Δεκάδες διάσπαρτα κτίρια μαρτυρούν τη συναρπαστική ιστορία της καλλιέργειας και της εμπορίας καπνού στην πόλη, αλλά γεννούν και την εύλογη απορία γιατί οι διατηρητέες καπναποθήκες μένουν ανεκμετάλλευτες.
όλις ανοίγει η βαριά σιδερένια πόρτα, η μυρωδιά γλιστράει από το στενό άνοιγμα. Ποτισμένοι από τα φύλλα καπνού που μπήκαν και βγήκαν από αυτή την αποθήκη, οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι προσφέρουν ακόμη δροσιά και προστασία από το εξωτερικό περιβάλλον. Ανεβαίνοντας τις σκάλες, τα πάντα είναι καλυμμένα με σκόνη, αλλά μπορείς ακόμη να παρατηρήσεις τα ξύλινα κουτιά, τα ογκώδη μηχανήματα, τα σκαμνάκια των εργατών και τα ξασπρισμένα σημεία στο πάτωμα όπου στέκονταν για ώρες. Εδώ και 39 χρόνια, ο χώρος είναι άδειος. Η μεγάλη τετραώροφη καπναποθήκη των 6.000 τ.μ. στην καρδιά του αστικού ιστού, στη συμβολή των οδών Φιλίππου και Δαγκλή, βρίσκεται σε αχρησία, όπως και πολλές άλλες καπναποθήκες, διάσπαρτες σε όλο το κέντρο. Ενθυμήματα της πλούσιας οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της, οι περισσότερες καπναποθήκες της Καβάλας μαρτυρούν σήμερα το ακριβώς αντίθετο: μια εικόνα παρακμής και εγκατάλειψης, την απουσία κίνησης και ζωής.
Συνολικά 161 καπναποθήκες ανεγέρθηκαν στην Καβάλα, για να στεγάσουν το προϊόν που καθόρισε την εξέλιξη της πόλης αλλά και όλης της βόρειας Ελλάδας. Σήμερα διασώζονται 57, από τις οποίες οι 40 έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέες.
Οι καπναποθήκες Χατζή Σακίρ Ιμπραήμ Πασά, που καταλαμβάνουν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, δεν είναι οι μόνες αχρησιμοποίητες εδώ και χρόνια. Σε όλη την πόλη διασώζονται 57, από τις οποίες οι 40 έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέες. Συνολικά 161 καπναποθήκες ανεγέρθηκαν στην Καβάλα, για να στεγάσουν τον πολύτιμο «χρυσό», το προϊόν που καθόρισε την εξέλιξη της πόλης αλλά και όλης της βόρειας Ελλάδας. «Είχες την αίσθηση ότι οι καπναποθήκες ήταν περισσότερες από τα σπίτια. Στη δεκαετία του 1970, όταν ήμουν μαθήτρια στο σχολείο και περνούσαμε από αυτούς τους δρόμους, μύριζε πάντα καπνό, όχι μόνο εδώ δηλαδή, όλη η πόλη», διηγείται η Σαπφώ Αγγελούδη-Ζαρκάδα, διδάκτορας Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, η οποία έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της δουλειάς και της ζωής της στα ιστορικά κτίρια της Καβάλας.
Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τα οικοδομήματα, βεβαιώνει ότι οι καπναποθήκες είναι πολύ γερά φτιαγμένες, δεν έχουν προβλήματα στατικότητας, διαθέτουν φαρδείς τοίχους από πέτρα και στο εσωτερικό ξύλινα υποστυλώματα, που συνδέονται με δοκούς με την τοιχοποιία. Και πράγματι, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους γύρω από το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο, τις βλέπεις να στέκονται επιβλητικές, χωρίς μεγάλες ορατές ζημιές, αλλά με εμφανή τα σημάδια του χρόνου.
Στα χρόνια της ακμής
Μέχρι περίπου το 1865, οπότε και χτίζεται η πρώτη καπναποθήκη, η πόλη εκτεινόταν εντός των τειχών, στον παλιό οικισμό της Παναγίας. Η καλλιέργεια του καπνού και η αναγνώριση της καλής ποιότητάς του στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα θα προκαλέσει την ταχύτατη επέκταση της Καβάλας και την οικονομική ανάπτυξή της. «Η ποικιλία του μπασμά θα αποκτήσει γρήγορα τη φήμη του καλύτερου καπνού στον κόσμο. Η υγρασία, ο νοτιάς από τη θάλασσα και το μικροκλίμα εγγυώνται τη σωστή ωρίμανσή του, ενώ η επεξεργασία είναι τέτοια που φτάνει στο ζενίθ των αρωμάτων του. Αρχίζουν η μεγάλη ζήτηση και οι εξαγωγές, ενώ καταφθάνουν τόσο ξένοι έμποροι όσο και εργάτες. Δημιουργούνται νέες κτιριακές ανάγκες. Στον τελευταίο όροφο γίνεται η επεξεργασία, στο ισόγειο και στους ενδιάμεσους ορόφους, που έχουν υγρασία και λιγότερο φως, η αποθήκευση», εξηγεί η Κλεοπάτρα Χαλβατζόγλου, υπεύθυνη του Δημοτικού Μουσείου Καπνού.
Οι περισσότερες καπναποθήκες χρονολογούνται μεταξύ 1870 και 1930, οπότε ακμάζει η καπνοκαλλιέργεια και η καπνεμπορία στην πόλη, με παρουσία μεγάλων εταιρειών του εξωτερικού, όπως η αυστροουγγρική Oriental Tobacco, η αγγλική Mayer, η American Tobacco και η εβραϊκή Schinasi Bros με έδρα τη Νέα Υόρκη. Από ένα σημείο και μετά, η ανέγερση των αποθηκών δεν υπηρετεί μόνο λειτουργικές ανάγκες αλλά και το εκάστοτε αρχιτεκτονικό ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της δημιουργίας πρεστίζ για τους εμπορικούς οίκους στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.
Από τη Θεσσαλονίκη μέχρι και την Κομοτηνή, τα εύφορα χωράφια σπέρνονται με καπνό, ενώ τα «καπνομάγαζα», όπως συνηθίζουν να λένε οι ντόπιοι τις καπναποθήκες όπου γίνονταν η επεξεργασία και η εμπορία καπνού, πολλαπλασιάζονται. Η παραγωγή από τις γειτονικές περιοχές εξάγεται από το λιμάνι της Καβάλας σε όλο τον κόσμο: η σφραγίδα του τελωνείου του αποτελεί εγγύηση εκλεκτού προϊόντος. Ο μπασμάς συμμετέχει στην παραγωγή τσιγάρων με μικρά ποσοστά, ακριβώς για να δώσει τα αρώματα που λείπουν από τις άλλες ποικιλίες, αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Το 1929, ο καπνός φτάνει μέχρι και το 56,6% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών, παίρνοντας τη θέση της σταφίδας, ενώ την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι οι απασχολούμενοι στον κλάδο έφταναν τους 900.000, αριθμός που αντιστοιχεί σχεδόν στο 1/7 του τότε ελληνικού πληθυσμού.
Ο κλάδος πρωτοστατεί και σε μεγάλες απεργίες, τόσο επί οθωμανικής κυριαρχίας όσο και μετά την απελευθέρωση. Στην Καβάλα, στη Δράμα και στη Θεσσαλονίκη, οι πιο σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των καπνεργατών, που διεκδικούσαν μεγαλύτερους μισθούς, λιγότερες ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας, έλαβαν χώρα το 1914 και το 1936. Απέναντι στα μέγαρα και τους χορούς των εύπορων εμπόρων, οι εργάτες παρατάσσουν τη συλλογική τους δύναμη, ιδρύοντας σωματεία και συλλόγους.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 θα επηρεάσει και το καβαλιώτικο καπνεμπόριο, σε μια εποχή που η λέξη «παγκοσμιοποίηση» είναι ακόμη άγνωστη. Η υποχώρηση του προϊόντος θα συνεχιστεί προοδευτικά μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε και αρχίζουν να κλείνουν πολλές καπναποθήκες και οι εταιρείες αποσύρουν τα κεφάλαιά τους. Πέρα από τις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, η εγκατάλειψή του οφείλεται και στο ίδιο το προϊόν. Η καλλιέργεια του μπασμά στο χωράφι δεν είναι εύκολη, ενώ η διαδικασία μέχρι την παράδοσή του στην καπναποθήκη είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα.
Η δουλειά στο χωράφι
Στο χωριό Γεωργιανή, κοντά στη Νικήσιανη, ο Σωτήρης Ευαγγέλου είναι ένας από τους ελάχιστους καπνοπαραγωγούς που έχουν απομείνει στον νομό. Συνεχίζει να σπέρνει 20 στρέμματα και να τα δουλεύει με τον αδερφό του Σάββα και τη μητέρα τους Σοφία. «Χίλιες οικογένειες έβαζαν καπνά τη δεκαετία του 1980 στο χωριό, τώρα μείναμε μόνο εμείς», λέει η κυρία Σοφία, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές πως η καλλιέργεια του καπνού στην πραγματικότητα «δεν πληρώνεται». Τα φύλλα καπνού πρέπει να συλλέγονται και να «σπάζονται» νύχτα, όσο κρατούν λίγη υγρασία και πριν ο έντονος καλοκαιρινός ήλιος κάνει τις συνθήκες δύσκολες. Επί δεκαετίες, τα καπνοχώρια ήταν ζωντανά το βράδυ και έβλεπε κανείς εκατοντάδες μικρά φώτα μέσα στον κάμπο – ήταν οι φακοί κεφαλής των ανθρώπων που δούλευαν στα χωράφια. Μικροί και μεγάλοι συμμετείχαν στο σπάσιμο και επέστρεφαν στις αυλές των σπιτιών με τα κοφίνια με τα φύλλα για να συνεχίσουν την επεξεργασία.
Απαιτητικές είναι όμως και οι εργασίες μέχρι τη συγκομιδή. Οι σπόροι φυτεύονται σε φυτώριο (χασλαμά), μεταφυτεύονται στο χωράφι, παρακολουθούνται στενά για να καθοριστούν οι μέρες συγκομιδής σε «χέρια» – πρώτα τα κάτω φύλλα και μετά τα πάνω. Τα φύλλα περνιούνται σε σχοινιά (μπούρλιασμα), κρέμονται οριζόντια στον ήλιο για να στεγνώσουν, μεταφέρονται σε αποθήκες για να κρεμαστούν κάθετα και να μείνουν κάποιες μέρες, ξαναμεταφέρονται σε υγρό και σκοτεινό σημείο (κούι) για να ξαναπάρουν υγρασία, πριν γίνει η διαλογή των φύλλων και η τοποθέτησή τους σε δέματα (παστάλιασμα), για να φύγουν για την καπναποθήκη. Το Εργαστήριο Γλωσσολογίας ΣυνΜόρΦωΣη του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, μάλιστα, έχει καταγράψει το «γλωσσάρι» του καπνού, με σκοπό να το διατηρήσει ζωντανό, ενώ η καλλιέργεια και η επεξεργασία των ανατολικών καπνών στη Μακεδονία και στη Θράκη έχει ενταχθεί στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας με πρωτοβουλία της μη κυβερνητικής οργάνωσης Ινστιτούτο Κοινωνικών Κινημάτων και Ιστορίας Καπνού.
«Θα μπορούσαν να γίνουν τα πάντα αυτά τα κτίρια: ξενοδοχεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, μουσεία. Πάντα υπάρχουν έξυπνες λύσεις για τη διαμόρφωσή τους και θα έπρεπε, όποτε προκύπτει νέα ανάγκη στέγασης δραστηριότητας, να ξεκινάμε από τις καπναποθήκες», τονίζει η Σαπφώ Αγγελούδη-Ζαρκάδα.
Η εταιρεία επεξεργασίας και εμπορίας καπνού Μισσιριάν Α.Ε. είναι η μοναδική που έχει απομείνει σήμερα στην Καβάλα. Λειτουργεί από το 1902 και συνεργάζεται με πολλούς παραγωγούς των όμορων νομών, οι οποίοι έχουν όμως μικρούς κλήρους, οικογενειακές παραγωγές για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους. Διαθέτει υπερσύγχρονα μηχανήματα και πολλές εργασίες γίνονται αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Καπνά από την Ινδία, τη Βουλγαρία, την Ταϊλάνδη περνούν από εδώ και εξάγονται στην Αμερική, στη Γερμανία, στην Αίγυπτο, προμηθεύοντας όλες τις γνωστές καπνοβιομηχανίες, όμως ο τοπικός μπασμάς είναι η αφρόκρεμα των φύλλων καπνού. «Οι ποικιλίες Βιρτζίνια και Μπέρλεϊ έχουν δύο αρωματικά στοιχεία, ο μπασμάς 154. Είναι τεράστια η αξία του, αλλά δεν μπορέσαμε να την κρατήσουμε και να την κεφαλαιοποιήσουμε. Στον δυτικό κόσμο η ζήτηση για καπνό μειώνεται, αλλά παγκοσμίως αυξάνεται. Οι επιδοτήσεις σταμάτησαν και απαγορεύτηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν υπάρχει πρώτη ύλη, δεν υπάρχει μέλλον, μόνο αν γίνουν προγράμματα με νέες τεχνικές και εκπαιδευτούν νέοι παραγωγοί θα υπάρξει πιθανότητα να αναστραφεί η πτωτική πορεία», λέει ο Θανάσης Βακιάνης, υπεύθυνος παραγωγής της εταιρείας.
Η διάσωση της ιστορίας
Η απώλεια της γλώσσας, των πρακτικών, της τεχνογνωσίας γύρω από τον καπνό ανησυχεί και τον Άγγελο Παληκίδη, αναπληρωτή καθηγητή Διδακτικής της Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. «Στην Ελλάδα, ο καπνός κρύβει μια πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνική ιστορία, την οποία δεν έχουμε μελετήσει επαρκώς. Αυτό το προϊόν είναι η κουλτούρα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Καβάλας. Πολύ περισσότερο από τις γύρω πόλεις, γιατί η Καβάλα είχε και το λιμάνι, πολλά ξένα προξενεία, τις αποθήκες και άλλα αξιόλογα κτίρια που προέκυψαν από καπνικά κέρδη. Το εμπόριό του δημιούργησε στην Καβάλα μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Ο καπνός είναι μια ζώσα ιστορία, είναι οι οικογένειές μας. Κι ενώ υπάρχει σε παρέες και ιδιωτικές συζητήσεις, δεν έχει αναδυθεί στη δημόσια ζωή της πόλης. Τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες, μια ομίχλη απόλυτης λήθης μοιάζει να έχει σκεπάσει τα πάντα. Σποραδικές κινήσεις, όπως ημερίδες και συνέδρια, δεν αρκούν. Θα πρέπει να υπάρξει από τη μία πλευρά συγκροτημένη κρατική πολιτική που να αναγνωρίσει τον καπνό ως εθνικό προϊόν και να πάρει μέτρα για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και από την άλλη να φτιαχτεί, με θεσμικές πρωτοβουλίες, η καπνική ταυτότητα της πόλης με τη διάσωση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας, τη δημιουργία εμπειριών για τους επισκέπτες και την επανάχρηση των διατηρητέων κτιρίων».
«Ο καπνός είναι μια ζώσα ιστορία, είναι οι οικογένειές μας. Κι ενώ υπάρχει σε παρέες και ιδιωτικές συζητήσεις, δεν έχει αναδυθεί στη δημόσια ζωή της πόλης. Τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες, μια ομίχλη απόλυτης λήθης μοιάζει να έχει σκεπάσει τα πάντα», λέει ο Άγγελος Παληκίδης.
Παλιά κτίρια, νέες χρήσεις
Η αποκατάσταση των εγκαταλελειμμένων καπναποθηκών είναι μια συζήτηση που κρατάει στην Καβάλα εδώ και χρόνια. Η πόλη πάσχει από πολιτιστικούς και συνεδριακούς χώρους, αλλά δεν έχει προχωρήσει η διαμόρφωση των κτιρίων, δημόσιων και ιδιωτικών, που θα μπορούσε να υποστηρίξει νέες χρήσεις. Ο Μιχάλης Σαχσαμάνογλου, πολιτικός μηχανικός, ιδιοκτήτης καπναποθήκης και αναπληρωτής πρόεδρος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Κινημάτων και Ιστορίας Καπνού, έχει καταθέσει επανειλημμένως προτάσεις για απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και εκμετάλλευση ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Το ίδιο έχει πράξει και η Σαπφώ Αγγελούδη-Ζαρκάδα: «Θα μπορούσαν να γίνουν τα πάντα αυτά τα κτίρια: ξενοδοχεία, σχολεία, γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες, μουσεία. Πάντα υπάρχουν έξυπνες λύσεις για τη διαμόρφωσή τους και θα έπρεπε, όποτε προκύπτει νέα ανάγκη στέγασης κάποιας δραστηριότητας στην πόλη, να προσπαθούμε πρώτα να ξεκινήσουμε από τις καπναποθήκες».
Προς το παρόν, είναι λιγοστά τα παραδείγματα επανάχρησης. Η καπναποθήκη Regie του 1885 έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο, άλλη σε εμπορικό κατάστημα, λίγες έγιναν πολυκατοικίες και κάποιες λειτούργησαν τη δεκαετία του 1990 ως νυχτερινά μαγαζιά και συναυλιακοί χώροι. Υπηρεσίες του δήμου και το Μουσείο Καπνού στεγάζονται σε νεότερη αποθήκη του 1958. Στη βόρεια πλευρά της Πλατείας Καπνεργάτη, η Δημοτική Καπναποθήκη είναι ένα κτίριο 5.500 τ.μ., εξαίρετο παράδειγμα οθωμανικού νεοκλασικισμού, που οικοδομήθηκε γύρω στο 1910 για λογαριασμό της θρυλικής μεσοπολεμικής καπνοβιομηχανίας Turmac. Αγοράστηκε από τον Δήμο Καβάλας το 1968 και από τότε φιλοξενούσε περιστασιακά εκδηλώσεις και εκθέσεις. Με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχει μπει στην τελική ευθεία η πλήρης αποκατάστασή της. Προβλέπεται να μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο ποικίλων χρήσεων και θα στεγάσει το Μουσείο Καπνού, τη Δημοτική Πινακοθήκη, τη λαογραφική συλλογή του δήμου, το μουσείο του Θάσιου γλύπτη Πολύγνωτου Βαγή, αρχεία, βιβλιοθήκες και αίθουσες εκδηλώσεων με ορίζοντα λειτουργίας το καλοκαίρι του 2025.
Στην πόλη Ντάρεμ της Βόρειας Καρολίνας, τη Μέκκα της καπνοπαραγωγής στις ΗΠΑ, με την οποία η Καβάλα είναι αδελφοποιημένη, τα παροπλισμένα πλέον κτίρια των καπνικών εταιρειών έχουν πάρει νέα ζωή. Αναγνωρισμένα ως μνημεία εθνικής κληρονομιάς, κρίθηκαν διατηρητέα, αποκαταστάθηκαν και διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να στεγάσουν κατοικίες, συνεργατικούς χώρους εργασίας, μουσεία, εστιατόρια και χώρους εκδηλώσεων. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι από τις πιο αυστηρές χώρες παγκοσμίως όσον αφορά τη χρήση καπνού, αποτίνεται φόρος τιμής και τα προσήκοντα εύσημα στο προϊόν που καθόρισε οικονομικά και κοινωνικά συγκεκριμένες κοινότητες του αμερικανικού έθνους. Η Μέκκα του καπνού στην Ελλάδα, η Καβάλα, οφείλει να πράξει το ίδιο.
Επισκεφθείτε
Το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, που λειτουργεί από το 2004 σε πρώην καπναποθήκη. Θα δείτε φωτογραφίες, αντικείμενα, μηχανές και φύλλα καπνού και θα μυηθείτε στη συναρπαστική ιστορία της καλλιέργειας και της επεξεργασίας καπνού στην Καβάλα.
Πηγή: www.kathimerini.gr