Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Υποθέτω ότι οι γεννηθέντες, και όχι μόνο, στην Καβάλα γνωρίζουμε σε χονδρές γραμμές την ιστορία της πόλεώς μας. Πώς όμως ένας Γάλλος διανοούμενος–περιηγητής είδε την Καβάλα στα τέλη του περασμένου αιώνος; Τακτοποιώντας τα ατάκτως ερριμμένα, εδώ και κει, αποκόμματα των εφημερίδων που κάποτε με είχαν ενδιαφέρει, είχα την ανέλπιστη τύχη να ανακαλύψω ένα άρθρο
δημοσιευθέν στην έχουσα φήμη εγκύρου εσπερινής εφημερίδος «Λε Μόντ», γραμμένο τον Μαρσεγέζο ειδικευμένο στις ανατολικές σπουδές, Jean-Pierre Péroncel-Hugoz (Ζαν-Πιέρ Περονσέλ-Ουγκόζ). Τιτλοφορούμενο «Θράκη και Μακεδονία, με οθωμανικές πινελιές», και με τον πλαγιότιτλο «Επίσκεψη στην Καβάλα εκεί που τα ίχνη μιας παρελθούσης κυριαρχίας ομορφαίνουν το τοπίο πλην όμως ευρίσκονται μακράν εις το να κάνουν την ομοφωνία μεταξύ των Ελλήνων», δημοσιεύθηκε στην αναφερόμενη εφημερίδα την 27η Νοεμβρίου του 1997. Από τότε φυσικά η Καβάλα άλλαξε. Γεννηθείς και ζώντας σ’ αυτή την πόλη μέχρι τον Αύγουστο 1968 αισθάνθηκα την υποχρέωση να σας γνωρίσω τις γραπτές εντυπώσεις ενός καλλιεργημένου μορφωτικώς Γάλλου που αφορούν την παρά θιν’ αλός, (παραθαλάσσιοι περίπατοι) πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας. Παραθέτω αποκλειστικώς και μόνο το κομμάτι που αναφέρεται στην γενέτειρα.
Γράφει λοιπόν: «Οι αντικαπνιστές θα βάλλουν πιθανόν μια μέρα βόμβες διότι η Καβάλα 80000 ψυχές (;), ευρισκόμενηστο βάθος ενός κόλπου της Μακεδονίας, δραστηριοποιείται (εδραστηριοποιείτο στο παρελθόν) στην εξαγωγή μυρωδάτου καπνού που παράγει η ενδοχώρα της. Και αυτό δεν χρονολογείται από χθες: οι πανέμορφες κατοικίες του παρελθόντος αιώνος, κατασκευασμένες με περίτεχνο στυλ και σφυρηλατημένες από σίδερο, εθεμελιώθησαν από τους εντόπιους βασιλείς του καταραμένου αμερικανικού φυτού. Ένας από αυτούς που προήρχετο από την Μασσαλία, ασχολήθηκε με την επιμόρφωση ενός νέου Τούρκου, του Μεχμέτ Αλί, που γεννήθηκε, όπως ο Ναπολέων το 1769, και ο οποίος έγινε με την σειρά του μεγαλέμπορος καπνών.
Η Ελλάδα ανήκε τέσσερις αιώνες στην οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν ο σουλτάνος–χαλίφης της Κωνσταντινουπόλεως απηύθυνε μια έκκληση διεξαγωγής ιερού πολέμου εναντίον του Βοναπάρτη, εισβολέα της Αιγύπτου, επίσης τούρκικη κτήση τον καιρό εκείνο, ο Μεχμέτ Αλί εγκατέλειψε από πατριωτισμό το εμπόριο και επικεφαλής ενός ισλαμικο-αλβανικού αγήματος έφυγε για την πεδιάδα του Νείλου για να βοηθήσει τους ομοθρήσκους του απειλούμενους από τους νέους σταυροφόρους, τους Φράγκους.
Στις μέρες μας στην Καβάλα, η οποία ενσωματώθηκε στην σύγχρονη Ελλάδα μόνο μετά την φυγή των Τούρκων από την Μακεδονία, στα 1912, μπορούμε να δούμε Αιγύπτιους να σκαρφαλώνουν την ανηφορική οδό… Μεχμέτ Αλί, κατευθυνόμενοι προς μια ευρεία ξύλινη οικία σε στυλ ανατολίτικο, που έχει την φήμη να είναι ο τόπος όπου γεννήθηκα ο τέως έμπορος καπνών μεταβληθείς σε στρατιώτη, και που έγινε το 1804 ο νέος απόλυτος κυρίαρχος μιας αναιμικής Αιγύπτου.
Θα ξανάκανε στο άψε-σβήσε αυτή την χώρα μια δύναμη της περιοχής και θα την προίκιζε, με τους απογόνους του, με μια δυναστεία η οποία θα βασίλευε ήρεμα μέχρι το 1953. Εάν το αιγυπτιακό κράτος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την καταπράσινη νήσο Θάσο,στα ανοικτά της Καβάλας μυθολογικά κατοικούμενη από σειρήνες, εν συνεχεία εδόθη κατόπιν αποφάσεως του Μεγάλου Τούρκου στον Μεχμέτ Αλί και τους απογόνους. Η οικία του συνεχίζει να είναι πάντοτε ιδιoκτησία του Καΐρου το οποίο εισπράττει τα τέλη εισόδου.
Αφού έγινε πασάς ολοκλήρου της Αιγύπτου. Μεχμέτ Αλί δεν ξέχασε τις διδαχές του προβηγκιανού (μεσογειακού κατοίκου της Γαλλίας) ευεργέτη του και απευθύνθηκε στους Γάλλους να τον συνδράμουν για να βγάλει από την καθυστέρηση την υιοθετημένη πατρίδα του. Ακόμη και σήμερα αυτή η έκκληση επιτρέπει στην Αίγυπτο να μπορεί να ονομάζει «Μευσιεύ» (κύριο) της Γαλλοφωνίας τον Μπούτρο Μπούτρο-Γκαλί (σ.σ. που υπήρξε παλαιότερον γενικός γραμματεύς του ΟΗΕ)
Ο τυχερός Καβαλιώτης δεν υπήρξε επίσης αγνώμων έναντι του τόπου γεννήσεώς του τον οποίο προικοδότησε με ένα θαυμάσιο κορανικό ίδρυμα ανωτέρας στάθμης, που στολίζουν στοές και τρούλοι που ανακαλούν στην μνήμη το παλάτι του στο κάστρο του Καΐρου. Το εν λόγω μορφωτικό ίδρυμα λειτούργησε με επιτυχία έως τα χρόνια 20, προσφέροντας στέγη και τροφή μέχρι εξήντα μωαμεθανούς υπότροφους ως επίσης και σε άστεγους της ίδιας θρησκείας. Το 1997 το οικοδόμημα έδινε την εικόνα ενός ερειπίου λόγω αμέλειας της αιγυπτιακής διοικήσεως, εκτός από ένα τμήμα του που ενοικιάζεται σε ελληνικής υπηκοότητος πολίτη χρησιμοποιούμενο σαν εστιατόριο δίνοντας την εντύπωση πλαστής αντιγραφής φαραωνικού κτίσματος (προσωπικά βρίσκω ατυχές και άστοχο το επίθετο ‘πλαστής’ που χρησιμοποιεί ο Ζαν-Πιέρ Περονσέλ Ουγκόζ).
Παρόλη αυτή την κατάσταση, το επιμορφωτικό οικοδόμημα —ξενώνας, το Ιμαρέτ, διατηρεί το μεγαλείο του χάρις στην οθωμανική αρχιτεκτονική ευρύτητα του, και επί πλέον μεταξύ των ασταθών τοίχων του υπάρχουν χαριτωμένες σκιερές γωνιές με κυπαρίσσια, γλυκίνες, ευκάλυπτους, κερασιές, μουσμουλιές, τριανταφυλλιές.
(…) «Όλα πάντως δεν χάθηκαν αφού στην Καβάλα το άγαλμα του Μεχμέτ Αλί καβαλικεύοντας ένα άλογο ποτέ δεν ξηλώθηκε και συνεχίζει να σηματοδοτεί το τοπίο με φόντο το ορθόδοξο κωδωνοστάσιο. Από το ακρωτήριο (φάρο) που δεσπόζει στον κόλπο, το βλέμμα βυθίζεται στα λευκά οικοδομήματα του ανακαινισμένου λιμανιού που μαρτυρούν την σύγχρονη ελληνική ευημερία, ενώ στο όπισθεν πλάνο ένα τεράστιος υδραγωγός από ροζόχρωμη λαξευτή πέτρα αιχμαλωτίζει το βλέμμα: είναι το δώρο του Σολιμάν του Μεγαλοπρεπούς στην ελληνο-οθωμανική πόλη την οποία οι διπλωμάτες του βασιλέως του Δεκάτου Τετάρτου Λουδοβίκου (Louis XIV) ονόμαζαν την Καβάλα (la Cavale)». Με αυτές τις γραμμές περατώνει το άρθρο του ο Γάλλος ιστορικός—περιηγητής.
Σε μια παραπομπή για την Ξάνθη ο Ουγκόζ αναφέρει ότι σε ορισμένες μέρες του χρόνου (δεν καθορίζει ποιές) λαμβάνουν χώρα οι λεγόμενες «γυναικοκρατίες», στην διάρκεια των οποίων οι γυναίκες αντικαθιστούν στον κοινωνικό τομέα τους άνδρες, ενώ οι τελευταίοι ασχολούνται με το νοικοκυριό του σπιτιού. Το βράδυ η γιορτή γενικεύεται, γυναίκες και άνδρες γλεντοκοπούν μαζί.Στις μέρες μας αυτό το έθιμο τείνει σχεδόν να γίνει κανόνας ζωής…