Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κάπου είχα διαβάσει ότι όποιος γράφει, μπορεί να πάσχει από κάποιο είδος μοναξιάς και βρίσκει καταφύγιο και παρέα στον γραπτό τον λόγο. Επίσης ότι πολλές φορές τη μοναξιά μπορεί να τη γιατρέψει το γράψιμο. Θεραπευτική γραφή το λένε αυτό. Έτσι λένε, και μέσω αυτής, του γραπτού λόγου δηλαδή, σου δίνεται η δυνατότητα να εκφραστείς όπως εσύ θέλεις, δίχως το φόβο ότι αυτά που γράφεις είναι σωστά ή λάθος, να πεις τις ιστορίες σου όπως εσύ επιθυμείς, τις έζησες ή τις φαντάζεσαι, ή όπως θα ήθελες να τις ζήσεις στη ζωή σου, να απλώσεις τα συναισθήματά σου δίχως να σε νοιάζει η κριτική των άλλων και τι θα πουν και πως θα σκεφτούν για σένα. Παίρνω λοιπόν κι εγώ το μολυβάκι μου, το ξύνω και γράφω, γράφω και το ξύνω και συνεχίζω να γράφω, μα εγώ καταλαβαίνω πως αυτό το κάνω, όχι από κάποια ανάγκη γιατρειάς και αποθεραπείας μιας υποτιθέμενης ή υπαρκτής μοναξιάς. Δεν νιώθω έτσι, παρά νιώθω μονάχα μια ευχαρίστηση σα πιάνω στο χέρι το μολύβι μου. Κάπως έτσι μου λέει πως αισθάνεται και ο φίλος μου ο Γιάννης. Έτσι λοιπόν, παίρνω και αραδιάζω λέξεις στη σειρά, λέξεις που φτιάχνουν προτάσεις, προτάσεις που γίνονται ιστορίες και τότε, πράγμα κάπως παράξενο, καταλαβαίνω πως αυτό που κάνω, με οδηγεί σε ένα άλλο είδος μοναξιάς, γλυκιάς όμως μοναξιάς. Χάνομαι και είμαι μόνος μου, γυρνώ σε δρόμους γνωστούς και άγνωστους, πραγματικούς και όχι, της φαντασίας δρόμους, όπου ανταμώνω πρόσωπα της ζωής μου υπαρκτά μα και του ονείρου. Δε μου μιλούν από μόνα τους τα πρόσωπα αυτά. Εγώ βάζω στο στόμα τους λέξεις, λέξεις που άκουσα απ’αυτούς και που τριγυρνούν στη μνήμη μου, μα και δικές μου που θάθελα ίσως να τις είχαν πει. Και να, να πως γεννιέται η ιστορία μου. Έτσι. Και σκέφτομαι κιόλας καθώς ξετυλίγεται η ιστορία μπροστά μου, πως ο καθένας μας πριν φύγει απ’τη ζωή, θα πρέπει να μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία. Μία τουλάχιστον ιστορία. Ύστερα καθώς διαβάζω αυτά που έγραψα, νιώθω πως οι δύο αυτές ας πούμε μοναξιές, που ίδιες μου μοιάζουν, διαφορετικές είναι. Είναι αυτή που κάπως φαίνεται πως μ’αναγκάζει στη γραφή, και η άλλη, εκείνη που με οδηγεί στον δικό μου κόσμο, τον κάπως μοναχικό, σε μια παράλληλη ζωή. Μια ζωή που τη φτιάχνω μόνος μου και όπως γουστάρω κι αγαπώ. Με τα κομμάτια της ζωής μου τα ασπρόμαυρα και τα θρυμματισμένα, μα και με εκείνα τα κομμάτια, με τις στιγμές της ζωής μου που είναι γυαλιστερές πολύχρωμες, διάφανες και εύθραυστες σαν τα πανέμορφα βενετσιάνικα μουράνο. Μνήμες πολλές, όνειρα λιγοστά – δεν χρειάζονται και περισσότερα – ενύπνια που με ξυπνούν και που λες πως θέλουν να οδηγήσουν το χέρι μου σε γραφή αλλόκοτη νυχτερινή. Δεν θεωρώ σπουδαία αυτά που γράφω, και ίσως φαίνεται πως μηρυκάζω σαν μερικά ζωντανά, και αναμασώ λόγια που έχουν ήδη δρομολογηθεί και έχουν πάρει την οδό της λήθης και της καταστροφής τους. Οξειδώνονται και χάνονται. Μα είναι αυτά τα λόγια, η ρημάδα, η δική μου ιστορία που τη γράφω για μένα και που μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να τη μοιραστώ κι ας μην έχει αξία. Κάποιος λέω θα βρεθεί.
Έτσι κι απόψε.
Αστραπόβροντα, αέρας, βροχή, κακό με ξύπνησαν, κατέβηκα μάζεψα τη τέντα κι έκατσα λίγο να χαζεύω τον καιρό. Δρόσισε. Μου άρεσε. Που, να κοιμηθώ, μετά. Πήρε αέρα, φούσκωσε η φτερωτή της μνήμης μου. Μύλος η μνήμη κι άρχισαν οι μυλόπετρες να αλέθουν. Δεκαετίες πίσω στο χωριό. Χαλούσε ο Θεός τον κόσμο. Ο πατέρας να τρέχει να απλώνει τις λαμαρίνες στα σαρένια να μη βραχεί ο καπνός. Η μάνα βοηθός. Βροντές, αστραπές και τσίγκια που στρίγγλιζαν ανατριχιαστικά σε όλο το χωριό και εγώ γεμάτος φόβο να στέκομαι σε μια γωνιά. Γύρισε μέσα στο σπίτι η μάνα, ο πατέρας έξω ακόμα έβαζε πάνω στις λαμαρίνες πέτρες μη και τις σηκώσει ο αέρας. Δεν είναι τίποτα, μου έλεγε η μάνα και σταυροκοπιούνταν μπροστά στο εικονοστάσι.
Παναγιά μου…. Παναγιά μου….
Τους βλέπω, βλέπω το πατρικό μου, βλέπω τις αυλές, τα ζωντανά, τον πλάτανο, τον κάμπο, το βουνό. Ακούω την κούρασή τους στους αναστεναγμούς και στα βογγητά τους…. Δύσκολη ζωή….
Πέρασε η ώρα, κλείνω τα μάτια μου μα δε μου κολλά ο ύπνος…ας είναι…οι σκέψεις μου…ο νους μου…
Η μπόρα σταμάτησε…. κόπασε ο άνεμος…με πήρε ο ύπνος…
Ξημέρωσε….
Σαν να μην έγινε τίποτα τη νύχτα….ο ήλιος ψηλά…
Μέρα νύχτα, ήλιος βροχή… τίποτα το στατικό….
Είναι αυτές οι εναλλαγές στη ζωή μας, οι αντιθέσεις, ο κόντρα καιρός, τα κόντρα συναισθήματα….η τάξη στην αταξία και η μνήμη κόντρα στη λήθη…
Θυμάσαι;
Θυμάμαι…..
Ξημερώματα Πέμπτης του 2020