Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε, η πόλη μας δεν κινδυνεύει να καταστραφεί ολοκληρωτικά! Απλώς ο Καβαλιώτης συγγραφέας Αχιλλέας ΙΙΙ μας επισκέπτεται στις 18 Μαΐου για να παρουσιάσει στη Μεγάλη Λέσχη το νέο του βιβλίο, που έχει τίτλο «Τέλος Πάντων» και περιλαμβάνει 24 διηγήματα και ισάριθμους τρόπους καταστροφής του κόσμου.
Ως θέμα μπορεί να ακούγεται τρομακτικό, αλλά ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κάτοχος Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνίας για το βιβλίο του «Παραχαράκτης») φημίζεται για το χιούμορ του και για τον τρόπο που έχει να ανατρέπει τις συνηθισμένες καταστάσεις.
Με αφορμή την πρώτη του επίσκεψη για βιβλιοπαρουσίαση στην πόλη, του θέσαμε μερικές ερωτήσεις και πλέον ανυπομονούμε να μάθουμε περισσότερα από κοντά για όσα έχει να μοιραστεί μαζί μας για το τέλος του κόσμου.
Μετά από ένα λεξικό με λογοπαίγνια και δυο συλλογές διηγημάτων που συνδέονται με παλιές φωτογραφίες, επιστρέφετε για να καταστρέψετε τα πάντα. Τι συμβαίνει στο νέο σας βιβλίο; Γιατί τέτοιο μένος με τον κόσμο;
Δεν φταίω εγώ, πιστέψτε με, ο κόσμος άρχισε πρώτος… Με κάποιο τρόπο το τέλος των πάντων, με απασχολούσε από πολύ παλιά και ήθελα να το εξερευνήσω σε βάθος. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η καταστροφή μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για δημιουργία, για επαναξιολόγηση των δεδομένων και για μια νέα αρχή, κατάλαβα ότι δεν θα άφηνα τίποτα όρθιο…
Αλήθεια, θα άξιζε στον κόσμο μας να καταστραφεί;
Σίγουρα θα του άξιζε να βελτιωθεί. Μερικές φορές με όλα τα προβλήματα, τις αδικίες και τις στρεβλώσεις που βλέπω στον κόσμο, σκέφτομαι ότι μόνο μια επανεκκίνηση θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα.
Ότι δεν συμφέρει να επισκευάσουμε ό,τι μοιάζει να έχει καιρό τώρα χαλάσει. Από την άλλη, οφείλουμε να εξαντλήσουμε τις πιθανότητες και να εξαντληθούμε προσπαθώντας για το καλύτερο. Άλλωστε, ο κόσμος μας έχει πολλά πρόσωπα και αποτελείται από ένα σωρό κομμάτια που συνδέονται μεταξύ τους.
Έτσι επιτρέπεται στη χειρότερη ασχήμια να συνορεύει με τη μεγαλύτερη ομορφιά και στην αγνότητα να αναφύεται και να ανθίζει μέσα σε ένα λιβάδι χυδαιότητας, όπως το φως που γεννάται μέσα στο σκοτάδι και αγωνίζεται να επιβιώσει και να το διαλύσει. Προφανώς πρέπει να διατηρήσουμε την ελπίδα ζωντανή μέσα μας.
Στο βιογραφικό σας αναφέρετε ότι εκτός από την Καβάλα έχετε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Μήπως απαρνιέστε την πόλη όπου γεννηθήκατε;
Καθόλου, παρότι για διάφορους λόγους, εδώ και αρκετά χρόνια, ζω μακριά από την Καβάλα. Η ιδέα των τριών διαφορετικών πόλεων γέννησης συνδέεται με την τριαδικότητα του συγγραφικού μου ψευδωνύμου, καθώς και με την ιδέα ότι οι άνθρωποι εξελίσσονται και καθώς μεγαλώνουν ανακαλύπτουν νέες πτυχές του εαυτού τους και, με κάποιον τρόπο, ξαναγεννιούνται.
Κατά τ’ άλλα, μπορείς να βγάλεις τον Καβαλιώτη από την Καβάλα, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις την Καβάλα από τον Καβαλιώτη. Εννοείται, φυσικά, ότι δεν είναι η πόλη που κουβαλάει κανείς μέσα του (οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γειτονιές, κτλ), αλλά οι άνθρωποι με τους οποίους έχει ζήσει και οι στιγμές που τον έχουν διαμορφώσει.
Οι άνθρωποι και οι στιγμές είναι που, όπως σε εκείνο το παιχνίδι που συνδέεις τις τελίτσες για να δεις κάτι που δεν είναι από την αρχή προφανές, σχηματίζουν μια εικόνα και, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπό, επηρεάζουν αυτό που καταλήγει να είναι κανείς. Απλώς στην πορεία προστίθενται κι άλλες τελίτσες και η εικόνα επεκτείνεται και αλλάζει, όπως αλλάζει η ζωή.
Καθώς μεγαλώνουμε οι αναμνήσεις μας αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αξία. Διαθέτοντας, μάλλον εξαιτίας κάποιου «κατασκευαστικού λάθους», ιδιαίτερα καλή μνήμη, θυμάμαι με λεπτομέρεια πολλά από όσα συνέβησαν μέχρι τα δεκαεννιά μου, όταν έφυγα από την Καβάλα.
Πρόκειται για μνήμες που διατηρώ σε διάφορα συρτάρι του μυαλού μου, και μερικές φορές βγάζω και αραδιάζω μπροστά μου, ανακαλύπτοντας ότι παρότι αφορούν συμβάντα αμετάβλητα στον χρόνο, αποκτούν διαφορετική σημασία, έτσι όπως μεταβάλλεται ο τρόπος που τα βλέπω ο ίδιος.
Ευτυχώς, λοιπόν, θυμάμαι πολύ καλά τα παιχνίδια στον χωμάτινο δρόμο στα «Νεόκτιστα» στο τέρμα του Αγίου Αθανασίου, που κάθε τέσσερα χρόνια, μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές, στρώνονταν με χαλίκι και σε αυτό τρώγαμε με τους φίλους τα γόνατά μας.
Θυμάμαι τις αμυγδαλιές κάτω από το σπίτι μας, εκεί όπου ο κύριος Γιώργος Κακάνης, ο απίστευτος δάσκαλος μας στις τελευταίες τέσσερις τάξεις του δημοτικού, μας έβγαζε την άνοιξη για μάθημα ή για να πετάξουμε τους χαρταετούς που ο ίδιος μας είχε βοηθήσει να φτιάξουμε, και οι οποίοι τις υπόλοιπες διδακτικές ώρες μας περίμεναν υπομονετικά, τακτοποιημένοι πάνω από τη μεγάλη ξύλινη κρεμάστρα, κουνώντας τις χάρτινες ουρές τους, όσο εμείς διαδασκόμασταν πολλά περισσότερα απ’ όσα τότε μπορούσαμε να αντιληφθούμε.
Θυμάμαι το φορτηγό της κινητής βιβλιοθήκης που ερχόταν φορτωμένο και μου επέτρεπε να κατεβαίνω ευτυχισμένος τα τρια σκαλιά του, με την αγκαλιά γεμάτη βιβλία, και θυμάμαι το χαμόγελο της Εύης, της κινητής βιβλιοθηκάριου που σημείωνε στη ροζ καρτούλα με τα στοιχεία μου, πόσα βιβλία είχα δανειστεί και πότε έπρεπε να τα επιστρέψω.
Θυμάμαι τις βραδινές βόλτες στο λιμάνι και τα στενά, και ένα σωρό άλλα πράγματα γεμάτα χρώματα και μυρωδιές. Θυμάμαι, επίσης, και λιγότερο ευχάριστα πράγματα, παρ’ όλα αυτά θεωρώ ότι αποτελεί μεγάλη πολυτέλεια να μπορείς να τα κοιτάζεις και αυτά μετά από καιρό και πλέον να μην προσπαθείς να τα αποφύγεις.
Είναι αυτές οι φυλαγμένες αναμνήσεις και, κυρίως, τα μέλη της οικογένειάς μου που βρίσκονται ακόμη εκεί, οι λόγοι για τους οποίους επιστρέφω με χαρά κάθε φορά στην Καβάλα, παρότι γνωρίζω ότι αυτός που επιστρέφει δεν είναι ποτέ ίδιος με εκείνον που έφυγε.
Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας έχει περισσότερες ευκαιρίες ανάδειξης του έργου του στην Αθήνα, απ’ ό,τι σε μια μικρότερη πόλη;
Εκ πρώτης όψεως, έτσι φαίνεται, ωστόσο στην εποχή μας δεν είναι απαραίτητο. Τα πάντα είναι θέμα επιλογών. Ο καθένας, αναλόγως του τι ταιριάζει, τι τον ελκύει και τι τον απωθεί, διαλέγει τόσο το πού θα ζήσει και θα γράψει, όσο και το με ποιόν τρόπο θα διαχειριστεί στη συνέχεια τα έργα του. Ανακεφαλαιώνοντας, δεν υπάρχει ούτε σε αυτή την ερώτηση μια μοναδική απάντηση.
Τι να περιμένουμε στις 18 Μαΐου που επισκέπτεστε τη Μεγάλη Λέσχη της Καβάλας για την παρουσίαση του «Τέλος Πάντων»;
Θα πρότεινα να περιμένετε το απροσδόκητο. Ποτέ δεν συμπάθησα ιδιαίτερα εκείνες τις παρουσιάσεις βιβλίων στις οποίες δύο ή τρεις άνθρωποι, βάσει κάποιας συγκεκριμένης ιδιότητάς τους, καλούνται να μιλήσουν για ένα βιβλίο και συχνά καταλήγουν να μιλούν είτε για τον συγγραφέα που στέκεται δίπλα τους και ακούει καλά λόγια, είτε για τον εαυτό τους.
Για αυτόν τον λόγο, με τον αγαπημένο μουσικό και άνθρωπο Γιάννη Κανάκη έχουμε ετοιμάσει για το «Τέλος Πάντων» μια μικρή μουσικοθεατρική παράσταση, διάρκειας τριάντα περίπου λεπτών, με ιστορίες και αποσπάσματα από το βιβλίο.
Στη συνέχεια θα συζητήσουμε ελεύθερα για τη συντέλεια και το βιβλίο με τη φιλόλογο Στέλλα Ναλμπάντη, καθηγήτριά μου αρκετά χρόνια πίσω, στο Ζουμπουλάκειο Γυμνάσιο. Σκοπός μας είναι να συστήσουμε μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε, τέλος πάντων, να καταστραφεί ο κόσμος, αλλά και να διασκεδάσουμε όσους μας τιμήσουν με την παρουσία τους, επιχειρώντας να αποδείξουμε ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι τόσο σοβαρό παιχνίδι όσο η ίδια η ζωή.