Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023
Πώς να δώσουμε και να οργανώσουμε μονοπάτια ρήξης στην καρδιά της καπιταλιστικής ανάπτυξης; Ποιες είναι οι δυνητικά ανατρεπτικές συμπεριφορές πάνω στις οποίες πρέπει να χτιστούν σήμερα; Ποια μεθοδολογικά σημεία που δεν είναι ακόμη τρέχοντα μπορούν να αντληθούν από τη μαχητική-στρατευμένη εμπειρία εκείνης της πολιτικής γενιάς που τελευταία επιχείρησε την «επίθεση στον ουρανό»;
Αυτές είναι οι υπονοούμενες ερωτήσεις που κίνησαν την τρίτη συνάντηση terzo incontro του κύκλου ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΙ MILITANTI, που πραγματοποιήθηκε στη Μόντενα το σάββατο 13 Μαΐου. Μια όμορφη, έντονη, εμπλουτισμένη κουβέντα με τον Valerio Guizzardi και τον Donato Tagliapietra, αυτόνομους αγωνιστές της δεκαετίας του 1970 – του Rosso, του πρώτου και πιο πρωτότυπου σχηματισμού της εργατικής Αυτονομίας, και των βενετσιάνικων πολιτικών Κολεκτίβων για την εργατική εξουσία, της μεγαλύτερης, πιο βαθιά ριζωμένης και μεγαλύτερης διάρκειας πολιτικής οργάνωσης της Αυτονομίας – συγγραφέων των δύο βιβλίων που θα βρείτε στο τέλος αυτού του πρώτου μέρους της παρέμβασης τους
Μια κουβέντα που ευθύς αμέσως δεν θέλησε να είναι στο παρελθόν, για «βετεράνους» ή «νοσταλγούς» εκτός χρόνου, αλλά αμέσως στο παρόν, για να συλλογιστεί κάποια από τα θέματα που οποιοσδήποτε φιλοδοξεί να κατακτήσει μια επαρκή και αποτελεσματική στρατευμένη πρακτική μέσα και ενάντια στη δική του εποχή βρίσκεται αναπόφευκτα αναγκασμένος να αντιμετωπίσει.
Οι συμπεριφορές απόρριψης και οι μισθοί αποσυνδεδεμένοι από την παραγωγικότητα. Η κοινωνία που καθίσταται εργοστάσιο και η αναζήτηση της εργατικής υποκειμενικότητας. Το ρίζωμα στην επικράτεια και στην ταξική σύνθεση, και η άσκηση αντιεξουσίας. Ο αυθορμητισμός του κινήματος και η πειθαρχία του πολιτικού έργου-σχεδίου. Η αυτόνομη οργάνωση και ταξική αυτονομία. Η υλική χρήση της δύναμης και η υλική δύναμη της ζωντανής έννοιας του να είμαστε «σύντροφοι».
Αυτά είναι κάποια κρίσιμα ζητήματα επάνω στα οποία έχει ποντάρει ο «συλλογικός εγκέφαλος» των αυτόνομων και έχτισε την πρακτική του, ανάμεσα σε προόδους, αντιφάσεις και αδιέξοδα.
Γνωρίζοντας ότι η αυτονομία δεν δίνεται ποτέ μια για πάντα, αλλά κατακτάται και επανεφευρίσκεται συνεχώς, επιστρέψαμε στην εποχή της δεκαετίας του Εβδομήντα, όταν την Ιταλία διέσχιζε μια κοινωνική σύγκρουση διάρκειας, διάχυσης και έντασης που δεν έχει όμοια στην πρόσφατη ιστορία, και την οποία σήμερα οι νέες γενιές δυσκολεύονται να πιστέψουν, ή και μόνο να φανταστούν. Το ζήτημα της επανάστασης σε μια χώρα με προηγμένο καπιταλισμό, στην καρδιά της Δύσης, κατέρρευσε και μετά άνοιξε ξανά, σε μαζικό επίπεδο – δεν αποτελεί έκπληξη, όχι τυχαία, ακόμη και σήμερα, εκείνη η δεκαετία στοιχειώνει τους εφιάλτες αυτών που κάνουν κουμάντο.
Οι αυτόνομοι, σε εκείνη την ταραχώδη περίοδο -όχι μόνο καπιταλιστικής κρίσης, ακόμη στις ρίζες της άλυτη, αλλά και της κρίσης εκείνων των υποκειμενικοτήτων και των μορφών πολιτικής οργάνωσης που προέκυψαν από τον προηγούμενο ιστορικό κύκλο αγώνων-, ήξεραν πώς να ενσαρκώνουν περισσότερο από κάθε άλλον, με δύναμη και ευφυΐα, την επικαιρότητας της. Ο ρεαλισμός της επανάστασης, του κομμουνισμού, εδώ και τώρα: στους αγώνες στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, αλλά και στους δρόμους, στις κοινωνικές σχέσεις, στη γνώση και στις μορφές ζωής. Μέσα από μια μέθοδο, αυτή της αυτονομίας, που μιλά για πρόβλεψη των διεργασιών, προκαταβολή τους, ανάγνωση της σύνθεσης της τάξης, ποντάρισμα στις υποκειμενικότητες, έρευνα για τις πιθανότητες επίθεσης, ρήξης με το υπάρχον και με αυτό που είναι κάποιος.
Κυρίως όταν τα παλιά σχήματα, όπως σήμερα, έξω από κάθε λογική μαρτυρίας ταυτότητας και ιδεολογικής αξίωσης, δείχνουν να μην λειτουργούν πια. Εάν αυτή των αυτόνομων είναι μια άλυτη ιστορία, τότε πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτήν με την πλάτη μας στο μέλλον, για να προετοιμάσουμε την επόμενη επίθεση στον ουρανό.
Καλή ανάγνωση.
Donato
Νόμιζα ότι θα ήσασταν εσείς που θα μας εξηγούσατε τι είναι η Αυτονομία σήμερα! είναι λίγο δύσκολο η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση να έρθει από εμένα ή από τον Βαλέριο. Το πολύ πολύ, μπορούμε να ανασυνθέσουμε μια ιστορική περίοδο που χρονολογείται πλέον μισό αιώνα. Αλλά ούτως ή άλλως ήθελα να ξεκινήσω με τους King Crimson. Η διαίσθηση της χρήσης του τραγουδιού των King Crimson 21st Century Schizoid Man για τη δημοσιοποίηση ενός τέτοιου γεγονότος είναι τόσο επίκαιρη όσο και η επιλογή των λέξεων που αναφέρατε σε αυτό το video, γιατί είναι οι μόνες που ταιριάζουν. Μάλιστα, αυτές τις μέρες αναρωτιόμουν συνέχεια: «Μα τι θα πω το σάββατο; Πώς μπορείς να χαρακτηρίσεις τη στράτευση στη δεκαετία του 1970;» Γιατί είτε μιλάς για όλα, είτε πρέπει κάπως να τα κόψεις με το τσεκούρι. Έτσι, αν μου ζητούσατε να συνοψίσω τι ήταν για μένα σε μια εποικοδομητική φόρμουλα, θα σας έλεγα ότι η στράτευση υπήρξε μια πολύ γρήγορη κούρσα μιας γενιάς μέσα στην ευτυχία.
Τα θέλαμε όλα, και τα θέλαμε αμέσως. αλλά όλα αυτά και αυτό το αμέσως ήταν το σύνολο των τεράστιων ευτυχιών, που περιέχονταν σε αυτό που χτίζαμε καθημερινά. Αν, από την άλλη, έπρεπε να απαντήσω με πιο ακριβή τρόπο, θα έλεγα ότι η αυτόνομη στράτευση ήταν το γεγονός ότι κατάφερε – σε ένα ιστορικό παράθυρο που δεν κράτησε πολύ, γιατί δυστυχώς έτσι ήταν – να ζήσει μια καθημερινότητα σε πλήρη σύγκρουση με τον εργασιακό καταναγκασμό στον οποίο σκέφτηκαν να μας υποβάλουν, μια καθημερινότητα που είχε την υπογραφή της στις πτυχές της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης. Η γενιά της Αυτονομίας ή ακόμα και αυτή των χρόνων Εβδομήντα επτά ήταν τέτοια ακριβώς επειδή βρήκαν αυτόν τον θεμέλιο λίθο. Στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το από κοινού πνεύμα, υπάρχουν οι διάφορες διαρθρώσεις του σχεδίου.
Καθένας από εμάς έχει διαφορετική ιστορία σχεδιασμού: ο Valerio και εγώ είμαστε και οι δύο αγωνιστές της Αυτονομίας, αλλά υπάρχουν ήδη διαφορές μεταξύ της Bologna και του Veneto, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένα παραγωγικό μοντέλο με κάποιες ομοιότητες. Δηλαδή, και εδώ και στην Εμίλια δεν υπήρχε (και δεν υπάρχει) η Fiat ή η Alfa, άρα ούτε ο εργάτης μάζα στην αλυσίδα – ή καλύτερα, εδώ υπήρχε, αλλά εν πάση περιπτώσει μιλάμε για πολύ διαφορετική κατάσταση σε σύγκριση με το Τορίνο. Εν ολίγοις, η Bologna και το Veneto μοιράστηκαν ένα μοντέλο παραγωγής που θα είναι αυτό που θα κερδίσει ιστορικά στην αναδιάρθρωση λειτουργώντας τη μετάβαση που ξεπερνά τον φορντισμό. αλλά το στοιχείο που κάνει τα δύο εδάφη ξεχωριστά και διαφορετικά είναι η πολιτική εκπροσώπηση. Το κομματικό σύστημα, για να το πω με λίγα λόγια.
Ένα χριστιανοδημοκρατικό κυβερνητικό σύστημα είχε σταθεροποιηθεί στο Βένετο, ενώ στην κόκκινη Emilia (και παρανοϊκή, όπως τραγουδούν οι Cccp), υπάρχει το Pci-Κκι. Μπορεί να φαίνεται σαν μια διαφορά δευτερεύουσας λεπτομέρειας, «υπερδομική» λεπτομέρεια, αλλά πηγαίνοντας στην ουσία των πραγμάτων είναι μια τεράστια διαφορά. Γιατί; Επειδή στην ικανότητά του να διοικεί και να ελέγχει τις αυτόνομες συγκρούσεις, το Κκι αποκαλύπτει μια πολύ μεγαλύτερη ικανότητα εκτόνωσης από την Dc. Στο Βένετο, όταν οι άρχουσες τάξεις δεν είναι πλέον σε θέση να κυβερνήσουν πολιτικά αυτή τη σχέση μεταξύ μιας νέας ταξικής σύνθεσης και νέων αγώνων (και προσπαθούν με χίλιους τρόπους, αλλά χάνουν τις συνελεύσεις στις σχολές, χάνουν τις συνελεύσεις στα εργοστάσια, χάνουν τις συνελεύσεις στις γειτονιές και ούτω καθεξής), το τελευταίο πράγμα που τους μένει είναι να στήσουν στα πόδια, μέσω του θεωρήματος Calogero, την «7η απριλίου». Κατευθείαν στην αστυνομική καταστολή. Σε εμάς αυτός ήταν ο μηχανισμός, γιατί το κομματικό πλαίσιο διοίκησης του Κκι εκεί δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τον κοινωνικό έλεγχο, τον οποίο αντιθέτως εδώ πάντα διατηρούσε. Υπήρχαν επίσης διαφορές στις εξελίξεις του κινήματος (για παράδειγμα, στο Βένετο δεν υπήρξε το ’77), αλλά το στοιχείο που πρέπει πρώτα να διερευνηθεί είναι η πολιτική κυβέρνηση της επικράτειας- del territorio, γιατί εκεί καταλαβαίνει κανείς ποιος είναι ο εχθρός και πώς είναι δομημένο το πεδίο της μάχης.
Τώρα, εγώ δεν ξέρω το 2023 πώς λειτουργεί στη Μόντενα και στις πλούσιες επαρχίες του Βορρά (γιατί ας θυμηθούμε, εδώ βρισκόμαστε απολύτως στις πιο πλούσιες περιοχές του πλανήτη, ας ξεκινήσουμε από αυτήν την σκέψη, αλλιώς μπαίνουμε σε περίεργες ερμηνείες). Πώς μπορεί να υπάρξει ένα μονοπάτι ρήξης; Καλή ερώτηση. Εκείνοι από τη γενιά μας μπορούν να πουν μόνο «εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε έτσι». Λοιπόν, αν κοιτάξουμε σε βάθος, ποιο ήταν το στοιχείο που έθεσε σε κίνηση εκείνο το μονοπάτι; Ήταν το γεγονός ότι σε ηλικία δεκαοκτώ, είκοσι ή είκοσι δύο ετών αυτή η γενιά αποτραβήχτηκε εντελώς από το να καταστεί εμπόρευμα. Δεν θέλαμε να ξοδέψουμε τη ζωή μας για ένα μισθό.
Δεν θέλαμε να γίνουμε εμπόρευμα εργατικό-δυναμικό: και κάναμε τα πάντα, ακόμη και οπλιζόμενοι, για να ξεφύγουμε από αυτό. Αυτή είναι η απόλυτη, μοναδική και θεμελιώδης αίρεση, που εξηγεί τη σύγκρουση όχι μόνο με το αφεντικό αλλά και με το PCI-ΚΚΙ και με τις εργατιστικές ιδεολογίες της αριστεράς. Αλλά προσέξτε, η εργάσιμη ημέρα είναι ακριβώς το πλαίσιο που κρατά μαζί και εξηγεί τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τη δεκαετία του 1960. Πράγματι, η αίρεση ξεκινάει μπροστά μας, πριν από εμάς, ήδη στη Fiat με το σαμποτάζ των γραμμών και σίγουρα υπάρχουν εξελίξεις όχι μικρής σημασίας, αλλά σαν ένα κρυφό νήμα που θα σκάσει αργότερα και που διατρέχει όλο τον ετερόκλητο σχεδιασμό που θα ονομάσουμε » οργανωμένη εργατική αυτονομία» στη δεκαετία του εβδομήντα. Η άρνηση της εργασίας υπήρξε ο οδηγός μας, το πολικό αστέρι μας. Όλα όσα ακολούθησαν – οργανωτικές διαδικασίες, εργαλεία παρέμβασης κ.λπ. – ξεκινούν από αυτή την παραδοχή.
Ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο για την ιστορία μας στην επαρχία: δεν υπάρχει πανεπιστήμιο στα εδάφη μας. Δεν είμαι σίγουρος τι συμβαίνει στη Μόντενα τώρα, αλλά σίγουρα δεν είναι μια πανεπιστημιακή πόλη όπως η Μπολόνια ή η Πάντοβα. δηλαδή δεν υπάρχει η κινητήριος δύναμη, η ρυμούλκηση των φοιτητικών αγώνων. Μόνο και μόνο για το γεγονός ότι μάλλον είναι νεότερα πανεπιστήμια, με μικρότερη μάζα φοιτητών και με άλλου τύπου αντίκτυπο στην πόλη. Και σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, η Μόντενα μοιάζει πολύ περισσότερο με τη Βιτσέντζα παρά με την Πάντοβα ή τη Μπολόνια, όπου αντίθετα το πανεπιστήμιο (ανθρωπιστικές επιστήμες, πρέπει να σημειωθεί) έχει μεγάλη επιρροή στις κοινωνικές διαδικασίες και στις συγκρούσεις. Αλλά προς το παρόν θα σταματήσω λέγοντας αυτά τα τέσσερα πράγματα, αφήστε τον Βαλέριο να μιλήσει, και μετά ας προσπαθήσουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση, επίσης γιατί, αντί να μιλάμε, τόσο αυτός όσο και εγώ ενδιαφερόμαστε περισσότερο να καταλάβουμε τι σημαίνει να είσαι τριάντα χρόνων σήμερα.