Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κι έρχεται ο κοκκινοτρίχης προς εμένα, πλήρως οπλισμένος σαν αστακός με τις τεράστιες δαγκάνες του στραμμένες προς το μέρος μου απειλητικά. Εγώ, έχω στραμμένα τα μάτια μου προς τη γη, στο χώμα, και κοιτώ τα παπούτσια του που είναι μυτερά μπροστά, σαν γόβα στιλέτο ένα πράμα, αλλά με το στιλέτο μπροστά.
Δέος παράξενο με πιάνει.
Γρήγορες σκέψεις στο μυαλό μου ανακατεύονται και σπρώχνονται, λέξεις να γίνουν, έξω απ’ τα χείλη μου να βγουν και παρόλο τον κίνδυνο που ελλοχεύει, χαμογελώ. Μα δεν μιλώ και καλύτερα γιατί καμιά φορά τα λόγια φέρνουν τα σπαθιά. Μέσα μου όμως γελώ.
Καλοκαιριάτικα…..εγώ σαγιονάρα δαχτυλοχωρίστρα κι αυτός λουστρίνι σκαρπίνι στιλέτο, χρώματος και σχεδίου κροκοδειλί. Ζωόφιλος ο κοκκινοτρίχης.
Δεν κόρωσαν τα πόδια του μέσα εκεί!
Το μυαλό μου κάνει άλματα χρονικά αλλά μένει μόνο σ’ αυτά, γιατί τώρα τελευταία σα να νερούλιασε λίγο, οπότε παρατά τα άλματα, που ούτως ή άλλως χαράμι η λέξη άλμα πήγαινε γι αυτό, και επιστρέφει στο παρόν. Το χαμόγελό μου στα χείλη σβήνει και σφίγγω το σκεπάρνι στο δεξί μου χέρι τόσο, που τα ακροδάχτυλά μου ασπρίζουν. Δεν είναι αστείο αυτό που τα μάτια μου βλέπουν εκεί μπροστά.
Ο κοκκινοτρίχης συνεχίζει να προχωρά προς το μέρος μου κρατώντας ένα σφυρί στο δεξί του χέρι και στο άλλο ένα μικρό αντίσκηνο, και το νιώθω, το καταλαβαίνω ότι με κοιτά με τρόπο όπως σε κοιτά κάποιος που του έβρισες τη μάνα.
Ταξιδεύω…
Το είχαμε εμείς από μικροί αυτό το πράμα στο χωριό.
Τα “Θεία” και την “μάνα”μας.
Τη μάνα μας και τα μάτια μας.
Ιερό, η μάνα μας.
Ποιο ιερό και από το ιερό του Άη Γιώργη.
Πλην όμως, που όταν η κακομοίρα δεν μπορούσε να μας κάνει ζάφτι και την ζουρλαίναμε και αυτή μας κάρφωνε στον πατέρα μας, κι ύστερα εκείνος έβγαζε το πέτσινο χειροποίητο ζωνάρι του που το φινίρισμά του ξεπερνούσε σε προεξοχές και εξογκώματα κι αυτή την ξύστρα του αλόγου ακόμα, και ύστερα άρχιζε το γνωστό πατιρντί και το που σε πονά και που σε τσούζει, άλλαζε τότε ο τρόπος που βλέπαμε την μάνα μας…. :
“Μάνα είσαι εσύ ή μέγαιρα.”
“Καρφί….ε καρφί”
Και είχαμε τότε αναμεταξύ μας συγκεκριμένα βρισίδια για τις μάνες μας και συγκεκριμένες αντιδράσεις στο κάθε βρισίδι.
“Της μάνασ το οικόπεδο, ρε τσόγλανε!”
“Της δικιά σου ο κώλος ρε μαλάκα που κάνει τάκα τάκα!” και πλήθος άλλων ευρηματικών και με στιχουργική πλοκή και ρίμα, βρισιδιών.
Άγριο βλέμμα ήταν η άμεση αντίδραση στη βρισιά, και:
”Τη μάνα μου ρε μπάσταρδε;… τη μάνα μου;….. εμένα βρίσε με όσο θες ρε….αλλά τη μάνα μου ρε;”
Κι ύστερα πετριά πολυγωνική, που την είχαμε φυλαγμένη στην τσέπη μας για παν ενδεχόμενο και πιθανή εμπλοκή στα πεδία των μαχών, κάτι το συνηθισμένο βεβαίως. Σημάδι η πετριά στο κεφάλι τού συμπαίκτη, συμπολεμιστή και ταυτόχρονα απεχθούς εχθρού μας στον πετροπόλεμο, και το δε σχήμα της, επί τούτου πολυγωνικό επιλεγμένο, για να του ανοίξει το κεφάλι για τα καλά.
Αφού, λίγα χρόνια πριν που κάποιος από μας για να καλύψει την άρχουσα φαλάκρα του ξύρισε το κεφάλι του και βγήκε στην πιάτσα, γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
Το φεγγάρι με τους κρατήρες και τις βαθιές σκοτεινές κοιλάδες του μπροστά μας ήταν, και μάλιστα χωρίς την κρυφή τού φεγγαριού μεριά.
Και άνοιγε το κεφάλι τού ιερόσυλου, γέμιζε ο τόπος αίμα κι έτρεχε στη μαμμή για τα περαιτέρω. Και οι άλλοι από πίσω. Είχαμε και νοσοκόμα, μα πολλές φορές έλειπε, γιατί σε ενδιαφέρουσα συνέχεια ήταν. Εξάλλου προτιμούσαμε την μαμμή γιατί φορούσε εκείνη την άσπρη ποδιά με τα κουμπιά μπροστά και πολλές φορές, για να μας περιποιηθεί καλύτερα το κεφάλι, καθώς μας έβαζε να καθήσουμε στο άσπρο καρεκλάκι, ξεκούμπωνε και καναδυό κουμπιά για να μπορεί να ανοίξει τα πόδια της και όρθια καθώς ήταν, άνοιγε τα πόδια της κι έβαζε τα δικά μας ανάμεσό τους. Για να μας ακινητοποιεί κιόλας.
Που πόνος!
Τα μάτια μας καρφωμένα ήταν, μια στο άνοιγμα των κουμπιών στο στήθος της που ακουμπούσε και λίγο στο πρόσωπό μας και παίρναμε βαθιές ανάσες όλο καυμό. – “Πονάς;” μας ρωτούσε.
Αν πονάω λέει! – και μια το κεφάλι μας στραμμένο λίγο πιο κάτω από την κοιλιά της ήταν, στο άνοιγμα εκείνων των κουμπιών που ήταν και βαθύτερο.
Άπατο πηγάδι που αντί για νερό, λάβα πυρωμένη κόχλαζε μέσα του.
“Μη κουνάς το κεφάλι σου Θανασάκη πάνω κάτω”, έλεγε εκείνη, και το μυαλό του Θανασάκη αλλού.
Αυτό ήταν, κι ύστερα τελείωνε δυστυχώς το ταξίδι στα άδυτα του παραδείσου.
Ποιός είπε ότι ο παράδεισος ψηλά μόνο στον ουρανό είναι.
Και οι άλλοι στον προθάλαμο όλο αγωνία για τον τραυματία και καθώς εκείνος έβγαινε με το κεφάλι του μπαταρισμένο:
“Τι χρώμα ήταν ρε μαλάκα;”
“Αφού το ξέρετε ρε τσογλάνια, τι ρωτάτε.”
“Λέγε ρεεεε.”
“Κόκκινο δαντελωτό.”
Εκείνη μας άκουγε και χαμογελούσε, με ένα χαμόγελο όλο νόημα. Νομίζω ότι μας τυραννούσε και μια υποψία έχω, ότι εξ επίτηδες το έκανε.
Σαδίστρια θε νάταν.
Πάντα τέτοια φορούσε, στις αποχρώσεις της φλόγας που έπαιζε στο τζάκι με τα κούτσουρα κατακαίγοντάς τα σαν τα κορμιά μας. Πυροροδινοκιτρινωπά. Πύρωναν και τα μυαλά μας και τα μέσα μας. Σαν χλωρά κούτσουρα καστανιάς καίγονταν το σώμα μας, πετώντας με κρότο τσίκες με φωτιά, ένα γύρο.
Το ήξεραν το χρώμα οι μάγκες που περίμεναν έξω από τον χώρο της επέμβασης, αλλά ήθελαν να το ακούσουν.
“Κόκκινο, μάγκες”, και τρέχαμε να σβήσουμε την κάψα μας στη κοινοτική βρύση που είχε και κείνη την κερασιά στο χωράφι από πίσω, που κλαδί για κλαδί της κακομοίρας κάθε Ιούνιο που γίνονταν τα κεράσια δεν της έμενε.
Σάμπως προλάβαιναν να γίνουν τα κεράσια.
“Αφήστε τα ρε μάγκες να πάρουν χρώμα σαν το βρακί της Θεάς Αφροδίτης.”
Η Θεά μας ήταν.
Να σημειώσω δε τελειώνοντας το ταξίδι μου, ότι στατιστικά, τα περισσότερα κεφάλια άνοιγαν όταν ξέραμε ότι η νοσοκόμα λείπει.
Τελείωσε το ταξίδι μου και το μυαλό μου γυρίζει στο παρόν.
Ξεχάστηκα και ξέχασα και την επικείμενη μάχη.
Ο κοκκινοτρίχης έκανε ένα βήμα ακόμα και σταμάτησε σε απόσταση εφ’ όπλου λόγχης.
Σηκώνω ψηλά τα μάτια μου. Τα βλέμματά μας συναντιώνται μεσοδρομίς, συγκρούονται, και ένας ξερός καλοκαιρινός καταιγιδοφόρος κεραυνός στα αυτιά μου κροταλίζει.
Μαυρίζει γύρω ο ουρανός. Η καταιγίδα έτοιμη να ξεσπάσει και τα κορμιά μας έτοιμα κι αυτά για την σώμα με σώμα μάχη, με όπλα σφυριά και σκεπάρια και με ασπίδες αυτός το αντίσκηνο και γω μια σεζλόνγκ που βρέθηκε δίπλα μου.
Η μάχη θα δίνονταν, όχι για την ωραία Ελένη μα για την σκιά του λιόδεντρου σε μια παραλία της Θάσου όπου θέλαμε να στήσουμε τα σκηνάκια μας.
Χρόνια είχα να πάω στη Θάσο με αντίσκηνο. Πάνω από τρεις και βάλε δεκαετίες.
Την τελευταία φορά που έστησα αντίσκηνο σε κείνη την παραλία εκεί κοντά, ήταν θυμάμαι με τον Στέλιο όταν απολυθήκαμε από τον στρατό με κείνα τα στρατιωτικά αντίσκηνα χωρίς πάτο. Μας φάγαν τα μυρμήγκια, τα κουνούπια και οι σκορπιοί.
Κι αυτός λόγω χρώματος ήταν πολύ ευαίσθητος στα τσιμπήματα.
Έτσι έλεγε, το ξανθοκόκκινο χρώμα του σώματος μου έλεγε, τραβά τα κουνούπια παραπάνω. Το ξανθοκόκκινο έλεγε.
Ο κοκκινοτρίχης…..
Μια αστραπή έλαμψε μπροστά μου, ένα κάτασπρο λαμπερό φως έδιωξε το σκοτάδι από το μυαλό μου και η μνήμη μου λαμπίρισε…..
Κοιτώ βαθιά στα μάτια τον κοκκινοτρίχη….
Τα όπλα μας στο έδαφος…
Οι αγκαλιές μας ανοιχτές….
Στέλιο ψιθυρίζω……
Ένας κεραυνός βροντερός από τα χείλη του….. το όνομά μου….….
Δυο αντίσκηνα κάτω από την σκιά του λιόδεντρου στημένα….
ο ήλιος να χάνεται πέρα μακριά πίσω από το Θεόμορφο Παγγαίο…..
κι η θάλασσα μπροστά μας με όλα της τα κουμπιά ξεκουμπωμένα….πυρόχρωμη λάβα…να δροσίζει τα περασμένα μας…
και μεις….
και μεις μπροστά στ’ αντίσκηνα με ένα τσιγάρο στα χέρια μας να λέμε….να λέμε…..να λέμε και να ξεχαρμιανιάζουμε…..
Θυμάσαι;
Δροσιά στην ψυχή μου και τού τσιγάρου η καύτρα όπως την κοιτώ….