Dark Mode Light Mode

Η κόρη του πατέρα μου

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Στην ηλικία μου πάνω κάτω ήταν. Περασμένα εξήντα πέντε, μπορεί και δυο τρία χρόνια παραπάνω. Δεν καλοθυμάμαι, μα αυτό καμιά σημασία δεν έχει. Σάμπως και τί είναι ο χρόνος. Στο βουνό βρεθήκαμε οι δυο μας. Μοναχοί. Λέω, βρεθήκαμε, μα δεν ανταμωθήκαμε εκεί. Μαζί ξεκινήσαμε από το σπίτι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το βουνό. Για να μαζέψουμε ξερόκλαδα για προσανάμματα. Για τη μασίνα και το τζάκι. Και για βόλτα. Αυτός το ζήτησε και απ’ την αρχή  μου έδωσε να καταλάβω ότι το μάζεμα των ξερόκλαδων πρόφαση ήταν. Για να φύγουμε από το σπίτι. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν. Ποτέ δεν του άρεσαν οι γιορτές. Μελαγχολούσε. Ειδικά οι γιορτές των Χριστουγέννων και σήμερα έμαθα ποιος ήταν ο λόγος.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα πλάτωμα του χωματόδρομου και πήραμε ένα μονοπάτι που πήγαινε παράλληλα με το δρόμο. Θα μαζεύαμε τάχα τα ξερόκλαδα, θα τα αφήναμε στοίβες στοίβες στην άκρη του δρόμου και μετά θα τα φορτώναμε περνώντας με το αμάξι.

Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και έλαμπε μα έκανε κρύο, κρύο ξερό και παγερό. Στα διάσελα ανάμεσα στα πεύκα χιλιάδες ήλιοι αντανακλούνταν και λαμπύριζαν πάνω στους κρυστάλλους της πάχνης που σιγά σιγά άρχισε να λιώνει. Κουβέντα. Περπατούσαμε, πήγαινα μπροστά, δεν τον έβλεπα, και μονάχα τη βαριά ανάσα του άκουγα πίσω μου. Κουβέντα δεν αλλάξαμε για λίγα λεπτά. Ούτε μια λέξη. Μονάχα τα ξερόκλαδα που έσπαζαν κάτω από τα πόδια μας ακούγονταν.

“Άρχισε να μαλακώνει ο καιρός”, είπε ξαφνικά. Συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι μου, μα δεν πρέπει να με είδε.

“Γιατί δεν μιλάς;”

“Ναι”, απάντησα. “Ο ήλιος”.

Πάντα έτσι λιγομίλητος ήταν. Κι εγώ.

Έσκυψα να μαζέψω δύο τρία χοντρά ξερόκλαδα.

“Άστα”, μου είπε.

Δεν ρώτησα γιατί. Κατάλαβα.

“Δεν ήρθαμε εδώ πάνω γι’ αυτό”.

Το ήξερα. Εκεί που καθόμασταν δίπλα στο τζάκι και πίναμε το τσιπουράκι μας, “πάμε”, μου είπε ξαφνικά. “Έχω να σου πω”.

 

Με προσπέρασε. Συνεχίσαμε να περπατάμε για λίγα λεπτά ακόμα κι ύστερα ξαφνικά, γύρισε πρώτα το κεφάλι του πίσω, με κοίταξε, ύστερα σταμάτησε και γύρισε ολόκληρος προς εμένα κοιτώντας με στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα. Είχε μια όψη παράξενη και η ματιά του ήταν αλλόκοτη. Δεν τον αναγνώριζα. Τρόμαξα. Σε όλη μου τη ζωή τρεις φορές με κοίταξε στα μάτια. Αυτή ήταν η δεύτερη. Η πρώτη ήταν θυμάμαι τότε που έπεσα από την ταράτσα και έσκισα ψηλά το μέτωπό μου. Στα πέντε ήμουνα. Είχε γεμίσει το πρόσωπό μου αίμα. Φοβήθηκε πολύ. Έτρεξε αλαφιασμένος, με πήρε αγκαλιά και με κοίταξε στα μάτια. Τότε που με κοίταξε μου πήρε τον φόβο και την τρομάρα μου. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Αντίθετα. Κάπως με φόβισε η ματιά του, με τρόμαξε, μααμέσως όμως μαλάκωσε το βλέμμα του. Διέκρινα μια γυαλάδα στα μάτια του και με σπασμένη αλλά σταθερή φωνή:

“Έχεις μια αδερφή”, μου είπε.

Χαμογέλασα.

“Το ξέρω”.

“Όχι, έχεις και μια άλλη αδερφή”.

Έμεινα να τον κοιτώ.

“Σαν σήμερα γεννήθηκε. Όταν υπηρετούσα. Στο στρατό”.

Σάστισα. Με κοίταξε για λίγοακόμα. Ύστερα μου γύρισε ξανά τη πλάτη και άρχισε να περπατά αργά και να μιλά.Να μιλά, να μιλά και να λέει, να λέει. Πρώτη φορά έλεγε τόσα πολλά μαζεμένα.Τον ακολουθούσα σιωπηλός, αμήχανος καιγεμάτος με κάθεείδους περιπλεγμένα αναμεταξύ τουςσυναισθήματα.

 

Είχε έναν έρωτα, μεγάλο έρωτα στο στρατό. Φαντάρος. Ήταν δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος όταν απολύθηκε κι αντί να έχει χαρά, μαύρη ήταν η ψυχή του. Τρία ολόκληρα χρόνια υπηρέτησε. Τα δυόμιση ήταν μαζί της. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Κι αυτός. Την αγάπησε πολύ. Κι αυτή. Έκαναν όνειρα για τη ζωή τους. Είκοσι τέσσερις Δεκεμβρίου του σαράντα επτά γεννήθηκε, και ενάμιση χρονώ ήταν το κοριτσάκι του όταν απολύθηκε. Με τη λήξη του εμφυλίου. Λίγο πριν απολυθεί όμως, ο πατέρας της την έστειλε μαζί με το μωρό τους στο νησί. Με το ζόρι. Δεν τον ήθελε για γαμπρό.Γύρισε στο χωριό του. Βασανίστηκε πολύ. Δεν τις ξαναείδε ποτέ. Ποτέ του δεν τις έψαξε. Ήξερε το νησί, μα “μη τολμήσεις”, του είπε ο πατέρας της. Συνταγματάρχης ήταν ο πατέρας της, στο τάγμα του διοικητής. Την είχε φέρει μια φορά μαζί του, και τον φώναξε. “Έλα εδώ λοχία”, του είπε. Μια δουλειά του ανέθεσε για το συσσίτιο. Τον κοίταξε εκείνη. Με εκείνο το βλέμμα το γνωστό το φευγαλέο τον κοίταξε, και του κέντησε αμέσως τη καρδιά με πόθο. Ήταν ομορφόπαιδο. Την ξαναείδε εξοδούχος στη βόλτα. Κάθισαν κάπου μαζί και ήπιαν μια πορτοκαλάδα. Αυτός ήταν είκοσι και κάτι κι εκείνη στα είκοσι τρία. Η μάνα της είχε πεθάνει σαν ήταν δέκα χρονώ. Ύστερα από λίγες μέρες από όταν τη πρωτοείδε, ο πατέρας της έφυγε με τους τρεις λόχους πάνω στα σύνορα, στις επιχειρήσεις.Πίσωέμεινανλίγοι μονάχα από τον λόχο διοικήσεως. Μαζί κι αυτός. Τις λίγες φορές που ο πατέρας της κατάφερνε να γυρίζει σπίτι του, εκείνη κατάφερνε να τον ξεγελά. Τη βοηθούσε και μια γειτόνισσα που είχε χάσει τον άντρα της στη μάχη του Ρούπελ το ‘41. Όταν επέστρεψε μόνιμα, το κοριτσάκι τους ήταν ενός χρονού. Έγιναν φασαρίες, κακό μεγάλο, τη χτύπησε, τον απείλησε. Ηρέμησαν κάπως τα πράγματα και τη ζήτησε. “Θα δούμε”, του είπε εκείνος. “Κάτσε να απολυθείς πρώτα, και βλέπουμε”.

Μια βδομάδα πριν απολυθεί την έστειλε στο νησί. Με το ζόρι. “Μη τολμήσεις”, του είπε. Δεν τόλμησε. Φοβήθηκε. Τί ήταν αυτός; Και ήταν άγρια τα χρόνια. Έπρεπε όμως να την ψάξει, να την διεκδικήσει. Το κοριτσάκι του. Αχ…. το κοριτσάκι του. Ενάμιση χρονώ.

 

Δεν μπόρεσα λέξη να αρθρώσω. Έμεινα να τον κοιτώ και εκείνος περίμενε την αντίδρασή μου. Συνήλθα όμως αμέσως και χαμογέλασα μέσα μου. Μια ακόμα αδελφή.

“Και τώρα;” λέω.

“Τώρα τί;…τελείωσαν όλα τώρα”.

“Να μην τις ψάξουμε;”

“Δεν γίνεται να τις ψάξουμε”.

“Γιατί; Πέρασαν τα χρόνια. Όλα καλά θα γίνουν. Με τρόπο. Είναι άδικο. Για σένα. Για εκείνη. Για την πρώτη κόρη σου. Να γνωρίσει τον πατέρα της”.

Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια του σύννεφα γεμάτα. Σταλαγματιές χοντρές τα δάκρυα, έτοιμα.

“Δεκαεννιά χρονώ ήταν, και εκείνη σαράντα τρία”.

Με συνεπαίρνει η αγωνία. Τί άλλο θα ακούσω!

“Στη Φαλκονέρα. Εκεί έγινε το κακό”.

-Μικρός ήμουν μα το θυμάμαι το ναυάγιο στη Φαλκονέρα.Το πλοίο “Ηράκλειον”.-

Προχωρά μπροστά και το ακολουθώ. Δεν βλέπω το πρόσωπό του. Σπασμένη η φωνή του.

 

Από το ράδιο άκουσε για το ναυάγιο. Ύστερα διάβασε στην εφημερίδα τα ονόματά τους. Μαρία Αλεξανδράκη σαράντα τρία, Ειρήνη Αλεξανδράκη δεκαεννιά. Ύστερα από το ναυάγιο, έμαθε από κάποιους συγγενείς της πως δεν παντρεύτηκε ποτέ η Μαρία.

Γύρισε και με ξανακοίταξε.

Μια απέραντη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του….

“Σα γυρίσουμε σπίτι θα σου δώσω την εφημερίδα και μια φωτογραφία με τους τρεις μας, αλλά δεν θέλω να μάθει τίποτα κανείς. Ποτέ. Θέλω να μου το υποσχεθείς”.

Έδωσα υπόσχεση.

Η τρίτη φορά που με ξανακοίταξε στα μάτια, ήταν λίγο πριν τα κλείσει για πάντα. Τον άκουσα να ψιθυρίζει:

“Να προσέχεις τις αδερφές σου”.

 

Κρατώ στα χέρια μου την εφημερίδα, κοιτώ τη φωτογραφία….

Ποτέ δεν του άρεσαν οι γιορτές. Μελαγχολούσε. Και μόνο εγώ, έμαθα το γιατί.

Ας με συγχωρέσει που δεν κράτησα την υπόσχεσή μου…

 

Τετάρτη, τρεις Ιουνίου του είκοσι είκοσι

_________________________________

Εκεί που μια διήγηση
γίνεται φαντασία…

Προηγούμενο άρθρο

Τι σκέφτεται η Κυβέρνηση για τη στήριξη του πετρελαίου στον Πρίνο

Επόμενο άρθρο

Τραυματισμός 14χρονου στο ανοιχτό κολυμβητήριο