Dark Mode Light Mode

Η Επίθεση στον Ουρανό, τρίτο μέρος

Valerio

Τα λόγια του Donato, σχετικά με την εφαρμογή της νόμιμης-επιτρεπτής χρήσης βίας στην επικράτεια, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέροντα και επειδή παρατηρεί κανείς τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των κύκλων παραγωγής στο ανώτερο Veneto και στην Emilia. αλλά όσον αφορά το στιλ στράτευσης, οι εμπειρίες μας είναι πανομοιότυπες. Εκεί εφαρμόστηκε σε ένα εργοστασιακό πλαίσιο, πράγμα που δεν συνέβη στη Μπολόνια – και λέω Μπολόνια γιατί δεν υπήρχε τίποτα στη Ρομάνια, υπήρχε ένα σημαντικό κέντρο του Potere Operaio στη Φεράρα (με τον Guido Bianchini, σημαντικό) και στη Μόντενα, αλλά ήταν άλλη φάση. Υπήρχε μια εντελώς διαφορετική κοινωνική σύνθεση, με μεγάλα εργοστάσια «ανέγγιχτων» και μικρά, «νυσταγμένα», το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, εργαστήρια. Αλλά αυτό που συνέβη σε εσάς τους βενετούς στο εργοστάσιο έγινε και εδώ, και πάντα σε σχέση με αυτό που μας υποδεικνύουν τα «ιερά κείμενα» ως κοινωνικό εργάτη. Η θέση στον κύκλο παραγωγής άλλαζε: τα νέα επαγγέλματα, η πρόοδος της πληροφορικής, η ανεργία που διεκδικείται με κριτική έννοια κ.λπ.

Η μπολονιέζικη Εργατική Αυτονομία δούλευε πάνω σε αυτό το ύφασμα ακριβώς όπως δούλευε η βενετική περίπτωση επάνω σε αυτόν που προσδιόριζε ως αναφορά της. Η ιδέα να ξεκινάμε όχι από ιδεολογικές επιλογές, αλλά από αυτό που σου θέτει μπροστά η επικράτειά σου, ήταν απόλυτα κοινή. Και υπήρχαν και αναλογίες σε πρακτικές, όπως ο έλεγχος της γειτονιάς. Αυτό που υπογράμμισε νωρίτερα ο Donato είναι απολύτως σωστό, πως η μαχητική σχέση μεταξύ των «πρωτοποριών», ας πούμε, και της κοινωνικής βάσης δεν διαμορφώνεται στον εργασιακό χώρο (το εργοστάσιο για αυτούς, το πανεπιστήμιο για εμάς), αλλά δημιουργείται έξω, και είναι πρώτα σχέση φιλίας και μετά γίνεται στράτευση. Η σοβαρή προσοχή που αφιερώσαμε στα νέα λεξιλόγια προκύπτει και από αυτή τη σύγκριση με το παρόν σου, αντιμετωπίζοντας το. Ξέρεις, όχι, στη Μπολόνια εκείνα τα χρόνια υπήρχαν τα πάντα: μητροπολιτικοί ινδιάνοι, βουδιστές…

Donato

Θεέ μου, τους ινδιάνους τους συμπαθούσα αρκετά, τους βουδιστές δεν ξέρω ε… [γέλια]

Valerio

Κοίτα, πραγματικά υπήρχαν τα πάντα. Για παράδειγμα, υπήρχαν επίσης αρκετές ομάδες φεμινιστριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ήρθαν από το Potere Operaio (αυτές του μισθού στην οικιακή εργασία, για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον) με τις οποίες είχαμε μια ιστορική σχέση και που θα καταλήξουν όλες στην Autonomia, μάλιστα πολλές από αυτές θα φτάσουν στο σημείο να συλληφθούν μεταξύ 1977 και 1979 για θέματα ένοπλου αγώνα (η ομάδα Self Help είχε δύο συλλήψεις και μια φυγόδικο επειδή ο Εισαγγελέας τις συνέδεσε με εμάς του Rosso, για να καταλαβαινόμαστε). Με λίγα λόγια, δουλέψαμε επάνω σε αυτή τη σύνθεση γιατί αυτή υπήρχε. Και δεν είναι τυχαίο ότι στο ζήτημα της δύναμης, έγινε λόγος για «μαζική παρανομία». Θα θυμάστε εκείνη τη μεγάλη σελίδα του «Rosso», σωστά; Εδώ, η μαζική παρανομία που συνοψίζεται σε δύο πινελιές ήταν ακριβώς αυτό: η νόμιμη-δικαιολογημένη και αναλογική χρήση της δύναμης για την επίτευξη πρακτικών στόχων.

Donato

Που είναι πάντα ένας ορισμός ανάλογα με την πλευρά στην οποίαν στεκόσουν … γιατί κατά τον άλλον ήμασταν απλώς εγκληματίες, ε. Και εδώ μιλάμε, πάντα, για ισορροπίες δυνάμεων.

Valerio

Ακριβώς. Και σε αυτό το επίπεδο υπήρξε μια απάντηση από το Κράτος, αλλά γεγονός παραμένει ότι υπήρχε μια τεράστια διαφορά μεταξύ αυτού που κάναμε εμείς και αυτού που έκαναν άλλες οργανώσεις. Καταρχάς, αποστασιοποιηθήκαμε αποφασιστικά από το μοντέλο των Ερυθρών Ταξιαρχιών και άλλων μαχόμενων κομμουνιστικών ομάδων που αυτοαποκαλούνταν «μαχόμενο κόμμα» ή μάλλον επικεντρώνονταν στην ιδέα ενός «ένοπλου κομμουνιστικού πυρήνα» που θα προσέλκυε γύρω του την εργατική τάξη και στη συνέχεια να κινήσει μια επανάσταση που θα κατευθύνονταν από τον ίδιο τον πυρήνα. Τίποτα πιο διαφορετικό από την Αυτονομία. Και στην πραγματικότητα κι εμείς στη Μπολόνια, όπως και οι σύντροφοι από το Βένετο, δεν έχουμε ασκήσει ποτέ την παρανομία – εκτός, ίσως, λόγω αυστηρά επειγόντων προβλημάτων, όπως όταν σε αναγνώριζαν και εκδίδονταν τα εντάλματα σύλληψης και έπρεπε να εξαφανιστείς.

Donato

Αλλά αυτό – το λέω γιατί ίσως δεν είναι ξεκάθαρο στα παιδιά – αυτό δεν είναι παρανομία, είναι φυγοδικία. Και εγώ είχα τα χρόνια φυγοδικίας μου, κρυβόμουν, αλλά είμασταν αναγκασμένοι και αμήν.

Valerio

Και μάλιστα δουλεύαμε και όταν είμασταν φευγάτοι…

Donato

Και βέβαια! Aκριβώς διότι ήταν μοναχά φυγοδικία, όχι παρανομία.

Valerio

Θυμάμαι επίσης ότι κάποια στιγμή, με μια αστεία φόρμουλα που με έκανε να γελάω πολύ, γίνονταν λόγος για έναν «συνολικό αγωνιστή, ολοκληρωμένο» στη Μπολόνια. Τι εννοούσαμε; Αυτό που έλεγε ο Ντονάτο νωρίτερα: ότι ήσουν μέσα στην τάξη, μέσα σε εκείνη τη σύνθεση που είχες μπροστά σου για να της δώσεις ένα οργανωτικό όχημα. Με άλλα λόγια, σήμαινε ότι εκτός από τις συγκρούσεις έκανες έρευνα μαζί, conricerca, συνέρευνα, δίνοντας προσοχή σε οτιδήποτε κινούνταν για να το καταλάβεις εκ των έσω ώστε να κατευθύνεις τον πιθανό αναβρασμό του – ή ίσως καταλάβαινες ότι, παρά αυτό που φαίνονταν αρχικά, εκείνα τα υποκείμενα δεν σε ενδιέφεραν και έστελνες τα πάντα στο διάολο, αλλά το θέμα είναι το ίδιο. Εν ολίγοις, μια συνεχής αναζήτηση της σύγκρουσης. Εκεί όπου υπήρχε μια αντίθεση, έμπαινες και προσπαθούσες να καταλάβεις πώς θα καταφέρεις να συλλάβεις αυτή την πληθωρικότητα και να αποκομίσεις μια εξέγερση από αυτήν.

Η χρήση της δύναμης ήταν ανάλογη και αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο σε αυτό. «Μια δομή υπηρεσίας στην τάξη», όπως συνόψισε κάποιος, με την οποία να πηγαίνουμε εκεί που η τάξη, από μόνη της, δεν μπορούσε. Επαναλαμβάνω, ας επιστρέψουμε στον κόκκινο Κόκορα, al Galletto rosso και στις συνήθεις πρακτικές: το αφεντικό δεν υποχωρεί στις αξιώσεις; Λοιπόν θα υποχωρήσει, και θα υποχωρήσει με τα χίλια! Δεν θέλω να σταθώ εδώ περισσότερο, καταλάβαμε ο ένας τον άλλον. Εάν αυτές ήταν οι προϋποθέσεις, έπεται ότι εσύ εξαφανιζόσουν από τον κοινωνικό ιστό μόνο εάν σε ταυτοποιούσε η καταστολή. αλλά αυτό ερμηνεύονταν ως εργατικό ατύχημα, σε αντίθεση με άλλες ομάδες που περνούσαν στην παρανομία χωρίς ποτέ να καταζητηθούν. Σκεφτείτε πώς οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διέκριναν τα στελέχη τους ανάμεσα σε «μη τακτικούς», δηλαδή στον ευρύ κύκλο των συμπαθούντων και συνεργατών, και σε «τακτικούς», δηλαδή στους πραγματικούς ταξιαρχίτες που, αν και δεν τους καταζητούσαν, αποφασίζουν να φτιάξουν το ένοπλο κόμμα της επανάστασης, και κάνουν ακριβώς αυτό.

Επομένως, οι δικές μας και οι δικές τους ήταν δύο εντελώς διαφορετικές, και μερικές φορές ανταγωνιστικές, αντιλήψεις για τον ένοπλο αγώνα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ειδικά μετά τον Μόρο, πολλές από αυτές τις εμπειρίες έχουν διασταυρωθεί. Για διαφορετικές δυναμικές από στιγμή σε στιγμή, από πόλη σε πόλη, από υποκείμενο σε υποκείμενο. δεν είναι εύκολο να το συνοψίσουμε σε μερικές υποδείξεις. Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για τη Μπολόνια. Ήμουν στο Potere Operaio από τη γέννησή του το 1969 έως τη διάλυσή του το 1973, και στη συνέχεια στην Autonomia από το 1973 έως το 1979 με τη δίκη «7 απριλίου». άρα γνωρίζω καλά αυτές τις συνδέσεις και μπορώ να πω ότι ναι, κάποιοι τις προσπάθησαν, αλλά δεν τα κατάφεραν ποτέ.

Η Μπολόνια είχε τότε ένα άλλο χαρακτηριστικό, λόγω αυτού του αισθήματος φιλίας, της αδελφικής αγάπης για το οποίο λέγαμε νωρίτερα και που είχε τεράστια πολιτική σημασία για εμάς. Ήμασταν όλοι φίλοι, ήμασταν αληθινοί σύντροφοι, ζούσαμε μέρα νύχτα μαζί. Κάναμε παρέμβαση όλη την ώρα, αλλά κοιμόμασταν τρεις με τέσσερις ώρες τη νύχτα, κυρίως επειδή ήμασταν πάντα στο δρόμο. Υπήρχαν οι γιορτές, οι φασαρίες, νυχτερινές πορείες, στιγμές άνω κάτω που γίνονταν μεταξύ φίλων…Και αυτήν την αδελφοσύνη την ξαναβρήκαμε και στο δικαστήριο. Όταν ξεκίνησε μια μεγάλη δίκη, η λεγόμενη «Prima Linea bis» (Η Prima Linea δεν είχε καμία σχέση, ονομάστηκε έτσι μόνο επειδή κάποιοι πρόστυχοι μιλανέζοι και τορινέζοι είχαν εμπλέξει μερικούς από τους ανθρώπους μας και έτσι τους έσυραν μέσα. σε εμάς υπήρχε το Fcc, που ήταν άλλο πράγμα, αλλά ας μην παρεκκλίνουμε), 23 σύντροφοι (συμπεριλαμβανομένου και εμού) συλλαμβάνονται. Στη Μπολόνια σε εκείνη τη δίκη και τη συνέχειά της δεν είχαμε κανένα μετανοημένο. Ποτέ. Γιατί; Ίσως κάνω λάθος, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η στάση προήλθε επίσης από τη βαθιά αδελφοσύνη μεταξύ των συντρόφων, από αυτήν την αυθόρμητη αδυναμία να βλάψεις τους δικούς σου.

Θα δώσω ένα γρήγορο παράδειγμα. Όταν με συνέλαβαν ήταν τρεις τα ξημερώματα. Με πήγαν στους στρατώνες στη via dei Bersaglieri, επειδή εκεί βρίσκονταν η αντιτρομοκρατική μονάδα. Ναι, βρήκα τους καραμπινιέρους, αλλά πάνω από όλα τον εισαγγελέα να με περιμένει. Μου έδειξε το ένταλμα σύλληψης, για ένοπλη συμμορία, αλλά και άλλα 32 συγκεκριμένα εγκλήματα, με παράλογα πράγματα… Σε εκείνο το σημείο με έβαλε μπροστά σε μια εναλλακτική: «Τριάντα χρόνια φυλακή, αλλιώς αποφασίζεις για ένα ταξίδι συνεργασίας που ξεκινά απόψε. Αρχίζεις να μιλάς και αν συνεχίσεις απόψε θα πας σπίτι». Τον έστειλα κυριολεκτικά να γαμηθεί. Θύμωσε, είπε ότι αυτό δεν ήταν το σωστό γλωσσολόγιο για έναν δικαστή, και πήγα στη φυλακή.

Μα μπορούσα εγώ, όταν με ρωτούσε για ονόματα (και προσπάθησε, ο σκατάς, «γνωρίζεις εκείνον, ξέρεις αυτόν το άλλο;»), μπορούσα να καταγγείλω τον αδερφό μου, την αδερφή μου; Και προσέξτε, η πολιτική και ο ηρωισμός δεν έχουν καμία σχέση εδώ, έχει να κάνει με το να αγαπάς τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις μοιραστεί χαρές και κινδύνους. Το να δίνετε τον εαυτό σας στον ένοπλο αγώνα και να βρεθείτε σε μάχες όπου κινδυνεύετε να πεθάνετε ανά πάσα στιγμή δεν είναι μικρό πράγμα. Σίγουρα, κάποιος τριάντα χρόνια πριν από εμάς είχε περάσει τις ίδιες καταστάσεις, ή τουλάχιστον ο πατέρας μου, που ήταν παρτιζάνος, έτσι μου το έλεγε: η ουσία ήταν η ίδια. Πάνω από μία καταγγελίες-προδοσίες έγιναν εκείνα τα χρόνια, αλλά πάντα από αλλού, σε οργανώσεις όπου τα πράγματα πήγαιναν με τον δικό τους τρόπο. Τι να πω, ήμασταν τυχεροί;

Donato

E όχι, δεν είναι με τίποτα ζήτημα τύχης!

Valerio

Δεν είναι επειδή για εμάς η στράτευση δεν είναι μόνο να είμαστε δίπλα-δίπλα στη δράση, αλλά να είμαστε και έξω. Να είμαστε φίλοι, να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών, αυτών που έχεις στο κεφάλι σου. Παρά την προσοχή και την πειθαρχία που δίνεις στον εαυτό σου, δεν μπορείς να είσαι πάντα σίγουρος για σένα. Και μετά, αν έχεις πραγματικούς συντρόφους, γυρνάς και ζητάς επιβεβαιώσεις, ίσως από κάποια από τις συντρόφισσες σου που είναι και φεμινίστρια. [απευθυνόμενος στον Donato] Μα πόσες νύχτες έχουμε περάσει μιλώντας για αμφιβολίες, προβλήματα, τη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών ή τις σχέσεις εξουσίας μέσα στις ομάδες; Η αμφιβολία μας συνόδευε πάντα και ο μόνος τρόπος να την αντιμετωπίσεις σοβαρά ήταν να τη συζητήσεις με τους δικούς σου, με εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόσουν και τους αγώνες. Δεν ήμασταν ποτέ υπερήρωες, είχαμε πάντα τις αδυναμίες και τις ευαισθησίες μας. μετά φυσικά, στη δράση ήταν εντελώς άλλο πράγμα. Εκεί ο εγκέφαλος λειτουργεί με άλλο τρόπο, εκεί είσαι εσύ και είναι αυτοί, «τάξη ενάντια στην τάξη, δύναμη εναντίον δύναμης», τελεία. Με τον εχθρό η σχέση είναι τεχνική, ουσιαστικά τεχνική. Αλλά ποιος είσαι εσύ πραγματικά το καταλαβαίνεις και το συζητάς έξω.

Donato

Απόλυτο δίκιο, συμφωνώ σε όλα. Αλλά θα επανέλθω για ένα δευτερόλεπτο σε ένα σημαντικό θέμα, δεδομένου ότι ίσως πέρασε χαλαρά, σε δεύτερο επίπεδο. Εμείς ποτέ δεν συλλάβαμε-σχεδιάσαμε-εννοήσαμε την πολιτική δολοφονία, πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα. Αυτό είναι επίσης που επέτρεψε να βαστήξουμε πολιτικά. Υπήρξαν περιπτώσεις βασανιστηρίων και ανάμεσά μας, αλλά είναι εξίσου προφανές ότι όταν συμβαίνουν, σε καταστάσεις σαν τη δική μας, πυροδοτούνται εντελώς διαφορετικές δυναμικές την ώρα της καταστολής, και για διάφορους λόγους. Πρώτον, επειδή είσαι μια πολιτική φιγούρα, και επομένως έχεις αμέσως κάποιον έξω να σε προσέχει. Θα σας δώσω ένα πολύ προσγειωμένο παράδειγμα: με συνέλαβαν ως φυγόδικο, μετά από ενάμιση χρόνο, οπότε μπορούσαν να με σπάσουν. Ήθελαν να μάθουν τι άνοιγαν τα κλειδιά που είχα στην τσέπη μου, δεδομένου ότι εκτός από μένα υπήρχαν και άλλοι, μια δωδεκάδα φυγάδες σύντροφοι. Έτσι σκέφτηκα αμέσως: «Εδώ, τώρα μπορεί να πάει άσχημα». Γιατί όμως αντιθέτως δεν έγινε; Γιατί μόλις με συνέλαβαν βρήκαν ένα έγγραφο που είχα μαζί μου, ένα ντοκουμέντο συντρόφου που το είχα πλαστογραφήσει τόσο καλά που δεν το πίστευαν. Οι καραμπινιέροι λοιπόν πηγαίνουν σε αυτόν και αμέσως στήνεται μια αλυσιδωτή κατάσταση, ένα προστατευτικό δίχτυ έξω από το κελί που με σώζει από περαιτέρω προβλήματα πέρα ​​από τη σύλληψη. Όλα αυτά γιατί ήμασταν δημόσια πρόσωπα, υποστηριζόμενα έξω από το κίνημα.

Ο άλλος παράγοντας, ακριβώς, είναι ότι ποτέ δεν συλλάβαμε τη δολοφονία εκ προμελέτης ως εργαλείο για την ανάπτυξη της αντιεξουσίας. Δεν ξέρω αν θα φτάναμε εκεί, γιατί μιλάμε για μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, και ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί αν τα πράγματα πήγαιναν διαφορετικά. αλλά μέσα στην εμπειρία μας δεν έχει συμβεί ποτέ αυτή η υπόθεση να μπορούσε να συζητηθεί. Μετά, το ατύχημα μπορεί πάντα να συμβεί, όπως όταν πας να ληστέψεις μια τράπεζα και πάει άσχημα. αλλά η ανθρωποκτονία από πρόθεση δεν εξετάστηκε ποτέ, κάτι που είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Σε αυτές τις συντεταγμένες βρίσκεται και το κράτημα των συντρόφων, πως άντεξαν.

Είδατε, ο Βαλέριο καταλήγει σε μια πιλοτική έρευνα για την καταστολή αυτόνομων περιοχών και δέχεται ένα πλήγμα από κατηγορίες για επιθέσεις και δεν ξέρεις καν πού να γυρίσεις το κεφάλι σου. Συνέβη και σε μένα, όταν έλαβε χώρα η τραγωδία στη Thiene ως απάντηση στις συλλήψεις της «7 απριλίου», όπου πέθαναν οι Angelo Dal Santo, Antonietta Berna και Alberto Graziani. Αμέσως εμπλέκομαι, το ίδιο βράδυ εκδίδεται το ένταλμα σύλληψης και ό,τι έχει διεκδικηθεί στο Βένετο μου καταλογίζεται. Σε τι βασίζονται λοιπόν τα εντάλματα σύλληψης; Οικοδομούνται πάνω στη ριζοσπαστική φύση της σύγκρουσης και χρησιμοποιούν αυτού του είδους τις υποδείξεις χρεώνοντας το κατηγορούμενο άτομο με οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει στην ομάδα, και μόνο σε αυτό το σημείο ξεκινούν την έρευνα. Η έρευνα βασίζεται στο βάρος των κατηγοριών: όσο πιο βαρύ είναι το ένταλμα, το κατηγορητήριο, τόσο περισσότερο σε αναζητούν, στο εξωτερικό με την Interpol ή με τον Dalla Chiesa να χτενίζει τις πόλεις και ούτω καθεξής. Έτσι, το κράτημα της Αυτονομίας πηγάζει εν μέρει από την επιλογή των πρακτικών και εν μέρει από το ρίζωμα της, που επέτρεψε από το ίδιο το απόγευμα κιόλας των συλλήψεων να υπάρχουν αυτοί που βγήκαν στους δρόμους για να ζητήσουν «ελευθερία για τους κομμουνιστές»…

Valerio

Έτσι λειτούργησε και στη Μπολόνια, την επόμενη μέρα υπήρχε ήδη πορεία.

Donato

Και μάλιστα αυτό συζητήθηκε στο κλειστό στο συνέδριο του 1977, εκείνο στο οποίο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έλεγαν: «Ω, πόση συναίνεση έχουμε!». Ήταν μια πολιτική μάχη με τη «δεξιά» του κινήματος για τη χρήση της δύναμης. Δεν θέλαμε να ενταχθούμε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, μια σκέψη που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου, ούτε κατά λάθος: το να φωνάξουμε υπέρ του Curcio και η πολιτική κράτηση έγιναν στοιχεία πολιτικής μάχης. Αυτό σημαίνει ότι η επέκταση της αλληλεγγύης για τους κρατούμενους επικεντρώνονταν σε αυτό που θα συνέβαινε έξω από τη φυλακή μόλις κατέληγες εσύ εκεί μέσα.

Στη συνέχεια, θα ήθελα να μιλήσω για ένα άλλο στοιχείο και ξεκινώ κι εδώ από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Άνοιξη του ’78, βρισκόμαστε στη μέση της απαγωγής Μόρο. Στην Alfa στο Μιλάνο, το σωματείο διαπραγματεύεται τα περίφημα «εργάσιμα σάββατα» με τον υπεύθυνο του εργοστασίου. Δηλαδή, υπογράφει συμφωνία όπου διαπιστώνεται ότι, δεδομένου του τρόπου οργάνωσης του, το εργοστάσιο παράγει ελάχιστα και μπορούν να φτιάχνονται είκοσι περισσότερες Giuliette την ημέρα. Επαναλαμβάνω, το σωματείο είναι που διαχειρίζεται αυτές τις μαλακίες και αυτοκαθίσταται ο ελεγκτής της παραγωγής, και ταυτόχρονα σε αυτές τις βάσεις το Kkι τζογάρει την είσοδό του στον κυβερνητικό χώρο. Όλη μας η περιφρόνηση για το Κκι ξεκινά από τη διακυβέρνηση των διαδικασιών παραγωγής, όχι από τις νοητικές μαλακίες περί ιδεολογικής ορθοδοξίας (παρεμπιπτόντως, αυτό το εξαιρετικό απλήρωτο υπεισέρχεται σε εκείνη την «θεωρία των θυσιών» του Λάμα, απλώς για να δώσουμε λίγη ακρίβεια σε άλλες κουβέντες που μπορεί να έχετε ακούσει με αόριστο τρόπο). Οι σύντροφοι πηγαίνουν για να αποτρέψουν τις υπερωρίες, υπάρχει αντίδραση από την ομάδα περιφρούρησης της Cgil και του Κκι, που τίθεται σε υπεράσπιση της παραγωγικότητας, η οποία τους επιτίθεται μαζί με την αστυνομία.

Όλα αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα με την απαγωγή του Μόρο. Άρα, από τη μια βλέπεις την Αυτονομία που θέλει να υπονομεύσει την κοινωνική ημέρα εργασίας, γιατί προσδιορίζει εκεί τον πυρήνα του προβλήματος και την ακαμψία της κυβέρνησης που ενημερώνει τις κοινωνικές σχέσεις. και από την άλλη πλευρά αυτούς που πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι να φτάσουν σε μια απατηλή «καρδιά του Κράτους».

Valerio

Σωστά, τέλεια. Πολύ καλά το είπες.

Donato

Αυτή είναι η αντίφαση που παίζεται ανάμεσα σε εμάς και τους «μαχόμενους». Το στοιχείο που θέλαμε να σπάσουμε ήταν η ακαμψία του οκταώρου. Και είναι έτσι και σήμερα! Πέρασαν πενήντα χρόνια και όχι μόνο δεν μπορούμε να βρούμε εργαλεία για να σπάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά αντιθέτως οι ώρες πληθαίνουν! Αυτό που φαίνεται ακατανόητο για τον Βαλέριο και εμένα σήμερα είναι ότι έχει εκλείψει το θέμα της μείωσης του ωραρίου εργασίας, που ήταν πολύ κεντρικό για εμάς και για το οποίο παίξαμε τα πάντα. Όταν λέγαμε να «δουλεύουν όλοι για να δουλεύουν λιγότερο» το πιστεύαμε! Ήμασταν πεπεισμένοι ότι αυτός ήταν ο δρόμος για την ρήξη, ο δρόμος που θα μας επέτρεπε να βγούμε από εκείνη την κρίση του κεφαλαίου. Συζητώντας την παρουσία ή όχι μιας επαναστατικής διαδικασίας σε αυτές τις εμπειρίες, σε αυτό το σημείο πρέπει να κοιτάξουμε, γιατί για εμάς ήταν ο τρόπος να εισαγάγουμε μέσα στην κρίση του κεφαλαίου τη λύση προς την κομμουνιστική επανάσταση. Έτσι πήγε.

Και εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος, με στοιχεία στα χέρια, ότι είχαμε δίκιο να επιμείνουμε στο ωράριο και στον καταμερισμό, στην ρήξη της εργάσιμης ημέρας, είχαμε δει σωστά. Ακριβώς επειδή αυτό ακριβώς συνέβη: όχι όπως το θέλαμε – δηλαδή ένας έλεγχος της κρίσης μέσω της αντιεξουσίας, δηλαδή μέσω μιας συσσώρευσης δυνάμεων που θα επέτρεπε να χρησιμοποιήσουμε την ευελιξία της εργάσιμης ημέρα προς όφελός μας – αλλά αντιστράφηκε στην ήττα – δηλαδή το πρεκαριάτο, την επισφάλεια. Όλες οι χειρότερες πτυχές της σημερινής εργασιακής κατάστασης είναι το αποτέλεσμα αυτής της ήττας.

Αν έπρεπε να προτείνω σε αυτούς που σήμερα στρατεύονται ένα κλειδί ανάγνωσης, θα ξεκινούσα ρωτώντας τους: μα εσύ πως έλυσες, έστω και μεμονωμένα, αυτή την αντίφαση στη ζωντανή εργασία των οκτώ ωρών και της ακαμψίας; Πώς σκοπεύεις να το αντιμετωπίσεις;

[ContinuaΣυνεχίζεται…]

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλοςinfoaut.org

Προηγούμενο άρθρο

Μια προσωπική αλλά και διαφορετική οπτική των πραγμάτων: Γράφει ο Μάρκος Ζήσου

Επόμενο άρθρο

Για τις εκλογές στους συνταξιούχους του ΟΑΕΕ: Γράφει ο Κώστας Μακέδος