«Rosso. Εφημερίδα μέσα στο κίνημα» n.8, απρίλης 1976
Donato
Ούτε εκεί, μεταξύ άλλων, δεν υπήρχε ένα μοναδικό μοντέλο.
Valerio
Πολύ αλήθεια, κάθε περιοχή είχε το δικό της. Το θυμάμαι ακόμα, στην Esselunga [σούπερ μάρκετ] στο Μιλάνο είχαμε πολύ πλάκα, εντυπωσιακά πράγματα… [γέλια] Τέλος πάντων, αυτό είναι απλά για να πω ότι τα πράγματα λειτούργησαν επειδή υπήρχε μια οργάνωση πίσω τους που τα έκανε να δουλέψουν και τα οργάνωνε. Αυτή είναι η έννοια της «νόμιμης, δικαιολογημένης χρήσης της δύναμης». Αλλά ας καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, δεν ήταν μόνο το κοτόπουλο που έπρεπε να φας το βράδυ εσύ και τα παιδιά σου, αυτά τα ρητορικά πράγματα δεν μας ενδιέφεραν στο ελάχιστο. αλλά μάλλον η κουλτούρα, η ψυχαγωγία. Ήταν ακριβά όλα αυτά; Πηγαίναμε και τα παίρναμε. Και έτσι έμπαινες δωρεάν στον κινηματογράφο, δωρεάν στο θέατρο, στα κλαμπ, στις συναυλίες, ας μη μιλήσουμε καν γι’ αυτές… [κάποιος από το κοινό ρωτά, «Πληρώνατε το λεωφορείο;»] Όχι, μα τι λες, μα ποιος πλήρωνε το λεωφορείο; Μην το αναφέρεις καν! Αλλά ούτε το τρένο! Εννοώ, τυπώναμε πλαστά εισιτήρια για το τρένο και πήγαμε μέχρι το Παρίσι έτσι, φτιάξαμε χιλιάδες από αυτά…
Donato
Υπήρχαν τόσες πολλές γνώσεις σχετικά με τον τρόπο ανάκτησης του εισοδήματος που είναι πλέον απίστευτο. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: το σήμα για το μηχανάκι κόστιζε 1505 λίρες. Το έσβηνες, έβαζες την πινακίδα του αυτοκινήτου και με 1505 λιρέτες τριγυρνούσες έχοντας πληρωμένο το σήμα του αυτοκινήτου. Voilà. Σήμερα αυτό δεν είναι πλέον δυνατό, αλλά είναι προφανές ότι θα υπάρξουν άλλες γνώσεις που μπορούν να επιτρέψουν τέτοιες καταστάσεις και που θα πρέπει να εφαρμόσετε. Δεν θα σας κρύψω ότι έχω αναρωτηθεί συχνά: «Αλλά διάολε, μα είναι δυνατόν να μην υπάρχει μια κουλτούρα δολιοφθοράς μέσω του διαδικτύου, με hacking ή οτιδήποτε άλλο, που με κάποιο τρόπο να καταφέρνει να φέρει εισόδημα στο σπίτι;» Ή τουλάχιστον να αναρωτηθείτε σχετικά με αυτό το πρόβλημα. Αυτά είναι ενδιαφέροντα πράγματα που η γενιά σας θα έπρεπε να κάνει διαθέσιμα, προσθέτοντας ένα νέο κεφάλαιο σε όλα όσα η δική μας είχε σκεφτεί κάποτε για να κατακτήσει την ευκαιρία να ζει μειώνοντας τον φόρτο εργασίας.
Α, ο Valerio κι εγώ ξεχάσαμε ένα πράγμα: με την Αυτονομία βρισκόμαστε πολύ πριν την επανάσταση της πληροφορικής. Είχε αρχίσει να αυτοσυστήνεται, και παρόλο που ήδη εκείνη την εποχή κάποιοι μιλούσαν απελπισμένα για την τεχνική, εμείς δεν την δαιμονοποιήσαμε εκ των προτέρων. Γιατί; Διότι το είδαμε ως ένα ανοιχτό παιχνίδι, όπου η ισορροπία δυνάμεων ήταν αυτή που αποφάσιζε αν η επανάσταση της πληροφορίας και η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου θα πήγαιναν προς την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση ή προς τη συσσώρευση κερδών. Αλλά είμαστε πάντα εκεί! Σήμερα, όπως και τότε – δεν θα κουραστούμε ποτέ να το επαναλαμβάνουμε – η ισορροπία δυνάμεων είναι που αποφασίζει προς τα που θα πάει το πράγμα. Φυσικά σήμερα, σίγουρα υπάρχουν πολλά περισσότερα εργαλεία κοινωνικού ελέγχου, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά πρέπει να βρούμε κάπου έναν αδύναμο κρίκο που να μας επιτρέπει να διασχίσουμε τη δυναμική την οποία συναντάμε υπέρ μας. Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που δρα η υποκειμενικότητα, γι’ αυτό και η στράτευση παίρνει τη μορφή του υποκειμένου.
Επειδή, ας καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, όταν μιλάμε για εργάτη μάζα ή κοινωνικό εργάτη, μιλάμε για έννοιες αγώνα, διαφορετικά δεν υπάρχουν. Ο εργάτης μάζα είναι τέτοιος γιατί ασκεί ένα συγκεκριμένο πεδίο πάλης, διαφορετικά είναι μόνο εργατικό δυναμικό, ένα σκυμμένο, υποταγμένο βάναυσα εμπόρευμα. Τέρμα. Ο κοινωνικός εργάτης, σε σχέση με τον εργάτη μάζα, πραγματοποιεί μια περαιτέρω διαδικασία: ενώ ο εργάτης μάζα ανασυντίθεται στο εργοστάσιο στην αλυσίδα ή στο τμήμα, τον κοινωνικό εργάτη πρέπει να τον ανασυνθέσουμε εδαφικά. Αλλά ο βασικός λόγος παραμένει ο ίδιος: αν δώσουμε στο πρόβλημα μια κοινωνιολογική ανάγνωση, τότε ο κοινωνικός εργάτης είναι μια αδιάκριτη φιγούρα, περίπου ενεργή στον τριτογενή τομέα, που παράγεται από την αναδιάρθρωση. αλλά αυτή δεν είναι μια έννοια αγώνα! Δεν μας ενδιαφέρουν οι «επιπτώσεις» της αναδιάρθρωσης καθαυτές, μας ενδιαφέρει να αναχαιτίσουμε την υποκειμενικότητα που μπορεί να χτίσει μονοπάτια και έργα-σχέδια ταξικής ρήξης. Και έτσι ο κοινωνικός εργάτης, πρέπει να δώσει στον εαυτό του εργαλεία ανασύνθεσης που στοχεύουν σε ένα πρόγραμμα ρήξης.
Για παράδειγμα, εμείς λύνουμε αυτό το βήμα χτίζοντας τις εδαφικές κοινωνικές Ομάδες, Gruppi sociali territoriali (Gs), που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Και για να ξεκαθαρίσουμε, δεν τις φτιάξαμε ξεκινώντας από ιδεολογική προοπτική. Πράγματι, όπως επισήμανε ένας από εσάς στο μπαρ πριν ξεκινήσουμε, αυτό της κοινωνικής Ομάδας ήταν ένα αρκτικόλεξο που χρησιμοποιούνταν στην ενορία! Και γιατί το ανακτούμε έτσι όπως το βρίσκουμε χωρίς να τρομοκρατούμαστε; Για το απλό γεγονός ότι αυτό το αρκτικόλεξο, που ήδη υπήρχε, είχε γίνει κινητήριος δύναμη στους αγώνες για τις μεταφορές. Εμάς ενδιέφερε αυτό. Μας ενδιέφερε να βγούμε από την πόλη (στην προκειμένη περίπτωση, ανάμεσα στην Πάντοβα και την άνω περιοχή της Πάντοβας) και να μπούμε στα χωριά.
Γιατί η άλλη κυρίαρχη πτυχή στο Βένετο είναι όλος αυτός ο εδαφικός πλούτος που ξεπερνά πολύ την πανεπιστημιακή πόλη. Από τις περιοχές της Κάτω και Άνω Πάντοβα μέχρι την Berica Riviera, όλη την περιοχή της Vicenza, την περιοχή του Bassano, την περιοχή Rovigo, την Chioggia και ολόκληρη την περιοχή San Donà και Portogruaro… το πιο πολλά υποσχόμενο πολιτικά κομμάτι ήταν η επαρχία – και παρεμπιπτόντως συνδεόμενος ξανά σε όσα είπαμε νωρίτερα, φαντάζομαι ότι βρήκαμε την ίδια σύνθεση που συναντάτε σήμερα στην περιοχή της Μόντενα. Και έτσι ξεκινάμε ένα στοίχημα, λέγοντας στον εαυτό μας: «Αφού όλοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στα χωριά, ακριβώς αυτό το είδος γνώσης και οι άμεσες σχέσεις που έχουμε μεταξύ μας θα είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την οικοδόμηση ενός σχεδίου». Είμαστε φίλοι πριν γίνουμε αγωνιστές. Πάντα κουβαλούσαμε αυτούς τους δεσμούς μαζί μας και φτάνουν στο σήμερα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο χτίζεται ολόκληρη η πολιτική διαδικασία, και είναι μέσα στην ανάπτυξή της που διαμορφώνεται η αντιεξουσία.
Με λίγα λόγια, όπως το αντιλαμβανόμασταν εμείς, η αντιεξουσία ήταν το σύνολο των αυτόνομων συμπεριφορών. επομένως στοιχεία που ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που εκπροσωπούσαμε σε οργανωτικό επίπεδο. Όταν πας να κάνεις μια συνέλευση σε ένα εργοστάσιο 500 εργατών, δεν τσακώνεσαι μαζί τους, μάχεσαι με τα άλλα 490 σε σχέση με τα οποία υπάρχει ένας συνδικαλιστικός έλεγχος, και οι δέκα δικοί σου πρέπει να είναι πολύ αποφασισμένοι να κάνουν το ίδιο. Μόνο έτσι μπορούσε να λειτουργήσει. Επακόλουθο ήταν ότι τη σχέση που είχες με τους συντρόφους στο εργοστάσιο την έχτιζες έξω από εκεί.
Για παράδειγμα, στο βιβλίο υπάρχει μια συνέντευξη με έναν πολύ αγαπητό σύντροφο, τον Gianni. Λοιπόν, αυτός μπαίνει στο εργοστάσιο στα δεκαπέντε. Στα δεκαπέντε ήταν έτσι για όλους, δεν υπάρχουν πανεπιστημιακές διαδρομές στο βιβλίο (συμπεριλαμβανομένου και εμένα: πηγαίνω στο λύκειο και μόλις τελειώσω είμαι ήδη κανονιοτροφή μέσα στην παραγωγή). Εκτός όμως από το να μοιραζόμαστε ένα «πρόγραμμα σπουδών», συμμετέχουμε στις ίδιες εμπειρίες ζωής, ειδικά αυτές που θεωρούσαμε (δικαίως) πιο πυκνές σε νόημα. Είναι σε αυτό το έδαφος -προπολιτικό περισσότερο παρά απολιτικό- που εδραιώνεται η κατανόηση και η εμπιστοσύνη. Σε πολιτικούς όρους, η συσσώρευση δύναμης των μεμονωμένων συντρόφων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγκάζονται να υπομένουν το οκτάωρο την ημέρα, προέρχεται πρώτα από το χωριό, αναπαράγεται στο εργοστάσιο και τελικά γίνεται ένα στοιχείο πολιτικής μάχης.
Ο ίδιος μηχανισμός λειτουργούσε κάτω από το ραντάρ, υπόγεια. για παράδειγμα, σε μια άλλη σημαντική ιστορία που αναφέρω στο βιβλίο, όπου εμείς παίρνουμε ένα μικρό εργοστάσιο, την Italsthul, με 400 εργάτες, και το αναστατώνουμε. Τα αφεντικά τιμωρούνται, μπλοκάρουμε τις γραμμές, σαμποτάρονται οι μηχανές, η διαμάχη κερδίζεται, η σύμβαση εργασίας… αλλά στη βάση υπήρχε πάντα η αντιεξουσία, δηλαδή ένας εργατικός και ταξικός τρόπος να διαπεράσουμε όλη τη πολυπλοκότητα της αντίθεσης.
Εκ των υστέρων ανακαλύψαμε ότι η χτισμένη αντιεξουσία, εκτός από το ότι παρέχει την οργανωτική πυξίδα, είναι η απάντηση σε ένα μεγάλο πρόβλημα της Αυτονομίας, χάρη στο οποίο υπάρχει τόσο ισχυρό κράτημα παρά την τόσο βαριά δικαστική καταστολή. Το κλειδί ήταν πάντα αυτό το δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων [ και φιλικών) που προηγούνταν της πολιτικής και εμπόδιζε να ξεκινήσουν «ατομικιστικές παρασύρσεις, εκτροπές» -δεν ξέρω αν καταλαβαινόμαστε. Το ότι κρατήσαμε-αντέξαμε βασίστηκε στην προσέγγιση που αναλήφθηκε εκ των προτέρων, η μόνη εξαίρεση το αποδεικνύει, ένας εργάτης του Lanerossi που «παραδέχεται πράγματα», αλλά μιλάμε ακριβώς για έναν τύπο που δεν υπήρξε ποτέ αγωνιστής στην οργάνωση όπως δηλώνει ο ίδιος: άλλη μια απόδειξη του πώς οι δικαστικές διαδικασίες στις οποίες υποβληθήκαμε ξεκίνησαν από υποθέσεις, συνοδευόμενες από μια τεράστια προπαγανδιστική-διαφημιστική εκστρατεία που προωθείται από τα ΜΜΕ. Πενήντα χρόνια αργότερα, το εύθραυστο της υπόθεσης της εισαγγελίας έχει γίνει σαφές, αλλά δυστυχώς λειτούργησε εκείνη την εποχή, ειδικά μέσω της προληπτικής φυλάκισης.
Αυτό που με ενδιαφέρει να επαναλάβω είναι ότι το κλειδί για να αποτραπεί πρώτα ο «μαχητισμός» και μετά η «μετάνοια» ήταν ακριβώς η αντιεξουσία, δηλαδή μια συσσώρευση δυνάμεων που προέκυπτε από την καθημερινή ζωή στις γειτονιές, στην επαρχία και στους τόπους ζωής μας. Και στο μεταξύ, αυτή η συσσώρευση δύναμης κατέστησε δυνατό να κάνουμε πράγματα που είναι αδιανόητα σήμερα. Δεν ξέρω αν σας δίνω την ιδέα, μπαίναμε σε εργοστάσια όπως η Laverda (αγροτικά μηχανήματα, 1200 εργάτες) ή η Zanon (του προέδρου των μεταλλουργών της Βιτσέντζα) και σβήναμε τις μηχανές. Θέλω να πω, τώρα και εμένα μου φαίνεται απίστευτο, αλλά το κάναμε! Το έκανα!
Γιατί επιμένω τόσο πολύ σε αυτά τα παραδείγματα; Μισώ κι εγώ τον αναγωγισμό. Επιμένω μόνο για να δώσω μια ιδέα για το πώς σκεφτόμασταν. Δεν είναι ότι λογικά καθόμαστε σε ένα τραπέζι και λέμε «έλα, τα έχουμε όλα ξεκαθαρίσει, οπότε τώρα πρέπει απλώς να ξεκινήσουμε, να πάμε και έγινε», γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί. Κανείς από εμάς, όταν αρχίσαμε να κοιτάμε αυτόν τον κόσμο στα δεκαεπτά-δεκαοκτώ, δεν μπορούσε να ξέρει τι θα έβγαινε από αυτό. Και όμως αυτός ο τύπος σχεδίου έθεσε σε κίνηση μια συλλογική ευφυΐα επαρκή για να συλλάβει την ορμή σου και να σε κάνει πρόθυμο να τολμήσεις, να ξεπεράσεις μοιραζόμενος και τους φόβους. Αυτή ήταν η στράτευση μου, και φαντάζομαι και του Βαλέριο. Μια συλλογική και από κοινού ευφυΐα που μας αιχμαλώτισε, μια επαναστατική και κομμουνιστική ευφυΐα σε πλήρη ρήξη με την παρούσα κατάσταση πραγμάτων.
Εδώ είναι που το παίξαμε. Και έτσι δεν αφήσαμε το μυαλό μας να φυλακιστεί από τους ορίζοντες του προσωπικού πλουτισμού ή από μεμονωμένες-προσωπικές λύσεις, που είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Ο καπιταλισμός λειτουργεί ως εξής: «Δεν θέλεις να γίνεις εργάτης; Γίνε ένας paròn!» Δεν υπάρχει μέση λύση! [συγκινημένο χειροκρότημα] Η αίρεση μας ήταν όλη εκεί: δεν θέλουμε να κάνουμε τους εργάτες και δεν θέλουμε να κάνουμε τα αφεντικά: και επομένως πιστεύουμε ότι η μόνη λύση είναι η κομμουνιστική επανάσταση, τελεία. Αυτή ήταν η βλασφημία που συγκλόνισε τους πάντες, ειδικά το Κκι. Φαντάσου στο διάολο! Αυτοί που θέλουν να κάνουν την επανάσταση χωρίς να δουλεύουν! Έτσι πήγε.
Τώρα, είμαι εβδομήντα χρονών πλέον. Αλλά αν είχα είκοσι ή τριάντα, θα έκανα στον εαυτό μου τις ίδιες ερωτήσεις: ποιοι είναι οι ενεργοί μηχανισμοί μέσα σε αυτή την επιθυμία μας για ρήξη; Γιατί μιλάμε σήμερα εδώ για τη δεκαετία του Εβδομήντα; Ποιο είναι το στοιχείο που μας διαφοροποιεί από την αποδοχή μιας άλλης συνθήκης ζωής; Η καρδιά της στρατευμένης ζωής είναι εκεί. Μετά από αυτό, πρέπει να προστεθούν συλλογικές δυναμικές, και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι όροι σήμερα είναι πολύ διαφορετικοί από ότι πριν από πενήντα χρόνια. αλλά παραμένω πεπεισμένος ότι τα βασικά στοιχεία παραμένουν τα ίδια, διαφορετικά η ιστορία δεν θα είχε νόημα. Είτε λύνεται ο κόμπος του άλματος βαθμού από την ατομική άρνηση του παρόντος στη συλλογική ανυπακοή, είτε υπάρχουν λίγα που μπορούν να γίνουν – αλλά αυτό, με συγχωρείτε, είναι ένα πρόβλημά σας. Έτσι, τουλάχιστον, αυτό που μπορούμε να έρθουμε και να σας πούμε είναι: «Αυτό σε εμάς λειτούργησε» (ή «αυτά ήταν τα συστατικά στοιχεία», για να χρησιμοποιήσω τη σημερινή γλώσσα), οπότε είναι ένα δικό σας πρόβλημα και κάθε νέας γενιάς.
Ξέρω ότι είναι πολύ πιο δύσκολο σήμερα, αλλά θέλω να πω, ότι κι εμείς ξεκινήσαμε σπάζοντας τα με τις ομάδες και βγαίνοντας έξω. Η ιστορία του Potere Operaio στο Βένετο είναι μόνο στην Πάντοβα και τη Μαργκέρα. ήδη στη Βιτσέντζα δεν είχε αυτή την ιδιαίτερη σημασία. Η Lotta Continua ήταν ηγεμονική στην επικράτειά μας, με στελέχη και εργατικές πρωτοπορίες να παρεμβάλλονται πάνω από όλα στα εργοστάσια της Schio. Ως εκ τούτου, η όλη διαδικασία δρομολογείται με την υπέρβαση εκείνου του τύπου σχεδιασμού, όταν καταλαβαίνουμε ότι σε σχέση με την αναδιάρθρωση που είχε ξεκινήσει μεταξύ 1974 και 1975, η αντιπαράθεση που σχεδίαζαν τα όργανα των ομάδων ήταν ανεπαρκής. Και έτσι βγαίνουμε έξω, αμήν. Όμως εδώ βρίσκεται η κρίσιμη προϋπόθεση για τη χρήση της δύναμης.
Και πριν υπήρχαν εμπειρίες που έβλεπαν μια ένοπλη ομάδα περιφρούρησης. Η θεμελιώδης διαφορά της νέας φάσης βρισκόταν στη ρητή επιθυμία οικοδόμησης μιας πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσης. Προσοχή: ένοπλης, όχι παράνομης! Αν δεν έχω περάσει ποτέ μια μέρα παρανομίας, δεν ήταν τυχαίο. Έγινε έτσι γιατί πάντα ξεκινούσαμε από την ιδέα ότι κάθε σύντροφος των βενετσιάνικων πολιτικών συλλογικοτήτων που έκανε πολιτικές παρεμβάσεις στο εργοστάσιο, στην καντίνα, στη σχολή, στη γειτονιά έπρεπε και να «πάει κάτω», όπως λέγαμε την εποχή εκείνη. Ακριβώς σε αυτό το σύνολο –παρέμβαση στην σύνθεση και σύγκρουση– που ρυθμίζαμε τις ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των ένοπλων ενεργειών.
Η σημασία μιας πράξης δεν είχε ποτέ συλληφθεί ξεκινώντας από τη σκληρότητά της. Το σημαντικό ήταν ότι θα αναπτυσσόταν ένα «συλλογικό πλαίσιο», ένα δίκτυο συντρόφων που θα ήταν συντονισμένο και ικανό να ξετυλιχθεί σε ένα ολοένα και πιο περίπλοκο κοινωνικό περιβάλλον. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε «να σηκώσουμε τον πήχη» ή να επιτεθούμε στην «καρδιά του κράτους», δεν θα μπορούσαμε να μην μας απασχολούν τέτοιες κουβέντες. Για εμάς ήταν πιο σημαντικό το αφεντικό που μας έσπαζε τα αρχίδια στο εργοστάσιο να βρει ανθρώπους ικανούς να καταστρέψουν το αυτοκίνητό του και να την βγάλουν καθαρή, αφού αυτό το δίκτυο ήταν που έδειχνε άμεσα τους θετικούς του καρπούς όταν πήγαινες στη δουλειά την επόμενη μέρα. Α, υπάρχουν σύντροφοι στους οποίους εδώ και είκοσι χρόνια (είκοσι χρόνια!), μετά τις υποθέσεις τους στην Αυτονομία, δεν τους ενόχλησαν ποτέ στο εργοστάσιο μέχρι που βγήκαν στη σύνταξη. Αλλά σας φαίνεται πολύ λίγο αυτό; Αυτή ήταν η δύναμη της αντιεξουσίας, δηλαδή της υπόγειας-συγκεντρωμένης δύναμης, συνυφασμένης με τους τόπους της ζωής σου. Η παρανομία ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος
infoaut.org
συνεχίζεται