Είχε βρέξει πολύ εκείνες τις μέρες ,το ποτάμι που περνούσε δίπλα από το Ποντετρίστε για άλλη μια φορά ξεχείλισε.
Μεγάλες οι καταστροφές ,σπίτια πλημμύρησαν, αυτοκίνητα βρέθηκαν χιλιόμετρα μακριά, σαραβαλιασμένα, μια άμορφη μάζα από λαμαρίνες και πλαστικό. Κινδύνεψαν και άνθρωποι από το νερό που κατέβαινε από τις πλαγιές του βουνού,όλοι αιφνιδιάστηκαν δεν το περίμεναν.
Οι περισσότεροι έλεγαν στις μεταξύ τους συζητήσεις πως το χωριό τους έχει θωρακιστεί καλά μετά και την τελευταία μεγάλη πλημμύρα που είχε γίνει πριν από οχτώ χρόνια. Είχαν πάρει όλα τα μέτρα για να μην ξανασυμβεί ,είχαν κάνει αντιπλημμυρικά έργα ,είχαν προνοήσει ώστε να μην τους βρει ξανά τέτοιο κακό. Ένιωθαν ασφαλείς τα είχαν υπολογίσει όλα, δεν θα άφηναν ξανά το χωριό τους έρμαιο στα στοιχεία της φύσης.
Μια γέφυρα των ρωμαϊκών χρόνων ένωνε το Ποντετρίστε με τον υπόλοιπο κόσμο ,οι κάτοικοι ήταν περήφανοι για την αρχαία τους γέφυρα ,ήταν το σήμα κατατεθέν της περιοχής .Τα είχαν προβλέψει όλα ,αυτό που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν ήταν πως κάποτε το νερό θα μπορούσε να ρίξει την γέφυρα και να αποκοπεί το χωριό τους από τον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι λοιπόν όταν η γέφυρα παρασύρθηκε από το ποτάμι έμειναν όλοι εμβρόντητοι ,το κακό πού τους βρήκε τώρα ήταν πραγματικά μεγάλο.
Δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα από όσα είχαν δει μέχρι τότε ,οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έλεγαν πως δεν μπορούν να αντέξουν στην θέα της κατεστραμμένης γέφυρας . Θυμόταν τα εφηβικά τους χρόνια ,τα πρώτα τους ραντεβού στην άκρη της ,κάποιοι είχαν σημαδέψει τα δέντρα που υπήρχαν τριγύρω με τα αρχικά τους υποσχόμενοι παντοτινή αγάπη. Αυτή η γέφυρα σήμαινε πολλά για όλους στο Ποντετρίστε ,τους ένωνε με το παρελθόν τους ,με τις αναμνήσεις τους , ένιωθαν πως δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν στην παλιά τους ζωή αν δεν ξαναγίνει η γέφυρα όπως την ήξεραν, όπως την είχαν στο μυαλό τους.
Καταστράφηκε και το γυμνάσιο τους ,παλιό το κτίσμα διακοσίων ετών σύμφωνα με τα αρχεία της κοινότητας ,γενιές και γενιές πέρασαν το κατώφλι του ,εκεί προετοιμάζονταν για τη νέα τους ζωή οι έφηβοι του χωριού , στο παλιό γυμνάσιο δίπλα στο ποτάμι. Η ορμή του νερού το ισοπέδωσε δεν έμεινε πέτρα στην πέτρα ,η φύση πήρε πίσω από τους ανθρώπους ότι είχαν δανειστεί απ΄ αυτήν , ξύλα, πέτρες, άμμο.
Ήταν δύσκολη η κατάσταση για όλους , μα πιο δύσκολα ήταν για τον Μαριάνο που αποκλείστηκε στο Καμαλένιο ,το σπίτι του βρισκόταν στην αντίπερα όχθη ,τώρα θα έπρεπε να περιμένει να υποχωρήσουν τα νερά, να καθαριστεί από την λάσπη το χωριό , κάποια στιγμή να χτιστεί και η νέα γέφυρα για να μπορέσει να γυρίσει στο σπίτι του ,να συνεχίσει την ζωή του κανονικά όπως πρώτα.
Ο Μαριάνο γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ποντετρίστε, ήταν κλειστό άτομο, εσωστρεφής χαρακτήρας και δεν έκανε εύκολα νέες παρέες ,ήταν όμως και οι συγχωριανοί του περίεργοι άνθρωποι, μουντρούχοι , περιχαρακωμένοι στις απόψεις τους , καχύποπτοι ,δεν έκαναν ούτε αυτοί εύκολα φίλους.
Το Ποντετρίστε ήταν γνωστό για τους αφιλόξενους κατοίκους του.
Ο Μαριάνο παρότι μεγάλωσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον διέφερε από τους συγχωριανούς του και ίσως να ήταν ο μοναδικός που είχε φίλους στην αντίπερα όχθη .Τους φίλους αυτούς τους γνώρισε στο καινούριο γυμνάσιο του Καμαλένιο ,εκεί που ανακάλυπταν τον κόσμο με καινούριους τρόπους πότε ψηλαφίζοντας, πότε τρέχοντας ,πότε μένοντας ακίνητοι για αρκετές ώρες. Τα απογεύματα χωρίζονταν σε ομάδες και έπαιζαν μπάσκετ στην αυλή του γυμνασίου, εκείνες τις ώρες ο Μαριάνο τις περίμενε πως και πως ,δεν είχε άλλωστε και πολλές επιλογές για να αθληθεί στο Ποντετρίστε. Σ΄ αυτό το νέο γυμνάσιο έκανε τους πρώτους φίλους του ,εκεί ένιωσε άνετα από την πρώτη στιγμή ,χαμογελούσε , ήταν αποδεκτός από όλους και ας ήταν ξένος ,από άλλο χωριό .
Στην θέα της κατεστραμμένης γέφυρας ένιωσε μια κρυφή χαρά , θα αργούσε να γυρίσει στο Ποντετρίστε, από την άλλη όμως θα έπρεπε να φιλοξενηθεί κάπου ώσπου να φτιαχτεί η γέφυρα. Δεν ανησυχούσε ήξερε πως οι φίλοι του, η παρέα του, θα τον φρόντιζαν.
Έπρεπε να αλλάξει και την καθημερινότητα του , οι φίλοι του ήξεραν πόσο κλειστός χαρακτήρας ήταν ο Μαριάνο και ήθελαν να τον κάνουν να νιώσει άνετα στην νέα πραγματικότητα . Μαζεύτηκε λοιπόν όλη η παρέα στην άκρη του πλημμυρισμένου ποταμού και έψαχναν με τα βλέμματα τους την οικογένεια του Μαριάνο μέσα στο πλήθος της αντίπερα όχθης. Νάτοι, φώναξε ο Χάβι εκεί στην άκρη τους βλέπω να μας χαιρετάνε και ανταπέδωσαν και αυτοί τον χαιρετισμό.
Οι γονείς του Μαριάνο άρχισαν να φωνάζουν με αγωνία το όνομα του και να ρωτάνε αν είναι καλά ,είχαν μεγάλη ανησυχία για το πως θα τα καταφέρει το παιδί μακριά τους .Ίσως δεν έπρεπε να το στείλουν στο νέο γυμνάσιο ,τώρα θα το είχαν κοντά τους και δεν θα είχαν στο μυαλό τους την έγνοια του, αν θα τρώει, αν θα διαβάζει , αν θα έχει καθαρά ρούχα. Ένα μεγάλο αν θα τους τυραννούσε για πολύ καιρό .
Ήταν μεγάλη η απόφαση να στείλουν το παιδί τους στο Καμαλένιο, το δικό τους γυμνάσιο είχε ιστορία διακοσίων ετών ήταν δοκιμασμένο , έβγαλε επιστήμονες, πολιτικούς ,καλλιτέχνες υπήρχε μια παράδοση όπως και να ΄χει .Την απόφαση για να πάει ο Μαριάνο σε άλλο γυμνάσιο ,ο μοναδικός που το τόλμησε και έσπασε την παράδοση του χωριού, την πήραν τότε που μάλωσε με έναν συμμαθητή του που είχε καταστρέψει μια χελιδονοφωλιά.
Υπήρχε για χρόνια η φωλιά αυτή κάτω από το υπόστεγο του γυμναστηρίου , είχε δώσει και ονόματα στο ζευγάρι των χελιδονιών και όταν την είδε πεσμένη με τα αυγά σπασμένα δεν κρατήθηκε και χτύπησε τον συμμαθητή του στο πρόσωπο. Τιμωρήθηκε μόνο ο Μαριάνο γιατί όπως είχε πει ο διευθυντής ένα χελιδόνι δεν μπορεί να συγκριθεί, δεν αξίζει όσο ένας άνθρωπος.
Μα τα χελιδόνια φέρνουν την άνοιξη ανταπάντησε ο Μαριάνο και πλήρωσε το θάρρος της γνώμης του με μια εβδομάδα αποβολή από το γυμνάσιο. Δεν θέλησε να ξαναπάει , δεν ήταν τόσο η άδικη τιμωρία όσο το γεγονός πως ο διευθυντής συμφώνησε και επαίνεσε τον συμμαθητή του που κατέστρεψε την φωλιά των χελιδονιών. Των χελιδονιών που ταξιδεύουν πάνω από θάλασσες χιλιάδες χιλιόμετρα για να μας θυμίσουν πως έρχεται η άνοιξη και το μόνο που θέλουν είναι να βρουν ένα μέρος να ξεκουραστούν.
Ήταν ανένδοτος ο Μαριάνο ,δεν μπορούσε να τον μεταπείσει κανείς. Έτσι αποφάσισαν να τον στείλουν στο Καμαλένιο στο νέο γυμνάσιο.
Ο Μαριάνο μουσκεμένος τώρα από το ψιλόβροχο χαιρετούσε τους γονείς του που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της κατεστραμμένης γέφυρας .Την στιγμή εκείνη κατάλαβε πως όλα έχουν αλλάξει ,δεν θα γυρνούσε ξανά στο χωριό του, το ένιωσε βαθιά μέσα του.
Ένας νέος κόσμος είχε ανοιχτεί μπροστά του , δεν είχε χρόνο πια να περιμένει το πότε θα χτιστεί η νέα γέφυρα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν αντιγραφή της παλιάς .Τώρα ήταν μέλος της ομάδας μπάσκετ του γυμνασίου, τα Σαββατοκύριακα ταξίδευαν για τα παιγνίδια τους ,γνώρισε νέους ανθρώπους, άλλες πόλεις ,ανακάλυψε τον κόσμο και πέρα από την γέφυρα.
Ο ήλιος έδυε πίσω από από το Ποντετρίστε, ήρθε η ώρα να γυρίσει η παρέα στο χωριό ,ο Μαριάνο ξαναγύρισε να χαιρετίσει τους συγχωριανούς του, τώρα το ήξερε πως ήταν το οριστικό αντίο στην παλιά του ζωή.
Από εκείνο το απόγευμα κύλησαν αρκετά χρόνια ,ο Μαριάνο είχε φύγει από το Καμαλένιο ακολούθησε το όνειρο του και έγινε ζωγράφος, διάσημος, με εκθέσεις στις μεγαλύτερες γκαλερί του κόσμου. Όμως ο Μαριάνο δεν ξέχασε, πάντα θυμόταν με συγκίνηση τους συμμαθητές του που είχαν αγοράσει αμαξίδια για να μπορούν να παίζουν μπάσκετ μαζί του.
Ο Μαριάνο δεν μπορούσε να ψηλώσει και έτσι χαμήλωσαν αυτοί ,από εκείνη την ημέρα αντιμετώπιζε την ζωή με αισιοδοξία είδε πως υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται γι αυτόν, δεν υπήρχε μόνο ο κόσμος του Ποντετρίστε…
Φυσικά και θυμόταν την Αντέλα το κορίτσι εκείνο που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και που του είχε σταθεί όταν είχε πέσει η γέφυρα και αποκλείστηκε στο Καμαλένιο.
Η Αντέλα ήταν και ο λόγος που βρισκόταν εκεί μετά από τόσο καιρό,ναι μεν είχε κερδίσει την ζωή είχε όμως χάσει την Αντέλα. Το μόνο που ήξερε γι αυτήν ήταν πως δεν είχε φύγει από το Καμαλένιο ζούσε εκεί και εργαζόταν ως καθηγήτρια στο γυμνάσιο. Στάθηκε στο ίδιο σημείο που τον είχε αγκαλιάσει για πρώτη φορά ,εκεί που αποχαιρέτισε την παλιά του ζωή στο Ποντετρίστε.
Είχε την ελπίδα πως οι δρόμοι τους θα έσμιγαν και πάλι εκεί στο ίδιο μέρος που γνωρίστηκαν. Ήθελε να δει αν θα την αναγνώριζε μετά από τόσο καιρό, αν και ήταν σίγουρος πως θα την ξεχώριζε ακόμα και ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων.
Άκουσε βήματα πίσω του και καθώς γύρισε να δεί ποιος είναι αντίκρισε την Αντέλα και αυτή συχνά πυκνά πήγαινε στο ίδιο σημείο με την κρυφή ελπίδα πως κάποια μέρα θα συναντηθεί με τον Μαριάνο.
Δεν χρειάστηκε να πουν κάτι την πήρε στην αγκαλιά του και κατηφόρισαν προς την πλατεία του χωριού ,το αμαξίδιο τους άντεχε και τους δύο ,ο έρωτας τον περίμενε στο Καμαλένιο. Όσο κι αν προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από την πεσμένη γέφυρα και από την επιτυχημένη πορεία της ζωής του ,η κατακτημένη από τον Μαριάνο ζωή τον βρήκε και του ψιθύρισε πως τον έρωτα δεν μπορεί να τον νικήσει κανείς…