03 Δεκεμβρίου 2023
Για αιώνες, μεταξύ άλλων, αξιόπιστοι φιλόσοφοι και κακοπροαίρετοι διασκεδαστές κάθε καπηλειού που σέβεται τον εαυτό του αναρωτιόντουσαν για την υποτιθέμενη κακή (ή όχι) φύση της ανθρωπότητας.
Εν μέσω μιας κρίσης που, ωστόσο, από όσο γνωρίζουμε, για πρώτη φορά στη λεγόμενη νεωτερικότητα απειλεί την εξαφάνιση και του πιο καταστροφικού από τα είδη στον πλανήτη, η Maria González Reyes – δασκάλα, ακτιβίστρια ιδιαίτερα αφοσιωμένη στις κλιματικές αλλαγές και προικισμένη με μια εξαιρετική πένα που ασκεί στη στήλη “La vita e già” στο El Salto – σκέφτεται να συγκρίνει δύο ιστορίες μέσα σε λίγες γραμμές.
Η μία είναι αληθινή και η άλλη όχι, αλλά και οι δύο θέτουν ξανά αυτό το αιώνιο ερώτημα, σε ακραίες συνθήκες επιβίωσης, δίνοντας αντίθετες απαντήσεις. Μια θαυμάσια ευκαιρία για να ντριμπλάρουμε την ανάγνωση των απολογισμών της COP28 του Ντουμπάι και να αποφύγουμε να αποκτήσουμε έλκος στο στομάχι μεταξύ ενός σχολίου για την επιστροφή στις σπηλιές και της αγανακτισμένης και υποκριτικής απάντησης όσων συμφώνησαν να στήσουν άλλη μια παντομίμα στο σπίτι του Δράκουλα a casa di Dracula θέτοντας στην ημερήσια διάταξη μια καμπάνια σχετική με τη δωρεά αίματος.
Δεν ξέρω αν ήταν πάντα έτσι: σκέφτομαι ότι είναι πιο σημαντικό να συσσωρεύεις αυτά που κατέχεις παρά να κάνεις φιλίες. Υπάρχουν ερευνήτριες και ερευνητές που πιστεύουν πως όχι, και πως για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι άνθρωποι προτιμούσαν να μοιράζονται, ως τρόπο σύλληψης της ζωής.
Ως τρόπο σχέσης. Θεωρούν πως είναι η ιδιωτική περιουσία αυτή που πυροδότησε τον θησαυρισμό αντί για τη διανομή, και μαζί με αυτόν τις ανισότητες. Εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη, σε διάφορα μέρη του πλανήτη, κοινότητες που διέπονται από πολιτιστικά μοντέλα στα οποία λένε λιγότερο «εγώ» και περισσότερο «εμείς».
Πολλές προσπαθούν να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί απευθείας, έτσι όπως βγαίνει από το λαρύγγι. Δίχως να την οικειοποιηθεί κάποιος για λογαριασμό τους. Πολλές από εμάς πιστεύουμε ότι πρέπει να μάθουμε από εκείνες μέσα σε αυτό το σενάριο κλιματικής κρίσης.
Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι από όλα αυτά που επιμένει όχι μόνο σε αυτές τις κοινότητες. Που εμφανίζεται εκεί που υπάρχει η αληθινή αλληλεγγύη, αυτή που βασίζεται στο να δίνεις αυτό που χρειάζεσαι και όχι αυτό που σου περισσεύει.
Συμβαίνει στις γειτονιές όπου τα σπίτια έχουν βρύσες που πάντα στάζουν και οι άνθρωποι πρέπει να εναλλάσσονται για να έχουν μια καρέκλα και ένα κρεβάτι. Σπίτια όπου το μέλλον μπορείς να το δεις στην κατσαρόλα που έχει τοποθετηθεί στη φωτιά όπου, ανάλογα με τις μέρες, κάτι υπάρχει για να μπει μέσα ή δεν υπάρχει καθόλου.
Πριν λίγο καιρό μου δάνεισαν ένα διήγημα un racconto με τίτλο «Οι ναυαγοί της Tonga». Είναι η ιστορία έξι παιδιών, μεταξύ 13 και 16 ετών, που ναυάγησαν στον Ειρηνικό, αφού δραπέτευσαν από το οικοτροφείο όπου ζούσαν, και σώθηκαν αφού αποβιβάστηκαν σε ένα μοναχικό και αφιλόξενο νησί στη μέση του ωκεανού.
Επέζησαν εκεί για δεκαπέντε μήνες, μετά τους οποίους ένα πλοίο τους έσωσε όταν όλοι τα θεωρούσαν πλέον για νεκρά. Τα παιδιά λένε ότι επέζησαν, σε όλη αυτή την περίοδο, επειδή επέλεξαν να συνεργαστούν και να αλληλοβοηθηθούν αναζητώντας έναν μη βίαιο τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων. Λένε ότι τους ήρθε φυσικό να βοηθηθούν μεταξύ τους και να συνεργαστούν.
Κατά την ανάγνωση αυτής της ιστορίας, είναι αναπόφευκτο να σκεφτούμε ένα άλλο βιβλίο, Ο άρχοντας των Μυγών, Il signore delle mosche, μια ιστορία fiction που μιλάει για το γεγονός πως η ουσία του ανθρώπινου όντος είναι άσχημη, ελάχιστα αξιοπρεπής, και το κάνει μέσω της αφήγησης μιας ομάδας παιδιών που ναυαγούν σε ένα νησί και κάνουν ότι μπορούν ώστε να φαγωθούν μεταξύ τους, με οποιονδήποτε τρόπο.
Μίλησα με πολλούς ανθρώπους που διάβασαν αυτό το βιβλίο σε διαφορετικές στιγμές της ζωής τους και όλοι είχαν την ίδια εντύπωση με εμένα. Την ανησυχία, την αγωνία σκεπτόμενοι πως εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε έτσι.
Είναι σχεδόν αναπόφευκτο να σταματήσουμε και να σκεφτούμε τον λόγο για τον οποίον υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που γνωρίζουν την ιστορία του Lord of the Flies, η οποία είναι μυθοπλασία, περισσότεροι από αυτή των επιζώντων του νησιού Τόνγκα, η οποία συνέβη στην πραγματικότητα.
Ποιος ξέρει, ίσως τώρα, εν μέσω της κλιματικής κρίσης, μπορεί να υπάρχει ένα βαθύ νόημα στην προσπάθεια να κάνουμε ότι είναι δυνατόν ώστε να λέγονται αυτές οι ιστορίες. Εκείνες που λένε ότι η ουσία μας βρίσκεται περισσότερο στη συνεργασία παρά στον ανταγωνισμό.
Αυτές που καθιστούν ορατά τα εκατομμύρια των ανθρώπων που κινητοποιούνται για να περπατήσουν στον πλανήτη με πιο ήπια βήματα. Εκείνες που δείχνουν ότι για κάθε κυβέρνηση που υπογράφει μια συμφωνία με μια άλλη για την επιβολή συνόρων που δολοφονούν ανθρώπους, υπάρχουν άνθρωποι που ενώνονται για να υποστηρίξουν τους μετανάστες στο ταξίδι τους.
Εκείνες που μιλούν για το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι (συχνά εκείνοι που έχουν συσσωρεύσει λιγότερα, συχνά αυτοί που θεωρούν τη φύση ως κάτι που πρέπει να σέβονται και να τιμούν) οι οποίοι γνωρίζουν ότι ο δρόμος, όχι μόνο για να επιβιώσεις αλλά και να έχεις την επιθυμία να χορέψεις, περνάει, απαραιτήτως, μέσα από το να μοιράζεσαι αυτό που έχει μέσα η κατσαρόλα που τοποθετήθηκε στη φωτιά.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος comune.info