Ο λόγος βγαίνει από έναν άνθρωπο, πηγαίνει σε έναν άλλον άνθρωπο, κολλάει στο μυαλό που είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο και ο άνθρωπος, μόνος ή πιο συχνά παρέα, κάνει πράγματα με πρακτικά υλικά αποτελέσματα με βάση αυτό που έχει στο κεφάλι του (λέξεις, έννοιες, ιδέες, εικόνες του κόσμου).
Όλα πολύ απλά, αν και μας φαίνονται περίεργα. Στο βιβλιαράκι του Byung-chul Han (Η κρίση της αφήγησης, La crisi della narrazione, Einaudi, 2024), υπάρχει μια ιστορία του μεγάλου μελετητή του εβραϊκού μυστικισμού Gershom Scholem (για τον οποίο ο Alessandro Visalli έγραψε ένα ενδιαφέρον άρθρο στο οποίο αναφέρομαι στον σύνδεσμο), ο οποίος αναφέρει μια παλιά χασιδική ιστορία. Δεν την μεταφέρω ολόκληρη αν και, χάνεται λιγάκι η απόλαυση, πηγαίνω στη λογική δομή.
Ξεκινάμε από έναν διάσημο μυστικιστή ο οποίος όταν έπρεπε να κάνει κάτι να συμβεί, πήγαινε σε ένα μέρος στο δάσος, άναβε μια φωτιά, έλεγε μερικές προσευχές και όλα γίνονταν σύμφωνα με το σχέδιο.
Μια γενιά αργότερα η γνώση του τόπου στο δάσος παρέμενε αλλά η πρακτική του αναθηματικού πυρός χάνονταν, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα ήταν πανομοιότυπο. Η επόμενη γενιά έχασε και τη γνώση και τη μνήμη των προσευχών, καθώς και την πρακτική της φωτιάς. ωστόσο, ήταν αρκετό να πάνε σε εκείνο το μέρος στο δάσος και το τελικό αποτέλεσμα ήταν πανομοιότυπο.
Τέλος, έρχεται η στιγμή που κανείς δεν θυμάται τον τόπο του δάσους, τη φωτιά, τις προσευχές, κι όμως στην απλή εξιστόρηση του πώς γίνονταν όλα αυτά κάποτε, παράγεται το ίδιο τελικό αποτέλεσμα, συνέβαινε το επιθυμητό.
Ο Adorno, φίλος του Scholem, θα λογομαχήσει κάνοντας το πράγμα, κατά τη γνώμη μου, λίγο πιο περίπλοκο από όσο χρειάζεται, γράφει ο pierluigi fagan. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιστορία, είναι η διήγηση της μεγάλης πολιτιστικής διαίσθησης ιδιόκτητη του αρχαίου και μακρόβιου εβραϊκού πολιτισμού.
Η δύναμη της λέξης, του λόγου. Αυτός ο παράξενος λαός δίχως γη, μοναδικός στην ανθρώπινη ιστορία των τελευταίων τουλάχιστον τριών χιλιάδων ετών, παρέμεινε μια ταυτότητα χωρίς τίποτα κοινό πέρα από την ισχύ του λόγου.
Δύναμη που τους χρησίμευε εσωτερικά ως πολιτιστικό συνδετικό υλικό ακόμα και σε μεγάλες γεωϊστορικές αποστάσεις, που τους χρησίμευε εξωτερικά για να αμυνθούν ή να χειραγωγήσουν τον κόσμο γύρω τους, με τον δικό τους τρόπο.
Το 2020, περισσότεροι από το ένα τρίτο των νικητών του βραβείου Νόμπελ ήταν εβραϊκής καταγωγής, το 20% κατά μέσο όρο τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια, και αυτοί – οι εβραίοι – είναι μόνο 2 x 1000 του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ο κατάλογος των φιλοσόφων του εικοστού αιώνα που υπερηφανεύονται για αυτήν την πολιτιστική καταγωγή είναι ατελείωτος (η γενετική καταγωγή δεν έχει επιρροή αλλά είναι πιο περίπλοκη και ανακριβής).
Σεναριογράφοι, παραγωγοί, συντάκτες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, καθηγητές, οι εργαζόμενοι του λόγου και των εννοιών που κουβαλούν μαζί τους οι λέξεις, έχουν στο εβραϊκό λίκνο (που είναι πολιτισμικό), έναν τόπο συχνά κοινό. Προσοχή όμως γιατί τότε από λέξη σε λέξη, από έννοια σε έννοια, χτίζεται μια νοοτροπία, μια ή περισσότερες «εικόνες του κόσμου».
Οι ίδιοι οι εβραίοι, που αναρωτήθηκαν σχετικά με το φαινόμενο, θυμούνται τη σημασία ενός σταθερού πολιτισμικού τους κώδικα που χρονολογείται από τον Μαϊμωνίδη γραπτώς, αλλά πρέπει να είναι πολύ παλαιότερος, πρωτότυπος: η δύναμη της λέξης, του λόγου.
Ο κώδικας θα ήταν η «μελέτη» όπως αναφέρεται στη Mishné Torah (Επανάληψη της Τορά) από τον Ανδαλουσιανό φιλόσοφο του 12ου αιώνα (η οποία θα ήταν επίσης μια στήλη της διδασκαλίας του Κομφούκιου).
Όλοι οι Εβραίοι πρέπει να μελετούν κατά προτεραιότητα, ακόμη περισσότερο από το να προσεύχονται. Δεδομένων των αποτελεσμάτων θα έλεγα μια συμβουλή που πρέπει να θυμόμαστε. Υπάρχουν ίσως περισσότερα να πούμε για τη δύναμη του λόγου που είναι ήδη γνωστή και στον Πλάτωνα (o oποίος μετάνιωσε για την προφορικότητα στη θέση των περιορισμών της γραφής στον Φαίδρο), και που είχε και αυτός επιρροές από τους εβραίους στο αιγυπτιακό ταξίδι του (αληθές ή υποτιθέμενο, το ζήτημα είναι αμφιλεγόμενο ), εξ ου και ο Τίμαιος, μια Γένεση αναθεωρημένη σε εν μέρει ελληνικό στυλ αλλά όχι και τόσο πολύ.
Θυμάμαι ότι η Γένεση φαίνεται να είναι το τελευταίο σύνθετο κομμάτι του σώματος της Παλαιάς Διαθήκης, ίσως 500 π.Χ. σε εκείνο του βαβυλωνιακού διαχωρισμού των ιερέων φιλοξενούμενων των ζωροαστρών, από τους οποίους έμαθαν πολλά όπως θυμάται αργότερα ο Νίτσε.
Είναι κρίμα που χάθηκαν οι απαρχές της αρχαίας Aβέστα (φαίνεται 9ος αιώνας π.Χ., αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις προφορικής παράδοσης μπορεί εύκολα να αναγραφεί κατά χίλια χρόνια ή περισσότερα, όπως για τις Βέδες).
Γεγονός είναι ότι αυτός ο μικρός και πρωτότυπος λαός με χιλιετή επιμονή, όσο ή ίσως χάρη στη συνεχιζόμενη διασπορά, μας δείχνει τόσο τη δύναμη του λόγου, του μυαλού, της σκέψης, όσο και την επίδραση που έχει αυτή η ισχύς στους άλλους ανθρώπους.
Είμαστε ζώα αφηγητές, άπληστοι για αφηγήσεις, αυτοί ξέρουν πώς να τις κάνουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και έτσι δείχνουν μια γνώση του ανθρώπου που ίσως δεν έχει αντίστοιχη στη Δύση.
Προσοχή, πολλή από αυτή είναι άρρητη γνώση, σιωπηρή, δεν είναι τα πάντα Τσόμσκι. Όταν ένας αφηγητής εβραϊκής καταγωγής, σε ένα αστείο από μια ταινία, σε έναν σαρκασμό, σε μια αυτοειρωνική πιρουέτα που συνορεύει με την αγριότητα, σε κάνει να γελάς, είναι επειδή έχει μια πιο σφαιρική γνώση του ανθρώπου από αυτή που έχουμε κωδικοποιήσει σε πειθαρχικούς τομείς.
Η μαγική λέξη θα ήταν τα πολλά ονόματα του Θεού, αλλά ίσως πρέπει να αντιστρέψουμε την υπόθεση, ο Θεός είναι ακριβώς η λέξη, ο λόγος.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος pierluigi fagan | complessità