Κοιτώ γύρω μου. Πρόσωπα κοιτώ. Έξι γυναικεία κεφάλια και πρόσωπα κοιτώ. Γύρω από ένα στενόμακρο τραπέζι κάθονται. Kαι εγώ μαζί τους. Μια κοντέσα απέναντί μου με κοιτά με βλέμμα διαπεραστικό ωσάν οπτικός σαρωτής. Με τα μάτια της ανιχνεύει το πρόσωπό μου. Το σαρώνει και βεβαίως δίχως να ακούγεται εκείνος ο χαρακτηριστικός μηχανικός θόρυβος του σαρωτή. Εκείνος ο θόρυβος, ο αφύσικος, ο παράφωνος θόρυβος, από αυτούς, που μαζί με άλλους νέους ήχους, μας έκαναν τα τελευταία χρόνια, να ξεχάσουμε το κελάηδισμα των φιλήδονων αηδονιών, όταν καλούν ερωτικά το ταίρι τους τα πρωινά τής άνοιξης. Και ούτε καν που θυμόμαστε το σφύριγμα του ανέμου καθώς δέρνει, τα γυμνά τού φθινοπώρου τής οξιάς κλαδιά.
Κάτι σημειώνει η κοντέσα σε ένα τετράδιο που κρατά διπλωμένο στο χέρι της. Μια ιστορία μες στο μυαλό της τριγυρνά και λέξεις γραφτές τις κάνει. Μια ιστορία από το παρελθόν που σαν να με αφορά μου φαίνεται.
Οι άλλες κοντεσίνες στρέφουν τα βλέμματά τους ένα γύρο και όπου δεν φτάνει η ματιά τους, βοηθά η στροφή τού κεφαλιού τους. Ψάχνουν. Παρατηρούν. Μια αφορμή αναζητούν, να γράψουν αυτά που μέσα τους κρατούν. Κάτι απ’ τη ζωή, απ’ τη δική τους τη ζωή να μοιραστούν με άλλους θέλουν.
Μια μικρούλα κοντεσίνα, η μικρότερη απ’ όλους μας, κοιτά προς το μέρος το δικό μου. Πίσω από μένα κοιτά. Κάτι βλέπει, στέκεται για λίγο έτσι κοιτώντας, κάτι φαίνεται να σκέφτεται και αμέσως παίρνει το μολύβι της και γράφει. Λέξεις και ολόκληρες προτάσεις γεμίζουν ένα χαρτί που είναι μπροστά της. Διακρίνω μια σπίθα στη ματιά της και μια ικανοποίηση μαζί. Την κοιτώ και γω. Αφηρημένα την κοιτώ.
Ύστερα το βλέμμα μου στρέφεται και αιχμαλωτίζεται από το καταφώτεινο άλικο χρώμα μιας παλαιάς βελούδινης μπερζέρας. Κι όλα θαρρείς αλλάζουν ξαφνικά.
Δυο θύμησες.
Η μια, φτερά ανέμου μου χαρίζει και πετώ, κι έρχεται ύστερα η άλλη, μου τριβελίζει το μυαλό, μου το σκορπά, μου το ματώνει και πονώ.
Πολύ πονώ καθώς η σκέψη μου φεύγει μακριά. Εκεί, πέρα μακριά, στην άλλη της γης την άκρη πάει. Στα μέρη της Άπω Ανατολής πηγαίνει.
Σφίγγω τα βλέφαρά μου μέχρι που πόνο πολύ μου φέρνουν. Τα κρατώ σφιχτά κι ύστερα τα χαλαρώνω λίγο. Λίγο τα χαλαρώνω και μια χαραμάδα μόνο, αδιόρατη, ανάμεσα στα βλέφαρά μου αφήνω. Με ένα τρόπο μαγικό, χαμηλώνω τον κρύο φωτισμό του ακαλαίσθητα επιπλωμένου χώρου που βρίσκομαι και τον ζεσταίνω. Και άξαφνα τα πάντα μεταλλάσσονται γύρω μου.
Σαν θαύμα, σαν μαγεία.
Εξαφανίζονται τα πάντα από μπροστά μου και απομένει μοναχά η κόκκινη μπερζέρα. Κάτω στο δάπεδο ένα πολύχρωμο tribal ασιατικό χαλί. Πιο κει ένα μικρό λαμπατέρ με βιτρώ καπέλο, χρώματα χαρίζει στο σκοτάδι. Πάνω στο φλογερό βελούδο τής μπερζέρας, η σάρκινη βελούδινη γκέισά μου με μαζεμένα και διπλωμένα τα γυμνά μικροσκοπικά της πόδια. Ένα κιμονό γεμάτο με μωβ πεταλούδες αγκαλιάζει το εύθραυστό της σώμα. Σαν σε μετάλλαξης κουκούλι. Θανάτου και αναγέννησης. Ίσα που διακρίνεται το όμορφο φιλήδονο πρόσωπό της, που σαν χλωμό μου φαίνεται. Την κοιτώ καθισμένος στο χαλί, δίπλα της. Ώρα πολύ την κοιτώ κι ύστερα γέρνω στην αγκαλιά της κι αφήνομαι στο χάδι της. Χτένι θεϊκό τα λεπτά διάφανα δάχτυλά της θωπεύουν τα μαλλιά μου.
Ευτυχία.
Μα……….
Πονώ.
Πόνος.
Γιατί, έχει πόνο πολύ η ευτυχία.
Ποτέ να έρθει μόνη της στον κόσμο μας δεν γίνεται.
Τον πόνο μαζί της πάντα κουβαλά.
Πέρα μακριά η ματιά μου.
Θρυμματίζει το φινιστρίνι του αεροπλάνου κι ακολουθεί τον ήλιο….
Αίμα πίσω του αφήνει ο ήλιος καθώς βυθίζεται στη θάλασσα του Γιαπωνέζικου αρχιπελάγους.
Μια άδεια μπερζέρα βαμμένη με αίμα η τελευταία εικόνα στα μάτια μου….
Πονώ.
Πολύ πονώ.
Κι έγινε αυτός ο πόνος, πόνος παντοτινός.
Μια απουσία….
Ένας μικρός θάνατος….
Ένας θάνατος…..
*
Παλαιοχώρι Παγγαίου
Κάποια του χρόνου αλλαγή