε ονομαζόταν ακόμα Liga Veneta) στο Recoaro Terme στην περιοχή της Vicenza πραγματοποιήθηκε τον δεκέμβριο του 1979, ενώ το δεύτερο συνέδριο έλαβε χώρα στην Πάντοβα τη δεκαετία του ’80. Έτσι μετά τις 7 απριλίου το πρώτο και μετά την direttissima [2] το δεύτερο.

Εκ των υστέρων, που ήταν πλέον αργά, ένα χρονοδιάγραμμα χαράσσεται σαφώς μεταξύ των κατασταλτικών διαδικασιών και της ανάπτυξης των ριζών της Λέγκας του Βορρά. Αλλά γιατί; Γιατί και οι δύο είχαμε αντιληφθεί τη μετάβαση από το εργοστάσιο στην ευελιξία – όπου εμείς πιστεύαμε ότι θα το λύναμε από ταξική σκοπιά, και η Λίγκα από την ατομική σκοπιά.

Ποιο ήταν τότε το εγγενές όριο; Υπήρχαν σίγουρα ελαττώματα στον σχεδιασμό ορισμένων πτυχών της χρήσης της δύναμης, αλλά αν κοιτάξουμε τις γενικότερες δυναμικές, βλέπουμε ότι, για παράδειγμα, το Radio Sherwood δεν έκλεισε ποτέ, ούτε για μια μέρα. Είναι αλήθεια, κάναμε φυλακή -πολλές προληπτικές φυλακές- αλλά πάντα λαμβάνεται υπόψη. Θα ήταν πιο ενδιαφέρον να σκεφτούμε το γεγονός ότι, όταν εγώ και οι δικοί μου βγήκαμε από τη φυλακή, ο αντιιμπεριαλιστικός αντιπυρηνικός Συντονισμός ήταν ήδη ισχυρός και εκείνη τη μάχη ενάντια στην πυρηνική ενέργεια και το εθνικό ενεργειακό Σχέδιο, που ήθελαν και οι δύο, η χριστιανοδημοκρατία DC και το ΚΚΙ την κερδίσαμε εμείς. Τότε ναι, ήταν ένας άλλος κόσμος: θυμάμαι καλά ότι όταν βρισκόμουν μπροστά στους αναρχικούς πανκ του Τορίνο της κολεκτίβας Avaria δεν είχα ιδέα από πού εμφανίστηκαν, και μόνο αργότερα καταλάβαμε ότι ήταν και αυτοί το αποτέλεσμα της κρίσης στην τορινέζικη μητρόπολη. Δεν ήταν πλέον ερμηνεύσιμο με τα δικά μας κλειδιά ανάγνωσης, γιατί φανταστείτε πως δεν ήταν δυνατό από την ενετική επαρχία να καταλάβει κάποιος τι συμβαίνει όταν αναδιαρθρώνεται ένα εργοστάσιο όπως η Fiat. αλλά στον πυρήνα της, η αυτονομία ήταν ακόμα ένα σχέδιο που στέκονταν στα πόδια του, όρθια, ένα ανοιχτό στοίχημα. Τέλος, να έχετε πάντα υπόψη σας ένα πράγμα: στις αρχές των χρόνων 1980, στις φυλακές του «χώρου των μαχόμενων» σημειώνονταν ανείπωτα παραληρήματα! Επαναλαμβάνω λοιπόν: Η αυτονομία δεν είναι μια ομάδα, είναι μέθοδος διάσχισης της αντίφασης.

Όσον αφορά τα οργανωτικά μοντέλα, ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι όλα τα μοντέλα είναι φτιαγμένα για να αλλάζουν. Εκείνο που λειτουργούσε, το κάναμε, και αν χρειαζόταν, γίνονταν. Τούτου λεχθέντος, είναι σαφές ότι η αρχική φάση στη περιοχή της Vicenza είναι πολύ διαφορετική από την Πάντοβα ή τη Venezia Mestre, και η Βενετία και το Mestre διαφέρουν ήδη μεταξύ τους: η μια φτάνει το 1978, το άλλο ξεκινά ευθύς αμέσως το 1976, ας πούμε έτσι. Η Βενετία είναι σίγουρα αυτή που κινείται αργότερα από όλους, δεν ξέρω γιατί. Το σίγουρο είναι ότι το Mestre, με την ιστορία της αυτόνομης Συνέλευσης και μετά τον κύκλο των Πετροχημικών, il ciclo del Petrolchimico, ζούσε μια διαφορετική ποιότητα συζήτησης από τη Βενετία (όπου, μεταξύ άλλων, το πανεπιστήμιο δεν παρήγαγε σπουδαία πράγματα).

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τίθεται σε κίνηση είναι ο πρωταγωνισμός αυτής της νεανικής σύνθεσης που, όπως είπα και πριν, ξεφεύγει από την κατάσταση στην οποία προοριζόταν. Επιστρέφοντας σε αυτό που τόνιζε η συντρόφισσα νωρίτερα, θα πω απλώς ότι εμείς ήμασταν σπουδαγμένοι και έπρεπε να μπούμε στον κύκλο παραγωγής, όχι στην αλυσίδα, σε μια ενδιάμεση θέση διοίκησης. Εκείνη την εποχή, τα τεχνικά ιδρύματα ήταν δημοφιλή, γιατί η οικονομία τα χρειαζόταν, η συγκυρία, και η εύρεση εργατών σίγουρα δεν ήταν ένα πρόβλημα: αυτή η εκπαίδευση δημιουργούσε ένα βουνό από νέους που δεν σπούδαζαν, που παρατούσαν, που αποβάλλονταν από τον σχολαστικό κύκλο! Μάλλον, χρειάζονταν μεσαία στελέχη. Και έτσι εμείς έπρεπε να καταστούμε οι νέοι φύλακες της παραγωγής. Αυτό ήταν το καθήκον που είχε προβλεφθεί για τη γενιά μας, του εβδομήντα επτά, και το αποφύγαμε, λέγοντας ξεκάθαρα ότι «αντί να κάνουμε τους προσωπάρχες ή τους εργάτες, σας πολεμάμε!» (Λίγο μπανάλ, αλλά ούτε πολύ).

Σε ό,τι με αφορά, η επιτάχυνση σημειώθηκε μετά τη διάσκεψη της Μπολόνια, μετά το συνέδριο. Την εποχή που ήμουν ήδη ενεργός, οι βενετικές πολιτικές συλλογικότητες δραστηριοποιούνταν εδώ και ενάμιση χρόνο, αν και με μια ακόμη πολύ αντιφατική μορφή στην περιοχή της Βιτσέντζα. στη Μπολόνια, όμως, συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μόνο εμείς οι αγωνιστές, αλλά υπάρχει μια έντονη τοπική παρουσία. Έτσι το πρώτο πράγμα που κάνουμε μόλις επιστρέψουμε στο σπίτι είναι να συντάξουμε ένα ντοκουμέντο και να δημιουργήσουμε μια συνέλευση ζώνης. Αν και περιοριστήκαμε ακόμη σε κατά προσέγγιση συζητήσεις, ήταν ήδη σαφές σε όλους ότι η θεμελιώδης αντίφαση ήταν ο εξαναγκασμός στην εργασία. Αυτό κατηύθυνε την αρχική φάση και, με μια εκπληκτική ταχύτητα, μέσα σε λίγους μήνες τέθηκε σε κίνηση ένα κεκλιμένο επίπεδο που επέτρεψε, ακριβώς, για δυο χρόνια μια ολοκληρωτική πολιτική επίθεση.

Οι οργανωτικές διαδικασίες μπήκαν στο κάδρο σε αυτό το περιβάλλον: δηλαδή, δεν σχεδιάστηκαν για εσωτερική λειτουργία, αλλά κυρίως για να συλλάβουν όλη τη διαθεσιμότητα που μια περιοχή εκφράζει στη σύγκρουση. Επομένως, με την εδαφική συνέλευση (η οποία αργότερα θα γίνει η κοινωνική Ομάδα) εμείς καθιερώνουμε αυτήν την ερμηνεία: θέλουμε να ανασυνθέσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν μας ενδιαφέρει η αναλυτική ομοιογένεια, αυτό που έχει σημασία είναι να αποκτήσουμε έναν ρόλο κινητήριας δύναμης και πολιτικής κατεύθυνσης εκεί μέσα, στην προθυμία της περιοχής στη ρήξη. Αφού αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά της, διατηρούμε την κοινωνική Ομάδα ως υποστηρικτική δομή (η οποία, για παράδειγμα, στη Thiene φτάνει τα ογδόντα έως εκατό άτομα κατά καιρούς, τις υψηλές στιγμές, σε μια πόλη 20 χιλιάδων κατοίκων) και το πρώτο πράγμα που θέλαμε να αποτρέψουμε είναι να καταστεί μια ταυτοτική δομή. Με απλά λόγια, δεν θέλαμε να γίνει ακόμα μια κλειστή δομή. Επομένως όσοι δραστηριοποιούνταν στην κοινωνική Ομάδα αμέσως έπρεπε να επέμβουν: στο εργοστάσιο αν ήταν εργαζόμενοι, στην επιτροπή κινητοποίησης αν ήταν στο σχολείο, στις επιτροπές στέγασης αν ζούσαν στις γειτονιές… κάθε αγωνιστής σύντροφος είχε ένα πεδίο παρέμβασης. Ως εκ τούτου, η κοινωνική Ομάδα ήταν το άθροισμα αυτής της διαίρεσης ετούτων των περιβαλλόντων ενεργοποίησης, και η συζήτηση που άνοιγε στην κοινωνική Ομάδα είχε στόχο να εξάγει όλο τον πλούτο που καθορίζονταν από το ρίζωμα, συνοψιζόμενο από τις προτάσεις που γίνονταν από τις επιτροπές (χωρίς να μιλήσουμε μετά για την συζήτηση των εργαλείων παρέμβασης όπως το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και ούτω καθεξής).

Η πολιτική Κολεκτίβα, από την άλλη, αποτελούνταν από τους συντρόφους που, κατά τη γνώμη μας, ήταν πιο ικανοί να καταλήξουν σε μια ενιαία σύνθεση αυτών των διαδικασιών και να τις κυβερνήσουν. Παίρνοντας το παράδειγμα του πλαισίου μέσα στο οποίο στρατεύτηκα, η πολιτική Κολεκτίβα της Thiene έφτασε, στο αποκορύφωμά, της σε δεκαοκτώ συντρόφους της οργάνωσης, που ήταν τότε οι ίδιοι που έκαναν τις ένοπλες ενέργειες. Μέσα στη συλλογικότητα στη συνέχεια δομηθήκαμε περαιτέρω, διακρίνοντας ένα «Ενεργό, Attivo-ακτίφ» και έναν «Πυρήνα». Δεν χρησιμοποιήσαμε ποτέ το ακτίφ για χρήση πυροβόλων όπλων. Και αυτό οφειλόταν σε μια στρατηγική επιλογή: θέλαμε να μην υπάρχει μια καταναγκαστική πορεία ανάπτυξης, δεν ανταγωνιζόμασταν με κανέναν και δεν χρειαζόταν να αποδείξουμε τίποτα. αντίθετα, το οργανωτικό μοντέλο που τέθηκε σε κίνηση έπρεπε να εγγυάται μια ανάληψη ευθύνης από τον αγωνιστή. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι αυτό το κρίσιμο για εμάς στοιχείο της ατομικής ευθύνης ρυθμίζονταν, για άλλη μια φορά, από την προηγούμενη επαφή με την περιοχή. Εν ολίγοις, ακριβώς επειδή βλεπόμασταν μια ζωή και κάναμε παρέα, μπορούσαμε να ξέρουμε αμέσως αν ο τάδε είναι ναι φίλος σου, αλλά έχει μια νοητική κατασκευή του ενός ή του άλλου τύπου, δεν ξέρω αν καταλαβαινόμαστε… και υιοθετώντας αυτή την οπτική δεν κάναμε ποτέ λάθος. Μετά, οι διάφορες εδαφικές πολιτικές Κολεκτίβες διευθύνονταν από την επαρχιακή πολιτική Επιτροπή, ενώ το Εκτελεστικό λειτουργούσε σε περιφερειακή βάση.

Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής μάχης του επαναστατικού κινήματος στην Πάντοβα, δόθηκε μια δομή – το κομμουνιστικό μαχητικό Μέτωπο, το οποίο έφερε σε πέρας και κάποιους εκ προθέσεως τραυματισμούς – με μια διπλή πρόθεση. Από τη μια υποστήριζε τις λεγόμενες εκστρατείες οργάνωσης (που αργότερα έγιναν γνωστές ως «νύχτες με τις φωτιές»), αλλά έπρεπε να είναι παρών και σε πολιτικές μάχες σε εθνικό επίπεδο. Το τελευταίο είναι ένα θέμα που δεν συζητήθηκε σήμερα, αλλά αξίζει να πούμε ότι το να μην καταφέρει να κλείσει τη μετάβαση στο εθνικό ήταν το πραγματικό όριο της Αυτονομίας. Ένα ανυπέρβλητο, οριστικό όριο, που έκανε δυνατές και τις μεταγενέστερες κρίσεις. Σκεφτείτε ότι αυτή η απόπειρα ξεκίνησε πολύ πριν από την απαγωγή Moro, ήταν ήδη μέρος του συνεδρίου της Μπολόνια, συζητούσαν γι’ αυτό οι του Rosso και οι Volsci. Αυτό το άλμα επιπέδου δεν θα συμβεί, για λόγους που ίσως θα άξιζε να διερευνηθούν περαιτέρω. Τώρα, δεν μπορώ να πω αν τα πράγματα θα πήγαιναν διαφορετικά ή αν αυτό ήταν ένα θετικό μέρος της αιμορραγίας από τον αυτόνομο χώρο προς τους μαχόμενους για το οποίο μίλησε και ο Βαλέριο πριν. ωστόσο, δεν αποκλείω ότι αν είχαμε δώσει στους εαυτούς μας μια πιο καθορισμένη δομή και σε εθνικό επίπεδο, ίσως να κρατούσαμε περισσότερο. Στο Βένετο (όπως και στις περιοχές όπου λειτουργούσε μια διάρθρωση) αυτό το πρόβλημα δεν τέθηκε ποτέ. οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έφτασαν το 1980 με βάση τις συλλήψεις μας, πολύ χυδαία πράγματα με τους πρώτους θανάτους στο Μέστρε με εμάς σε πλήρη δίκη… πράγματα που ακόμα και από ηθικής πλευράς λες «αντε γαμήσου».

Προχωρώντας αντιθέτως στο θέμα της περιπολίας, ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι ιστορικά είναι η εικόνα της Αυτονομίας. Είναι η εκδήλωση και η ύψιστη άσκηση της αντιεξουσίας, διότι περιέχει όλα αυτά για το οποία έχουμε μιλήσει: εδαφικό ρίζωμα, οργανωτική ικανότητα, την κατάκτηση νέων νοημάτων, την πολιτική μάχη με το συνδικάτο, την εξέγερση ενάντια στο κομματικό σύστημα και τέλος ενάντια στο παραγωγικό σχέδιο. Το πραγματικά ισχυρό πράγμα ήταν να μπορείς να αναγνωρίζεις στην έκτακτη εργασία όχι μόνο την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας (από μόνη της είναι μπανάλ), αλλά και την αντίφαση με την οποία μπορούσε να υπονομευτεί. Κατανοήσαμε τέλεια ότι μέσω της πολιτικής χρήσης των υπερωριών τα αφεντικά ανακτούσαν τον έλεγχο της παραγωγής και τη σύγκρουση στο εργοστάσιο, αντίθετα εμείς πιστεύαμε ότι με το να σπάσουμε την εργάσιμη μέρα θα χτίσουμε αντιεξουσία. Κοιτάξτε, σε αυτό που θα είναι ένα από τα πιο πλούσια μέρη του πλανήτη, δεν υπήρχε ένα εργοστάσιο να δουλεύει υπερωρίες, ούτε τα σάββατα! Φυσικά, δίπλα μας υπήρχε και αυτό που έκανε η άλλη πλευρά: σκεφτείτε τις πολιτικές των συνδικάτων ή τη σεζόν των συμβάσεων του 1979. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο ξεσπά ένας πολύ σκληρός αγώνας στα εργοστάσια, και μέσα σε αυτή τη δυναμική η περιπολία μαρτυρεί όλη την κεντρική της θέση. Για να το θέσω με άλλους όρους, επιστρέφω στο σημείο της 7ης απριλίου που εισαγάγαμε νωρίτερα επειδή είναι ενδεικτικό αυτής της διαλεκτικής: όταν το Κκι και το συνδικάτο δεν είναι πλέον σε θέση να κυβερνήσουν την ανυπακοή επειδή κερδίζουμε στα πάντα, ανοίγει η 7η απριλίου.

[2] direttissima, Πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες, δεδομένης της σαφήνειας των αποδεικτικών στοιχείων, δεν χρειάζεται να προχωρήσουν σε ιδιαίτερες έρευνες, επομένως η δίκη γίνεται απευθείας, παρακάμπτοντας τις φάσεις της προκαταρκτικής συζήτησης και, στις περισσότερες περιπτώσεις, της προκαταρκτικής έρευνας.

Συνεχίζεται

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος

Προηγούμενο άρθρο

Στην Καβάλα η 36η «Ημέρα Καριέρας» της ΔΥΠΑ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου με 30 επιχειρήσεις και 800 θέσεις εργασίας

Επόμενο άρθρο

Εκπαιδευτικό εργαστήρι μείωσης απορριμμάτων «Christmas Makeover» σε Δημοτικά σχολεία Καβάλας και Ξάνθης