15/11/2024
Ο νεο-weberian ιστορικός, δημογράφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος Emmanuel Todd, μαθητής του άγγλου ιστορικού Peter Laslett στο Κέιμπριτζ και γνωστός ότι είχε προβλέψει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αρκετά χρόνια νωρίτερα 1, έγραψε ένα σημαντικό και πολύ φιλόδοξο βιβλίο, «Η ήττα της Δύσης», “La sconfitta dell’Occidente” (Fazi Editore, Roma 2024), γεμάτο προικισμένες ιδέες, τολμηρές και λαμπρές υποθέσεις και άβολες προκλήσεις 2.
Με λίγα λόγια, ένα βιβλίο που διαβάζεται με όρεξη. Γράφτηκε μεταξύ ιουλίου και σεπτεμβρίου 2023 (κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού της αποτυχημένης ουκρανικής αντεπίθεσης που σχεδίασε το Πεντάγωνο), αλλά κυκλοφόρησε στην Ιταλία τον σεπτέμβριο με έναν πρόλογο που γράφτηκε τον ιούνιο του 2024.
Το βιβλίο προσπαθεί να κάνει έναν απολογισμό της καταστροφικής σημερινής κατάστασης και η κεντρική θέση είναι ότι η Δύση, αντί να δέχεται επίθεση από τη Ρωσία, «καταστρέφεται από μόνη της»: η ενδογενής κρίση της Δύσης είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορικής στιγμής που βιώνουμε.
«Αυτό που θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία του πλανήτη είναι μια δυτική κρίση, και πιο συγκεκριμένα μια καταληκτική κρίση των Ηνωμένων Πολιτειών, της οποίας τα πιο περιφερειακά κύματα έχουν συντριβεί ενάντια στην προκυμαία της ρωσικής αντίστασης, ενάντια σε ένα κλασικό συντηρητικό έθνος-Κράτος» ( σελίδα 38).
Η Δύση έχει καταστεί εντελώς αυτοαναφορική, πεπεισμένη ότι θα μπορούσε εύκολα να επιβάλει το μοντέλο της στον υπόλοιπο κόσμο. «Το σημερινό δυτικό σύστημα φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύει την ολότητα του κόσμου και δεν παραδέχεται πλέον την ύπαρξη του άλλου.
Ωστόσο, … αν δεν αναγνωρίζουμε πλέον την ύπαρξη του άλλου, θεμιτά ως τέτοιου, στο τέλος παύουμε να είμαστε ο εαυτός μας» (σελ. 51). Κάθε πολιτισμός είναι ζωντανός και ικανός να ενεργεί με συνοχή, αν έχει μια διαλεκτική ταυτότητα.
Σύμφωνα με τον Τοντ, η Αμερική του Αϊζενχάουερ τη δεκαετία του 1950, χάρη στη δουλειά ορισμένων ανθρωπολόγων και πολιτικών επιστημόνων (Μάργκαρετ Μιντ, Ρουθ Μπένεντικτ, Έντουαρντ Μπάνφιλντ, Margaret Mead, Ruth Benedict, Edward Banfield, κ.λπ.) εξακολουθούσε να είναι ικανή να αναγνωρίζει «τον άλλο» (δηλαδή την κοινωνική πολυμορφία – πολιτισμική του κόσμου), ιδίως την ιδιαιτερότητα των ρωσικών, ιαπωνικών ή νοτιοιταλικών πολιτισμών (σ. 72-73). Τώρα, επικρατεί μια ομοιόμορφη αντίληψη των λαών.
Σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για μια κλασική γεωπολιτική ανάλυση που λαμβάνει υπόψη διάφορα στοιχεία – βιοτικό επίπεδο, ισχύ του δολαρίου, μηχανισμούς εκμετάλλευσης, αντικειμενικές σχέσεις στρατιωτικής ισχύος, ισορροπίες δυνάμεων – λίγο πολύ λογικά επιφανειακά, «ωστόσο, θα εγκαταλείψω την αποκλειστική υπόθεση ενός «εύλογου» λόγου και θα προτείνω, αντιθέτως, ένα ευρύτερο όραμα της γεωπολιτικής και της ιστορίας, ενσωματώνοντας καλύτερα εκείνο που είναι απολύτως παράλογο στον άνθρωπο, ιδιαίτερα τις πνευματικές του ανάγκες» (σελ. 49).
Με αυτό ο Todd σκοπεύει να δώσει σημασία σε μια σειρά πολιτιστικών και ιδεολογικών στοιχείων που εμπίπτουν σε μια ολιστική weberian προσέγγιση που προσπαθεί να κρατήσει μαζί εκείνο που οι μαρξιστές εννοούν ως διαλεκτική σχέση μεταξύ δομής και υπερδομής, αν και ο Todd τείνει να θεωρεί ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία ως υπερδομικά, ξεκινώντας από την προτεσταντική θρησκεία, ως τις αληθινές μηχανές της ανθρώπινης ιστορίας, καλώς ή κακώς.
Τι είναι η Δύση
Για να ορίσει λοιπόν τι είναι η Δύση, ο Τοντ δεν καταφεύγει στο 1492 (την εμβληματική ημερομηνία της «ανακάλυψης» της αμερικανικής ηπείρου από τον Κολόμβο που ξεκίνησε την ευρωπαϊκή κατάκτηση του υπόλοιπου κόσμου), ούτε στον εμπορικό και βιομηχανικό καπιταλισμό, ούτε στη φιλελεύθερη δημοκρατία 3, ενώ επιφυλάσσει μια καθοριστική σημασία στο ρόλο της θρησκείας.
«Στην αρχή και το κέντρο της δυτικής ανάπτυξης δεν βρίσκουμε την αγορά, τη βιομηχανία και την τεχνολογία, αλλά μάλλον μια θρησκεία, ιδιαίτερα τον προτεσταντισμό. Ως εκ τούτου, κινούμαι ως καλός μαθητής του Μαξ Βέμπερ, ο οποίος έθετε τη θρησκεία του Λούθηρου και του Καλβίνου στην αρχή αυτού που, εκείνη την εποχή, φαινόταν ότι ήταν η ανωτερότητα της Δύσης.
Ωστόσο, πάνω από έναν αιώνα μετά τη δημοσίευση της προτεσταντικής Ηθικής και του πνεύματος του καπιταλισμού, L’etica protestante e lo spirito del capitalismo, που έλαβε χώρα το 1904 και το 1905, μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από τον Βέμπερ με έναν εντελώς νέο τρόπο.
Αν, όπως αυτός αναφέρει, ο προτεσταντισμός υπήρξε πραγματικά η μήτρα της απογείωσης της Δύσης, τότε είναι ο θάνατός του, σήμερα, που προκαλεί τη διάλυσή της και πιο πεζά την ήττα» (σ. 147-148).
Όπως ο εβραϊσμός, ο «προτεσταντισμός εγγραμματίζει» τους πληθυσμούς στους οποίους κυριαρχεί, υπογραμμίζει ο Τοντ, από τη στιγμή που όλοι οι πιστοί πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση στις Αγίες Γραφές, όχι με τη μεσολάβηση της Εκκλησίας όπως συμβαίνει συνήθως μεταξύ των καθολικών.
Και ένας εγγράμματος πληθυσμός είναι ικανός να προοδεύσει τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά. Ως εκ τούτου, η προτεσταντική θρησκεία συνέβαλε στη δημιουργία ενός εξαιρετικά αποδοτικού εργατικού δυναμικού.
Περαιτέρω, στο επίπεδο των κοινωνικών αντιλήψεων, ο αλφαβητισμός «τροφοδοτεί ένα αίσθημα ισότητας σχεδόν μεταφυσικής μεταξύ όλων των πολιτών» (σελ. 156). Ταυτόχρονα, όμως, ο προτεσταντικός κόσμος συμμεριζόταν την ιδέα, κληρονομημένη από το καλβινιστικό δόγμα του προορισμού, σύμφωνα με την οποία άλλοι επιλέγονται και άλλοι καταδικάζονται, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να μην είναι ίσοι.
Μια ιδέα που έρχεται σε αντίθεση με την καθολική και την ορθόδοξη ιδέα για τη θεμελιώδη ισότητα όλων των ανθρώπων, που καθαρίζονται από το προπατορικό αμάρτημα μέσω του βαπτίσματος. «Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, πως οι δύο πιο ισχυρές ή ανθεκτικές μορφές ρατσισμού εμφανίστηκαν στις προτεσταντικές χώρες.
Ο ναζισμός ριζώθηκε στις λουθηρανικές περιοχές της Γερμανίας… Όσο για την αμερικανική προσήλωση, το κόλλημα στους μαύρους, έχει επίσης μεγάλη σχέση με τον προτεσταντισμό.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχαστούν η ευγονικές και οι αναγκαστικές στειρώσεις, ιδιαίτερα στη ναζιστική Γερμανία, στη Σουηδία μεταξύ 1935 και 1976 και στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1907 και 1981: είναι το λογικό αποτέλεσμα ενός προτεσταντικού περιβάλλοντος που δεν αναγνωρίζει όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα σε κάθε μεμονωμένο άτομο» (σελίδα 150-151).
O Todd υποστηρίζει ότι «ένα έθνος είναι ένας λαός που έχει συνειδητοποιηθεί από μια συλλογική πεποίθηση και μια ελίτ που το κυβερνά με βάση τέτοιες πεποιθήσεις» (σελ. 181), οπότε επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι ο προτεσταντισμός «ήταν επίσης η κύρια κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης των εθνικών Κρατών.
Πράγματι, απαιτώντας τη μετάφραση της Βίβλου στη δημοτική γλώσσα, ο Λούθηρος και οι ακόλουθοι του συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση εθνικών πολιτισμών και ισχυρών, πολεμοχαρών και συνειδητοποιημένων Κρατών: η Αγγλία του Κρόμγουελ, η Σουηδία του Γουσταύου Αδόλφου και η Πρωσία του Φρειδερίκου Β’.
Ο προτεσταντισμός γέννησε λαούς που, διαβάζοντας υπερβολικά τη Βίβλο, κατέληξαν να πιστεύουν ότι επιλέχθηκαν από τον Θεό» (σελίδα 151) και κηρύττοντας τη δική τους εξαιρετικότητα.
Εάν ο αρχικός προτεσταντισμός του Λούθηρου ήταν αυταρχικός (κήρυττε την απόλυτη υποταγή του ατόμου στο Κράτος), σύμφωνα με τον Τοντ αυτό οφειλόταν σε μια ανθρωπολογική προδιάθεση: η γερμανική κάθετη πολλαπλή οικογένεια (η οποία για τον Τοντ «έκανε τον ναζισμό δυνατό» – σελίδα 153) προέβλεπε ότι μόνο ένας από τους γιους καλούνταν να ζήσει με τον πατέρα και να κληρονομήσει (δεν υπήρχε ισότητα μεταξύ των αδελφών).
Αλλά ο αυταρχικός γερμανικός προτεσταντισμός αντιπαραβλήθηκε με τον «φιλελεύθερο δημοκρατικό» της Αγγλίας, όπου «η απόλυτη πυρηνική οικογένεια δεν αποτελούταν ποτέ από περισσότερα από ένα ζευγάρια και τα παιδιά τους, που χώριζαν από τους γονείς τους μόλις γίνονταν έφηβοι…
Αυτό το σύστημα προετοίμαζε τα άτομα στην ελευθερία και τους ενστάλαζε ακόμη και ένα φιλελεύθερο ασυνείδητο που οι Άγγλοι άποικοι εξήγαγαν στην Αμερική» (σελ. 152).
Η καθολική Γαλλία, «κατά γειτνίαση» κατάφερε να διατηρηθεί στην πιο ανεπτυγμένη σφαίρα της Δύσης, που είναι ουσιαστικά προτεσταντική, και παρά το γεγονός ότι στη λεκάνη του Παρισιού η πυρηνική οικογένεια ήταν ισότιμου τύπου, από τη στιγμή που αδέρφια και αδερφές κληρονομούσαν εξίσου, ενώ στον αγγλοσαξονικό κόσμο δεν υπήρχε κανένας τέτοιος κανόνας ισότητας μεταξύ των παιδιών.
Η γαλλική Επανάσταση άντλησε την ισότιμη, την εξισωτική έμπνευσή της ακριβώς από την περιοχή του Παρισιού (αλλά και από τη Μασσαλία και την περιοχή της Μεσογείου), όπου κυριαρχούσε αυτή η οικογενειακή δομή στην οποία τα αδέλφια κληρονομούσαν τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα τους σε ισότιμη βάση και όπου ο πληθυσμός εγκατέλειψε την Εκκλησία υπέρ της Marianne, ενσάρκωσης της ελευθερίας και του ρεπουμπλικανικού λόγου.
Αυτό, ενώ οι γαλλικές περιοχές με αυταρχικές και μη ισότιμες οικογενειακές δομές -όπως η Vandea- βρίσκονταν ακόμα υπό την επιρροή της Παρθένου Μαρίας, δηλαδή ενός θεολογικά και κοινωνικά αντιδραστικού καθολικισμού.
O Todd υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο ορισμοί της Δύσης. Ο πρώτος είναι ένας ευρύς ορισμός που εξετάζει την άνθηση της εκπαίδευσης, την επιβεβαίωση της καπιταλιστικής οικονομίας και του συστήματος εξουσίας ΗΠΑ, το οποίο φτάνει να περιλαμβάνει χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία.
«Αυτή είναι η Δύση των σημερινών πολιτικών και δημοσιογράφων, και ενός ΝΑΤΟ που εκτείνεται στο ιαπωνικό προτεκτοράτο» (σελ. 148). Σε αυτή τη διευρυμένη Δύση, η απογείωση της οικονομικής ανάπτυξης σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο καθορίστηκε από δύο πολιτισμικές επαναστάσεις: την ιταλική Αναγέννηση και τη γερμανική προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Ο δεύτερος είναι πιο στενός και «λαμβάνει τη συμμετοχή στη φιλελεύθερη και δημοκρατική επανάσταση ως κριτήριο ένταξής του. Σε αυτή την περίπτωση, προκύπτει μια μικρότερη ομάδα, στην οποία παραμένουν μόνο η Αγγλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία.
Η αγγλική Ένδοξη Επανάσταση του 1688, Glorious Revolution (με την εκθρόνιση του βασιλιά Ιωάννη Β’ και την επιβεβαίωση της υπεροχής του Κοινοβουλίου επί του Στέμματος τόσο στην Αγγλία όσο και στη Σκωτία), η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776 και η Γαλλική Επανάσταση του 1789 (με τον αποκεφαλισμό του Λουδοβίκου XVI και της συζύγου του Μαρίας Αντουανέτα) είναι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται αυτή η περιορισμένη φιλελεύθερη Δύση.
Με την ευρεία έννοια, λοιπόν, η Δύση δεν είναι ιστορικά «φιλελεύθερη», αφού δημιούργησε επίσης τον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό και τον ιαπωνικό μιλιταρισμό» (σελ. 148).
Θα μπορούσε να προστεθεί ότι ανάμεσα στα τέρατα που αυτή η Δύση (ευρεία και περιορισμένη) έχει δημιουργήσει τα τελευταία 500 χρόνια ιστορίας, είναι επίσης η βίαιη κατάκτηση της Αμερικής και του Νότου του κόσμου, η γενοκτονία των ιθαγενών λαών, η υποδούλωση των αφρικανικών και άλλων αυτόχθονων πληθυσμών, η αποικιοκρατία, ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η πατριαρχία, το ταξικό μίσος, ο ρατσισμός, το απαρτχάιντ και το αίσθημα λευκής υπεροχής.
Ο Τοντ πιστεύει ακράδαντα στη θέση που θεωρεί πως οι δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται σε μια τελική κρίση και ότι ζούμε σε μια μεταδημοκρατία (αναφέρει όλα τα πιο πρέποντα κείμενα σχετικά με τη συζήτηση για την κρίση της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» που δημοσιεύθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από τον Christopher Lasch στον Colin Crouch – σελ. 153-155) και δεν αντέχει την κυρίαρχη αφήγηση που επικεντρώνεται στην αντίθεση μεταξύ δυτικών «φιλελεύθερων δημοκρατιών» και «απολυταρχιών».
Ο Τοντ θεωρεί παράδοξο ότι η Δύση ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τη «φιλελεύθερη δημοκρατία» σε αντίθεση με «απολυταρχίες», όπως η ρωσική, ακριβώς ενώ ο αγγλο-αμερικανο-γαλλικός πυρήνας της, αυτός που επινόησε αυτή τη μορφή δημοκρατίας, βρίσκεται σε μια κρίση βαθιά, ίσως τερματική. Αν μη τι άλλο, για τον Τοντ, μιλάμε για «μια σύγκριση μεταξύ των δυτικών φιλελεύθερων ολιγαρχιών και της ρωσικής αυταρχικής δημοκρατίας» (σελ. 158).
Συνεχίζεται
του Alessandro Scassellati (παρμένο από transform-italia.it)
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος La Bottega del Barbieri