Τη χρονιά εκείνη μόλις έκλεισαν τα σχολεία στο τέλος του Ιουνίου αποφασίσαμε να κατακτήσουμε το Κάστρο της Παναγίας! Τότε η σχολική χρονιά άρχιζε από τις αρχές του Οκτώβρη και τέλειωνε τέλος Ιουνίου. Η ιδέα γεννήθηκε από ένα κινηματογραφικό έργο που είδαμε στα Ολύμπια, με πειρατές, το περασμένο Πάσχα.
Μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα το κατόρθωμα των πειρατών να χρησιμοποιήσουν μια αναποδογυρισμένη βάρκα σαν υποβρύχιο και να βγουν στην ακτή. Θέλαμε να το επαναλάβουμε, περνώντας από τον βράχο του νοσοκομείου απέναντι στην Παναγία για να αιφνιδιάσουμε τους αμυνομένους.
Τη δοκιμή όμως που κάναμε κάτω στα Μπεντένια της γειτονιάς μας με τη βάρκα του Διομήδη – αποτύχαμε να κάνουμε έστω και δύο βήματα στο βυθό και η ιδέα εγκαταλείφτηκε εκεί μαζί με τη μισοβυθισμένη βάρκα.
Η φωτιά όμως που άναψε για την εκστρατεία μας δεν έσβησε με την αποτυχία, αντίθετα κάθε βράδυ εκεί στα σκαλάκια της Νοταρά, ο καθένας μας προσέρχονταν με ρηξικέλευθες ιδέες για το μεγάλο εγχείρημά μας.
Έτσι αρχίσαμε να προετοιμάζουμε τον οπλισμό μας. Ξύλινα σπαθιά και τόξα, ασπίδες από καπάκια γκαζοντενεκέδων, τέτοια. Το σπουδαιότερο όμως όπλο μας ήταν μια κατασκευή του Μιχάλη, ενός παιδιού από την Κολοκοτρώνη.
Με την κατασκευή αυτή φανταζόμασταν ότι θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε το τείχος και να μπούμε μέσα θριαμβευτές. Ήταν ένα κατασκεύασμα από έναν κενό κάλυκα από βολίδα πολεμικού όπλου διαμορφωμένο κατάλληλα και δεμένο στη βάση του μ’ ένα σύρμα που στην άλλη άκρη είχε ένα μυτερό καρφί.
Βάζαμε μέσα στον κάλυκα μερικές μύτες από άκαυτα σπίρτα, χώναμε τη μύτη του καρφιού στην κορυφή του και γυρνώντας με το σύρμα, το χτυπούσαμε με δύναμη σ’ ένα βράχο και ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Το όπλο μας δοκιμάστηκε το Πάσχα στην Ανάσταση και μετά με εντυπωσιακά αποτελέσματα στο σαματά που δημιουργούσε. Η εκστρατεία μας θα γίνονταν δια θαλάσσης και σημείο συγκέντρωσης ορίστηκε η Πλάκα.
Την ορισμένη ημέρα και την ορισθείσα ώρα ήμασταν άπαντες παρόντες με τον οπλισμό μας και με «Ηθικόν Ακμαιότατον». Δέκα λεβέντες δεκάχρονοι, ξερακιανοί και ξυπόλυτοι που αν κάρφωνες καρφί στις σάρκες τους από την καθημερινή εξάσκηση στη θάλασσα και την σκληραγωγία, θα λύγιζε, ξεκίνησαν για το μεγάλο στόχο!
Η διαταγή για να ετοιμαστούμε δόθηκε, η περιβολή μας για τη θαλάσσια πορεία μας αδαμιαία. Βγάλαμε τα παντελονάκια μας και το βρακί μας τα κάναμε ένα δεματάκι, βάλαμε στο μέσον του μπόγου τα δύο κουτιά σπίρτα που είχε ο καθένας για το εκρηκτικό μας μηχάνημα, τα δέσαμε όλα αυτά με το σχοινί που χρησιμοποιούσαμε για ζωνάρι στην κορυφή του κεφαλιού μας και πέσαμε στη θάλασσα.
Προχωρήσαμε στα εκατό μέτρα μέσα στο νερό και αντιμετωπίσαμε πρόβλημα με τον οπλισμό που κουβαλούσαμε σπαθιά και τόξα! Απόφαση άμεση, θα τα αφήσουμε στη φωλιά της φώκιας και θα τα πάρουμε στον γυρισμό.
Φτάσαμε στο Ντιπ, μεγάλη η πρόκληση για βουτιά από εκεί! Κίνδυνος να παρασυρθούμε και να χάσουμε τον χρόνο και να ματαιωθεί η εκστρατεία μας. Απόφαση! Μια βουτιά ο καθένας και δρόμο για τη μεγάλη αποστολή.
Ένα απρόσμενο ατύχημα από μια ξεροκεφαλιά του Στέλιου. Προτίμησε να μην κάνει την βουτιά του με το κεφάλι αλλά με τα οπίσθια. Του έτσουξε τόσο πολύ που βγήκε έξω και νομίσαμε ότι θα μας άφηνε. Εμείς προχωρήσαμε και τον είδαμε να μας ακολουθεί στα πενήντα μέτρα πίσω.
Στο Μονόπετρο της Παναγιάς όταν φτάσαμε θα πρέπει να είχαν περάσει κοντά στις δυο ώρες από το ξεκίνημά μας. Εκεί συναντήσαμε τα παιδιά της Παναγίας, τα είχαμε γνωρίσει στις Μαθητικές Επιδείξεις που κάναμε στο τέλος της Σχολικής Χρονιάς, στο Δημοτικό Στάδιο.
Εμείς τους πλησιάσαμε τότε και η απάντηση τους στο ερώτημά μας πώς θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα στο κάστρο, ήταν απογοητευτική όπως και η σημερινή: «Δεν μπορείτε να μπείτε μέσα είναι αδύνατον». Κάναμε από μια βουτιά από το Μονόπετρο για να μην το αφήσουμε παραπονεμένο και πήραμε την ανηφόρα για τον Φάρο.
Ανεβαίνοντας δεχθήκαμε ένα κουβά σκουπίδια από πάνω από το εξοχικό Κέντρο «Ο Φάρος» και μας έσωσε μια προεξοχή ενός βράχου. Ήταν η πρώτη αντίδραση στον μεγάλο μας σκοπό. Ανεβαίνοντας επάνω δεχθήκαμε και λεκτική επίθεση που ανεβαίνουμε από τα κατσάβραχα και θα σκοτωθούμε.
Παραπέρα συναντήσαμε την εκκλησία της Παναγίας και περάσαμε μέσα για να προσκυνήσουμε στη χάρη της και να ζητήσουμε τη βοήθεια της για την ευόδωση του σκοπού μας. Ανεβήκαμε στο κάστρο, η Νότια πλευρά του ήταν απροσπέλαστη, απογοητευθήκαμε.
Από Βορρά η μεγάλη πορτάρα κλειστή, η ελπίδα μας να τη βρούμε ανοιχτή γιατί ήταν η ημέρα που ο Φύλακας έκανε την επιθεώρησή του φρούδα. Κάναμε έναν γύρω και ήρθαμε στα Νότια. Απογοήτευση και εκεί. Λίγο πιο Δυτικά όμως υπήρχε ένα χάλασμα.
Προχωρήσαμε προς τα εκεί. Το ύψος του για να φτάσεις στο άνοιγμα του κενού περίπου στα πέντε μέτρα. Ο Λάζαρος είπε εγώ θα ανέβω. Πράγματι ανέβηκε με ευκολία και μας έδειξε και τα πιασίματα για να κάνουμε και εμείς οι άλλοι το ίδιο.
Μπήκαμε όλοι μέσα! Το κάστρο κατελήφθη τιμή και δόξα στους Πεντακοσιανούς λεβέντες που αψήφησαν δυσκολίες και κινδύνους και πραγματοποίησαν το όνειρό τους. Μέσα στο Κάστρο περάσαμε τρείς ώρες ονειρικές με τη φαντασία μας αχαλίνωτη να οργιάζει.
Καταλάβαμε όλους τους χώρους ηρωικά και στις σκοτεινές αποθήκες, πιασμένοι από τους ώμους από το φόβο μήπως και αντικρίσουμε το απρόσμενο που θα μας τρομάξει. Απογοητευτήκαμε, δεν είδαμε τα πτώματα και τις νεκροκεφαλές που περιμέναμε!
Από την κορυφή του πύργου που ανεβήκαμε, αντικρίσαμε την όμορφη πόλη μας για πρώτη φορά και τη θαυμάσαμε. Από τον Νοτιά πάνω από το οίκημα του Νοσοκομείου ή της Αίθουσας των αξιωματικών, μας φώναξε ο Λάκης που είχε πάρει θέση μάχης στις πολεμίστρες, ότι δεχόμαστε επίθεση.
Έρχονταν τα ψαροκάικα για να μπουν στο λιμάνι. Πήγαμε όλη με τις στρακαστρούκες μας και τους κατατροπώσαμε. Και άλλες ηρωικές μάχες θα δίναμε αλλά δυστυχώς νικηθήκαμε από τη δίψα. Κακός προγραμματισμός για την επιμέλειά μας, δεν είχαμε προβλέψει για νερό.
Υποθέσαμε ότι θα βρούμε νερό μέσα στο Κάστρο, γελαστήκαμε. Ότι στάσιμα νερά είδαμε ήταν ακατάλληλα και βρωμούσαν. Τόσες ώρες δίχως σταγόνα νερό κορακιάσαμε, έπρεπε άμεσα να αποχωρήσουμε, δεν αντέχαμε άλλο.
Δεν θέλαμε να φύγουμε όμως έτσι, θέλαμε να πάρουμε μαζί μας ένα λάφυρο. Πήραμε μια μπάλα από αυτές που χρησιμοποιούσαν για τα κανόνια τους οι παλιοί. Δύσκολη η μεταφορά, γιατί το βάρος αρκετό για τα δικά μας μπράτσα.
Βρήκαμε ένα τσουβάλι, τη βάλαμε μέσα και την κουβαλούσαμε δύο-δύο εναλλακτικά. Μόλις βγήκαμε έξω χτυπήσαμε την πρώτη πόρτα που συναντήσαμε και ζητήσαμε νερό. Μια καλόκαρδη ηλικιωμένη γυναίκα μόλις μας είδε μπροστά στην πόρτα τόσους πολλούς τρόμαξε!
Όταν της είπαμε τον πόνο μας για τη δίψα που μας τυραννούσε, ξαφνιάστηκε, «Χριστός και Παναγιά, τι πάθατε βρε!». Μας λυπήθηκε γιατί η εικόνα μας, θα πρέπει να ήταν απελπιστική. Έφερε μια μεγάλη στάμνα, που την είχε σκεπασμένη μ’ ένα βρεγμένο πανί για να κρατήσει δροσερό το νερό και σ’ ένα γανωμένο χάλκινο τάσι έβαλε το ζωοδόχο νερό της και μας δρόσισε.
Πήραμε την κατηφόρα δίπλα από το Σχολείο του Φρουρίου για να συναντήσουμε τη θάλασσα. Εμπόδιο και βάρος στην πορεία μας το τσουβάλι με τη σφαίρα που είχαμε μέσα. Στην ακτή διαβουλευθήκαμε για τον τρόπο που θα μεταφέραμε τη σφαίρα.
Η δοκιμή που έγινε να την κουβαλάμε δυο-δυο εναλλάξ, δεν μας βγήκε, γιατί το βάρος της ήταν τόσο που μας πήγε στον πάτο στα πρώτα μέτρα από την ακτή. Τη λύση τη βρήκαμε από το Καρνάγιο που ήταν κοντά.
Είχαν μόλις ποντίσει ένα πλοίο μετά το καλαφάτισμά του και έπλεαν, όχι πολύ μακριά από εμάς σανίδες και διάφορα ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν για να το εξισορροπήσουν ώστε να γίνει ομαλά η επαφή του με το νερό.
Ο Άγγελος με τον Στέλιο πήγαν και μας έφεραν μια φαρδιά σανίδα αρκετά ισχυρή. Το τσουβάλι με το λάφυρό μας προσαρμόστηκε στερεά απάνω στη σανίδα και τη μεταφέραμε με ασφάλεια στον προορισμό μας. Έτσι τελείωσε εκείνη η εκστρατεία μας και έμεινε στη μνήμη μας σαν ανάμνηση γλυκιά.
Η σφαίρα όμως εκείνη έγινε όργανο άθλησης και ανταγωνισμού στις Κυριακάτικες μας συγκεντρώσεις στη γειτονιά. Η Κυριακή ήταν γιορτή τότε στις φτωχικές γειτονιές των Πεντακοσίων. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά ένα κουβάρι θα ασχολούνταν μ’ ένα παιχνίδι.
Οι άνδρες περισσότερο έβρισκαν διέξοδο στην όαση, όπου έπαιζαν ποδόσφαιρο συνήθως. Οι κοπέλες πάλι στη γειτονιά είχαν το σκοινάκι που καμιά φορά τις συνόδευαν και οι μεγάλες γυναίκες με τα γέλια τους και τα σόκιν υπονοούμενα να ξεσηκώνουν τον κόσμο.
Η σφαίρα μας άλλαξε τα δεδομένα, σ’ αυτό βοήθησαν και οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες που μας έδειξαν στα επίκαιρα. Εκεί είδαμε το αγώνισμα της σφαιροβολίας και η σφαίρα μας έγινε πρωταγωνίστρια στον ανταγωνισμό που ξεκίνησε μεταξύ των παλικαριών της γειτονιάς.
Ήταν βέβαια και ένα μέσον προβολής του κάθε ενός στο κοινό που παρακολουθούσε τον αγώνα. Στην πλειοψηφία του το κοινό αυτό ήταν οι όμορφες της γειτονιάς που έκαναν την επιλογή του καλού τους. Η σφαίρα αυτή έμεινε πολλά χρόνια στη γειτονιά μας ξεχασμένη σε κάποιο υπόγειο. Τυχαία την ανακάλυψα μετά από τριάντα χρόνια και τη μετέφερα στην αρχική της θέση, από την οποία την αποσπάσαμε τότε βίαια.
Παναγιώτης Φώτου