Κάθε μέρα στον κόσμο έξι χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω εργασίας, ενώ ο αριθμός των ατυχημάτων πλησιάζει το ένα εκατομμύριο. Μία από τις αιτίες, σύμφωνα με τη διεθνή Οργάνωση εργασίας, είναι η αύξηση του ωραρίου εργασίας l’ aumento dell’ orario di lavoro.
Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, της κλιματικής κρίσης και της οικονομικής κρίσης κινδυνεύουν να επιδεινώσουν την κατάσταση. Σε αυτό το σενάριο που δεν κάνει την είδηση, σε πολλές χώρες του νότιου ημισφαιρίου, οι οικιακές βοηθοί όταν ερωτούνται «πού εργάζεσαι;» απαντούν «όχι, δεν δουλεύω: βοηθάω στο σπίτι».
Με καθόλου ανόμοιο τρόπο, ακόμη και η δουλειά του rider, του ντελιβερά, του κούριερ στο βόρειο τμήμα του κόσμου περιγράφεται συχνά ως μια «δουλίτσα» για να το στρογγυλέψουν, καταλήγοντας να δικαιολογεί τις συνθήκες επισφάλειας και εκμετάλλευσης στις οποίες υπόκεινται οι εργαζόμενοι από τον συνδυασμό της εργασίας με το κομμάτι και του αλγόριθμου της εφαρμογής.
Κι όμως, κάτω από τα συντρίμμια της αλλοτριωμένης εργασίας υπάρχουν άντρες και γυναίκες που έχουν σταματήσει να αναζητούν ηγέτες και καθημερινά με πολλούς τρόπους – όσο αβέβαιοι, αντιφατικοί και όχι πολύ ορατοί κι αν είναι – μαθαίνουν να μεταμορφώνουν τον τρόπο να σκέφτονται τους άλλους και τον εαυτό τους, δημιουργούν ευκαιρίες για αυτοκατάρτιση και ανταλλαγή, αρνούνται να δεχτούν την ταπείνωση και την απανθρωποποίηση.
Αυτό το άρθρο που γράφτηκε για την Comune αναδεικνύει, για παράδειγμα, τι συνδέει τους ιταλούςντελιβεράδες και τις οικιακές βοηθούς της Τανζανίας. Ο AlbertoSeligardi γράφει: «Οι οικιακές βοηθοί της Τανζανίας φωνάζουν, σε κάθε συνέλευση, ότι δεν θα χάσουν ποτέ την επιθυμία του αγώνα, είναι ένας ακόμη λόγος να μην το κάνουμε ούτε εμείς…»
Για περίπου ένα χρόνο συνεργάστηκα με δύο ενώσεις της Τανζανίας αυτοοργανωμένων οικιακών βοηθών, IDW (Initiative for DomesticWorkers, Πρωτοβουλία για Οικιακούς Εργαζόμενους) και LDW (the Light for DomesticWorkers, το Φως για τους οικιακούς εργάτες), μετά τη συν-ίδρυση της Riders Union Reggio Emilia, Ένωσης Ντελιβεράδων Ρέτζιο Εμίλια, union di food delivery rider, με το ADL COBAS.
Δύο μακρινές εμπειρίες στο χάρτη μιας επίπεδης σφαίρας αλλά όχι στην ουσία, δεδομένου ότι οι λόγοι, οι στόχοι και οι αγώνες τους είναι, στην ουσία τους, κατά κάποιο τρόπο υπερτιθέμενοι. Οι αντίστοιχες κραυγές τους αντηχούν ακόμα στο κεφάλι μου: «Όχι για εμάς αλλά για όλους!» για τους ντελιβεράδες, “wafanyakaziwamajumbanimsikatetamaapambana!” για τις τανζανές εργαζόμενες, που κυριολεκτικά θα μεταφραζόταν ως «οι οικιακές εργαζόμενες δεν εγκαταλείπουν την επιθυμία να αγωνιστούν!». Και οι ιταλικοί αγώνες, [οι ελληνικοί επίσης] θα έπρεπε να μάθουν από αυτούς της Τανζανίας.
Και οι δύο είναι ενώσεις ημιάτυπων, κακοπληρωμένων, εύκολα αντικαταστάσιμων και γεωγραφικά κατακερματισμένων εργαζομένων που αυτοοργανώθηκαν από τα κάτω για να βελτιώσουν τις συνθήκες τους, να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους και να οικοδομήσουν συλλογικά μορφές αλληλοϋποστήριξης και αυτοεκπαίδευσης.
Και οι δύο αμφισβητούν τον μύθο των άτυπων εργαζομένων, ιδιαίτερα των γυναικών και του Νότου του κόσμου, ως ανοργάνωτων, τεμπέληδων, αδιάφορων για την πολιτική, που δεν τους ενδιαφέρει ο κόσμος γύρω τους, ασυνείδητων και παθητικών σε σχέση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Και οι δύο αποδεικνύουν ότι δεν χρειάζονται έναν σωτήρα, είτε έχει τη μορφή ενός λευκού σωτήρα – whitesaviour είτε ενός συνδικαλιστή, που έπεσε από ψηλά για να ανοίξει τα μάτια τους και να τους καθοδηγήσει σαν να ήταν χαμένα πρόβατα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στην Tανζανία, χώρα της Ανατολικής Αφρικής γνωστής στη Δύση πάνω απ’ όλα για την κορυφή του Κιλιμάντζαρο, τις παραλίες της Ζανζιβάρης και τα σαφάρι του Σερενγκέτι, το φαινόμενο των οικιακών βοηθών είναι εξαιρετικά διαδεδομένο: σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ΔΟΕ reportdella ILO υπάρχουν πάνω από ένα εκατομμύριο οικιακές βοηθοί στη χώρα, που αντιστοιχούν στο 5% του συνόλου του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.
Σύμφωνα με την Συνθήκη ILO C189 για τις οικιακές εργαζόμενες Convenzione ILO C189 sulle la vora trici do mestiche οικιακές βοηθοί θεωρούνται όσες εκτελούν οικιακές εργασίες, σε ένα ή περισσότερα νοικοκυριά, στο πλαίσιο μιας μη περιστασιακής σχέσης εργασίας. Ένας τέτοιος ορισμός είναι στην πραγματικότητα προβληματικός, όπως θα δούμε αργότερα.
Από την εμπειρία μου ο μέσος μισθός είναι περίπου 50.000 σελίνια Τανζανίας, περίπου 20 ευρώ, συν διατροφή και διαμονή που πληρώνεται από τον εργοδότη, με αντάλλαγμα κατά μέσο όρο 10 ώρες εργασίας για 6 ή και 7 ημέρες την εβδομάδα.
Οι περισσότερες έχουν αφήσει τις οικογένειές τους στην ύπαιθρο για να μετακομίσουν στην πόλη, ακόμη και στην άλλη άκρη της χώρας, παραμένοντας έτσι απομονωμένες από ένα κοινωνικό και συναισθηματικό δίκτυο που μπορεί να τους υποστηρίξει, ειδικά σε περίπτωση καταχρήσεων. Ωστόσο, η κατηγορία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγνοημένη από την κυβέρνηση και τα συνδικάτα.
Οι οργανώσεις οικιακών βοηθών IDW και LDW, που ιδρύθηκαν αντίστοιχα το 2015 στο Bagamoyo και το 2019 στο Morogoro, έχουν από τριάντα έως πενήντα ενεργά μέλη η καθεμία, που πληρώνουν τις μηνιαίες εισφορές, και εκατοντάδες συμπαθούσες που εμπλέκονται σε κάποιο βαθμό, αν και αυτοί οι αριθμοί δεν είναι πάντα εύκολο να έχουμε με ακρίβεια, δεδομένου και του υψηλού turnover, κύκλου εργασιών.
Διοργανώνουν μηνιαίες συναντήσεις αυτοεκπαίδευσης και υποστήριξης, για τις νέες εργαζόμενες καθώς και για όσες δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια, που κυμαίνονται από τη γνώση του κατώτατου μισθού (30.000 σελίνια Τανζανίας) έως το πώς να νικήσουν τους πιο επίμονους λεκέδες, από συμβουλές μαγειρικής έως τη συναισθηματική διαχείριση της κακής συμπεριφοράς που υπέστησαν στο σπίτι.
Συμμετέχουν ενεργά στη στρατολόγηση-πρόσληψη, ανεπίσημα από στόμα σε στόμα καθώς και από πόρτα σε πόρτα, εξηγώντας στις εργαζόμενες και τους εργοδότες τη σημασία δικαιωμάτων όπως το όριο των ημερήσιων ωρών εργασίας και η γραπτή σύμβαση.
Τα μόνα αξιώματα είναι αυτά της προέδρου και της ταμία, όπως απαιτείται από το κράτος της Τανζανίας για κάθε ένωση, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως από τη συνέλευση με συναίνεση. Αυτοχρηματοδοτούνται μέσω μηνιαίων εισφορών, οι οποίες παραμένουν προαιρετικές: δεν υπάρχουν μηχανισμοί εξουσίας, όπως ο αποκλεισμός από τις συνελεύσεις, που να μπορούν να υποχρεώσουν τις εργάτριες να πληρώσουν τη συνεισφορά τους, εάν δεν το κρίνουν χρήσιμο για την οργάνωση και τη βελτίωση των συνθηκών τους.
Ωστόσο, η LDW καταφέρνει να πληρώνει το ενοίκιο για ένα μικρό γραφείο στο οποίο, χάρη και σε κάποια χρηματοδότηση που διατίθεται σε μικρές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, υπάρχει ένας υπολογιστής, ένας εκτυπωτής και ένα μικρό ψυγείο με μερικά κρύα ποτά, χρήσιμα τα απογεύματα της Τανζανίας, αλλά και για να πουληθούν ώστε να μπορέσουν να έχουν επιπλέον πόρους. Στην IDW, από την άλλη, ένα γραφείο διατίθεται από μια μικρή ΜΚΟ.
Η ιστορία της σημερινής προέδρου της LDW, Beatrice, καταδεικνύει την ικανότητα ενδυνάμωσης της αυτοοργάνωσης. Μου είπε πώς, αφότου άρχισε να παρακολουθεί την LDW, κατάφερε να αποκτήσει ένα γραπτό συμβόλαιο, διπλασιασμό του μισθού της και, σε αντάλλαγμα μιας μόνο ημέρα άδειας την εβδομάδα, κατάφερε επίσης έναν ολόκληρο μήνα άδεια το χρόνο. που αποτελεί τη μοναδική της ευκαιρία να μπορεί να επιστρέψει στο χωριό από το οποίο κατάγεται και να δει ξανά την οικογένειά της.
Είναι προφανές ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας πρώτα από όλα εσωτερικής και βαθιάς αλλαγής της ύπαρξής της. Πριν αισθανόταν μόνη και δεν πίστευε πως μετρούσε, μου εξομολογείται, ενώ τώρα βλέπει την αξία της και δεν φοβάται να κάνει τη φωνή της να ακουστεί, για εκείνη και για όλες.
Μου μιλάει χωρίς να κοιτάζει αλλού, σε αντίθεση με τις περισσότερες νεαρές τανζανές, που κρατούν το βλέμμα χαμηλά. Τώρα νιώθει ελεύθερη, προσθέτει. Τα μάτια της φωτίζουν, αλλά μόνο για μια στιγμή.
Και αυτός είναι πραγματικά ο πυρήνας, η καρδιά αυτών των αυτο-οργανωμένων ενώσεων από κάτω, όπου η ενδυνάμωση είναι τόσο αφετηρία όσο και ο στόχος: εκεί βρίσκεται το κλειδί για μια σταθερή και βαθιά αλλαγή, επειδή έχει τις ρίζες της σε μια μεταμόρφωση πάνω από όλα του τρόπου ύπαρξης, να σκέφτονται και να σκέφτονται τον εαυτό τους.
Η αίσθηση του να μην είναι μόνες και ανίσχυρες, αλλά, αντίθετα, να μετρούν και να αξίζουν δικαιώματα ως εργαζόμενες, ως γυναίκες και ως ανθρώπινα όντα, είναι όχι μόνο ουσιαστική, αλλά ήδη οδηγεί από μόνη της σε σημαντικά αποτελέσματα, καθώς και θέτει τις βάσεις για περαιτέρω μελλοντική αλλαγή.
Οι εργαζόμενες περπατούν με ψηλά το κεφάλι, βγαίνοντας από μια κατάσταση ευπάθειας, ευάλωτες, που είναι πρώτα απ’ όλα κοινωνική, πολιτιστική και έμφυλη, απαντούν ευγενικά στον εργοδότη δείχνοντας επίγνωση της αξίας τους και του τι δικαιούνται, και πως είναι αποφασισμένες να το αποκτήσουν. Και δείχνουν μια ξεκάθαρη συνειδητοποίηση ότι είναι εργαζόμενες, και όχι απλώς μια «βοήθεια στο σπίτι».
Πράγματι, παρά τους χαρακτηρισμούς της ΔΟΕ, στην πραγματικότητα τα σύνορα μεταξύ εργασίας και μη αμειβόμενης εργασίας, επειδή θεωρείται «πως φροντίζουν οικογένεια», είναι συχνά ασαφή και μπερδεμένα.
Πολλά έχουν γραφτεί – όπως ήδη σε διάφορες τρανσφεμινιστικές θεωρίες που αποδίδονται στη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής – comegià in diverse teorie trasfemministeri con duci bili alla theory of social reproduction – σχετικά με το πόση οικιακή εργασία δεν θεωρείται ως τέτοια όταν εκτελείται εντός της οικογενειακής μονάδας στην οποία ανήκει η εργαζόμενη, και κατά συνέπεια θεωρείται ότι δεν αξίζει καν μισθό.
Παίρνοντας συνέντευξη από οικιακές βοηθούς της Τανζανίας, στην ερώτηση «πού εργάζεστε;» δεν είναι λίγες οι φορές που ακούγεται η απάντηση «όχι, δεν δουλεύω: βοηθάω στο σπίτι». Έτσι, οι εργαζόμενες στερούνται πρώτα πολιτιστικά και στη συνέχεια νομικά την ιδιότητά τους ως εργαζόμενες και όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτό το καθεστώς.
Αυτή η δυναμική δεν είναι καθόλου ξένη στον δυτικό κόσμο, και όχι μόνο με την έννοια που κατανοεί-συμπεριλαμβάνει η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με έναν καθόλου ανόμοιο τρόπο, ακόμη και η δουλειά του ντελιβερά έχει συχνά περιγραφεί μάλλον ως «περνώ την ώρα μου» ή το πολύ ως «μια μικρή δουλίτσα» για να το στρογγυλέψουμε, θέλοντας έτσι να δικαιολογήσει τις συνθήκες απόλυτης επισφάλειας και εκμετάλλευσης στις οποίες υποβάλλονται οι εργαζόμενοι από τον τρομερό συνδυασμό του να δουλεύεις με το κομμάτι και τον αλγόριθμο της εφαρμογής – algoritmo dell’ app.
Μιλώντας με αρκετούς riders, τυχαίνει να σου πουν «όχι, αυτή είναι απλά μια δουλίτσα, εγώ σπουδάζω», «έχω μια άλλη δουλειά» ή ακόμα και «βαριέμαι στο σπίτι». Τέτοια σχόλια ανδρών και γυναικών εργαζομένων αντικατοπτρίζουν μια ευρέως αφομοιωμένη πολιτιστική ηγεμονία: θεωρούν ότι η εργασιακή τους δραστηριότητα, που αξίζει των αντίστοιχων δικαιωμάτων και μισθών, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «βοήθεια στο σπίτι» ή ένα «χόμπι».
Όσο βαθιά ριζωμένη κι αν είναι, ωστόσο, αυτή η πολιτιστική ηγεμονία δεν είναι μη αναστρέψιμη. Αντίθετα: είναι ακριβώς σε ρήξη με αυτή την ηγεμονία, ενάντια στην απομόνωση εργαζομένων και στη συστηματική εκμετάλλευση που αναπόφευκτα απορρέει από αυτήν, που προκύπτουν αυτές οι οργανώσεις.
Τόσο οι ενώσεις των ντελιβεράδων-le union dirider στην Ιταλία όσο και εκείνες των οικιακών βοηθών στην Τανζανία, στη ρίζα τους, αντιδρούν εποικοδομητικά σε αυτό. Και, ως ελεύθεροι αυτοοργανωμένοι σύλλογοι, δεν χρειάζεται να ανταποκριθούν στα κλασικά στεγανά ενός συνδικάτου, ενός σωματείου για τα κοινωνικά δικαιώματα, για τη γυναικεία ενδυνάμωση, κ.λπ.
Αντίθετα, μπορούν να προσαρμοστούν ρευστά και δημιουργικά στις διαφορετικές απαιτήσεις του αγώνα, σε μια αυθόρμητη διατομεακότητα: σε πιο αυστηρά συνδικαλιστικές πτυχές όπως η γνώση του εργατικού κώδικα και τεχνικές διαπραγμάτευσης με την πλευρά του εργοδότη προσχωρεί, χωρίς κάποιον σαφή διαχωρισμό, μια πραγματική ενδυνάμωση, και φύλου.
Έτσι παράγεται μια σχετική πολιτισμική αλλαγή που δεν περιορίζεται σε εργαζόμενες, εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά επεκτείνεται και στην υπόλοιπη κοινωνία. Η αλλαγή των νόμων και των συνθηκών εργασίας έρχεται ως συνέπεια, και όχι το αντίστροφο.
Από την εμπειρία των IDW και LDW, καθώς και από αυτή των συνδικάτων αναβατών, μπορούμε να μάθουμε ότι οι μύθοι της μη οργανωσιμότητας και της παθητικότητας αυτών και άλλων κατηγοριών πρόκειται να καταρριφθούν.
Πως η ρευστότητα μεταξύ των διαφορετικών όψεων των αγώνων υπάρχει και λειτουργεί αυθόρμητα σε πολλά πλαίσια, ακόμη και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, χωρίς απαραίτητα να αναγνωρίζεται άμεσα από τη χρήση όρων στους οποίους έχουμε συνηθίσει περισσότερο εμείς στη Δύση, όπως αυτός της « διατομεακότητας», “intersezionalità”.
Ότι η αλλαγή πρέπει πρώτα από όλα να είναι κοινωνική και πολιτιστική και δεν μπορεί να υποταχθεί στη νομική. Ότι αυτές οι αλλαγές από τα κάτω είναι που μπορούν να εξαπλωθούν στην υπόλοιπη κοινωνία και τελικά να την αλλάξουν, και μαζί με αυτήν ολόκληρη την παρούσα κατάσταση πραγμάτων.
Πως αν οι οικιακές βοηθοί της Τανζανίας φωνάζουν, σε κάθε συνέλευση, ότι δεν θα χάσουν ποτέ την επιθυμία του αγώνα, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να μην το κάνουμε κι εμείς.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος comune.info