Με αφορμή την τελική έκβαση του θέματος της Στέγης του ΣΦΓΤ που όλο το παρελθόν έτος απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί μεγάλο μέρος των δημοτών και ιδιαίτερα τον πνευματικό κόσμο της πόλης, θέλω να μοιραστώ κάποιες σκέψεις με όσους διαθέτουν ευαισθησία σε θέματα όχι μόνο πολιτισμού, αλλά και δημοκρατίας και συμμετοχής των πολιτών σε αποφάσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τη ζωή τους.
Δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε συνηθίσει για ό,τι αρνητικό μας συμβαίνει να αποποιούμαστε των προσωπικών μας ευθυνών, μεταβιβάζοντας τις αιτίες του προβλήματος στους άλλους, όπως επίσης να μην αντιδρούμε όταν τα πράγματα εξελίσσονται, αλλά να δυσανασχετούμε εκ των υστέρων.
Στο μόνιμο ερώτημα «ποιος φταίει;» η απάντηση είναι πάντα «οι αιρετοί». Όταν το πρόβλημα είναι γενικό φταίει η κεντρική εξουσία και όταν είναι τοπικό οι τοπικές αρχές. Σαφώς και οι αιρετοί έχουν μεγάλο μέρος των ευθυνών για ό,τι συμβαίνει, το μεγαλύτερο όμως το έχουν όσοι τους εξέλεξαν, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται όσοι δεν αντιδρούν και αποδέχονται τα τεκταινόμενα.
Παράλληλα αρεσκόμαστε να κάνουμε αναφορές στον πολιτισμό των αρχαίων προγόνων μας και στο σύστημα της «άμεσης δημοκρατίας» που αυτοί εισήγαγαν στην ανθρωπότητα και που εμείς δεν είμαστε σε θέση να εφαρμόσουμε ούτε καν στις πιο μικρές τοπικές συλλογικότητες.
Χωρίς να υπαινίσσομαι ότι σε άλλες τοπικές κοινωνίες στη χώρα μας οι συλλογικοί φορείς λειτουργούν υποδειγματικά, θα αναφερθώ στην κοινωνία της Καβάλας, στην οποία επέλεξα να ζήσω το τελευταίο κομμάτι της ζωής μου.
Γνωρίζοντας το παρελθόν αυτής της πόλης, τόσο σε επίπεδο πολιτισμού όσο και σε επίπεδο διακίνησης ιδεών, διεκδικήσεων και χειραφέτησης των πολιτών, μου είναι αδύνατον να κατανοήσω τη σημερινή κατάσταση την οποία για πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα μέσα από μια συλλογική προσπάθεια προάσπισης της πολιτιστικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα την υπόθεση της Στέγης του ΣΦΓΤ.
Η πρώτη αρνητική αντίδραση υπήρξε από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, με εξαίρεση τον πρόεδρο και κάποιους συναδέλφους που τοποθετήθηκαν δημόσια ή ατομικά αργότερα. Η άρνησή τους να συζητηθεί ένα θέμα για το οποίο θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λόγο, και ο αντιδημοκρατικός τρόπος που εκφράστηκε, προσβάλλει όλη την πόλη και το πολιτιστικό της παρελθόν.
Οι υπόλοιποι επιστημονικοί φορείς προτίμησαν τη σιωπή, πιθανόν γιατί ένοιωσαν ότι θίγονται τα συντεχνιακά τους συμφέροντα, με εξαίρεση ελαχίστων περιπτώσεων. Αυτό όμως που κυριολεκτικά με εξέπληξε, ήταν οι αντιδράσεις της διοίκησης του Συνδέσμου, τα συμφέροντα του οποίου προσφέρθηκα να υπηρετήσω, λόγω της ιδιότητάς μου και της εμπειρίας μου στο θεσμικό κομμάτι που αφορούσε την υπόθεσή τους. Δεν επέλεξα μόνος μου να επωμιστώ αυτό το φορτίο.
Μου ανατέθηκε από τα 150 άτομα που συγκεντρώθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Η εξέλιξη αυτού του εγχειρήματος, δηλαδή της διάσωσης της Στέγης, που δρομολογήθηκε από την Επιτροπή Πρωτοβουλίας, η οποία συστάθηκε για το σκοπόν αυτό, δημιουργεί σειρά από ερωτηματικά που πρέπει να προβληματίσουν κάθε δημοκρατικό πολίτη.
Ήδη από την αρχή, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα δυσπιστία και άρνηση συμμετοχής σ’ έναν κοινό σκοπό από την διοίκηση του σωματείου. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της συλλογικής μνήμης, που συνδέονται άρρηκτα τόσο με την εμβληματική οδό Κύπρου όσο και με το κτήριο που φιλοξένησε για 65 χρόνια τον ιστορικό Σύνδεσμο, φάνηκε ότι αποτελούσε για τους εκπροσώπους του άγνωστες λέξεις.
Η ιδέα της δημιουργίας ενός κινήματος πολιτών που θα διεκδικούσαν το δικαίωμά τους στη διατήρηση της ιστορίας, του πολιτισμού και της φυσιογνωμίας της πόλης τους, κατά τα φαινόμενα, μάλλον τους ενόχλησε.
Το μήνυμα που έστειλαν αργότερα πνευματικοί άνθρωποι της Καβάλας, αλλά και της υπόλοιπης χώρας, καταδικάζοντας ένα καταστροφικό έργο για την πόλη και τον πολιτισμό, τους άφησε τελείως αδιάφορους. Η ανεπίτρεπτη για εκπροσώπους του πολιτισμού και μάλιστα ενός τόσο σημαντικού σωματείου, άγνοια, μετετράπη στη συνέχεια σε επιθετική συμπεριφορά προς όποιον θα στεκόταν εμπόδιο κατά τη γνώμη τους στη μεγάλη ιδέα της «διαπραγμάτευσης με τη Μητρόπολη», η οποία μάλιστα διεκδικούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης.
Η έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού στις δημοκρατικές διαδικασίες, που τηρούνται πλέον ακόμα και από τις πιο συντηρητικές διοικήσεις στα σωματεία της χώρας, κατά τη γενική συνέλευση της 30ης Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου, εξελίχθηκε στην επόμενη συνέλευση της 17ης Ιανουαρίου, σε ακραία επιθετικότητα, που θύμιζε μάλλον κερκίδα γηπέδου παρά σύλλογο, πόσο μάλλον «πολιτιστικό».
Για τον σκοπό αυτό, του εκτοπισμού της Πρωτοβουλίας και όσων αγωνίστηκαν για την υπόθεση της Στέγης, στρατολογήθηκαν άτομα τα οποία όχι μόνο δεν είχαν συμμετάσχει στις συνεχείς δράσεις που λάμβαναν χώρα όλο τον περασμένο χρόνο, αλλά ούτε είχαν ενδιαφερθεί στοιχειωδώς για το πρόβλημα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ελλιπή ενημέρωση για το θέμα, που προφανώς περιοριζόταν σε ό,τι τους μεταφερθεί.
Ποιος ήταν ο στόχος της περίφημης διαπραγμάτευσης, προς χάριν της οποίας εφάρμοσαν αυτές τις ακραίες συμπεριφορές; Η διεκδίκηση, δια του δικηγόρου τους, του ασφυκτικού χώρου που ήδη από την 28η Φεβρουαρίου του περασμένου χρόνου τους είχε προσφερθεί από την Μητρόπολη.
Και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ήταν η έξωση που άσκησε εναντίον του Συνδέσμου η Μητρόπολη. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Δημάρχου, κατόπιν διαμεσολάβησης των μελών της Πρωτοβουλίας κ. Θεόδωρου Θεοδωρίδη και κ. Βασίλη Λιόγκα, για να τους παραχωρηθεί, κάτω από ταπεινωτικούς όρους, ο παραπάνω χώρος. Χωρίς την παρέμβαση του Δημάρχου, που διέθεσε κάποιους χώρους του Δήμου για να συνεχίσει να λειτουργεί, ο Σύνδεσμος θα ήταν απλά μια ανάμνηση.
Το γεγονός ότι οι δύο γενικές συνελεύσεις που έλαβαν χώρα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά από μεγάλη περίοδο σιωπηρών διαπραγματεύσεων, αμέσως μετά τις τοποθετήσεις διακεκριμένων Καβαλιωτών επιστημόνων, όπως των αρχαιολόγων κ. Κουκούλη και κ. Λυχούνα, του καλλιτέχνη-αρχιτέκτονα κ. Μπακιρτζή και του πανεπιστημιακού κ. Τσουρή, που επανέφεραν το θέμα της αλλοίωσης του διατηρητέου κτηριακού συνόλου της οδού Κύπρου, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με τις επιδιώξεις της διοίκησης του Συνδέσμου.
Το «Κειμηλιαρχείο» θα κατασκευαστεί πάνω στο κουφάρι ενός κτηρίου που είχε συνδεθεί με τη σύγχρονη ιστορία της Καβάλας και στη συλλογική μνήμη υπήρξε η Στέγη του πολιτισμού. Όταν αφαιρεθούν οι λαμαρίνες στη θέση του θα βρίσκεται ένα ψυχρό, ογκώδες, με αλουμινένιο περίβλημα κτήριο.
Δεν ήταν μόνον η αδιαλλαξία της Μητρόπολης που το επέβαλε. Έγινε αποδεκτό από την αρχή και από τη διοίκηση της Στέγης, πριν ξεκινήσει ο αγώνας για τη διάσωση του υφιστάμενου κτηρίου, με αντάλλαγμα τη συστέγαση με τη Μητρόπολη και ως εκ τούτου οποιοσδήποτε αγώνας έπρεπε να καταπνιγεί. Ανάμεσα στους συντελεστές του έργου θα είναι και τα δικά τους ονόματα και όλων όσων τους στήριξαν.
Τι θα κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές; Ένα αστικό περιβάλλον, δομημένο με φθαρτά στο χρόνο υλικά, που για να γίνει βιώσιμο θα χρειαστούν μαζικές κατεδαφίσεις. Ποιος θα επωμιστεί αυτή την ευθύνη; Ποιο θα είναι το μέλλον μιας πόλης κυριολεκτικά κατεστραμμένης, με αλλοιωμένο το ιστορικό της κέντρο;
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ