Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Για πότε βρισκόταν στην κορυφή η Ευγενούλα δεν το καταλάβαινες. Κι όταν λέμε κορυφή, εννοούμε οποιαδήποτε κορυφή. Είτε ήταν δέντρου, είτε λόφου ή βουνού, ή ψηλά στα κεραμίδια ή στο καμπαναριό του Αϊ Γιώργη. Αρκεί να είχε τους άλλους από κάτω της και να τα βλέπει όλα από ψηλά. Πιο πολύ όμως της άρεσε τέρμα ψηλά στο κάστρο. Στο πιο ψηλό σημείο των σωζόμενων κτιρίων του αρχαίου Μακεδονικού κάστρου του χωριού της ανέβαινε. Από κει τα έβλεπε όλα, και αυτά που φαίνονταν και αυτά που δεν φαίνονταν. Από κει έβλεπε ως κάτω, πέρα μακριά στον κάμπο και ακόμα πιο μακριά. Εκείνο το βουνό που είχε όνομα σαν του παππού της το κεφάλι, έβλεπε. Φαλακρό το έλεγαν. Πιο δω από το Φαλακρό, κοντύτερα, ήταν το άλλο κάστρο, το κάστρο των Φιλίππων που από κάτω του είχε και το αρχαίο θέατρο. Είχαν πάει εκδρομή με το σχολείο στο αρχαίο θέατρο και είχαν «περιηγηθεί» που έλεγε κι ο δάσκαλος, και στα άλλα αρχαία που είχε εκεί γύρω. Αλλά, είχαν δει και την φυλακή που έκλεισαν τα παλιά χρόνια τον Απόστολο Παύλο, που είχε μαθητή τον Άγιο Σίλα. Πολύ λυπήθηκε η Ευγενούλα για αυτόν, γιατί ήταν χριστιανός. Όχι σαν τους άλλους. Αλλά την άλλη μέρα λυπήθηκε περισσότερο για τον εαυτό της. Είχαν κοκκινίσει τα χέρια της και πονούσαν πολύ. Δυο δυνατές ξυλιές στο ένα χέρι έφαγε με την σκυτάλη που παίζαν σκυταλοδρομία και δυο στο άλλο χέρι, από τον διευθυντή του σχολείου, τον κύριο Ευδαίμωνα. Γκιχ όμως, δεν έβγαλε. Μοναχά τα χείλια έσφιξε. Πολύ του άρεσε του κυρίου Ευδαίμωνα η τιμωρία αυτή.
Μια ώρα την έψαχναν στους Φιλίππους, αλλά αυτή το δικό της, το έκανε.
Χαλάλι οι ξυλιές, αλλά «από τον Θεό να το ‘βρει», που έλεγε κι η γιαγιά της η Γιωργιά.
Είδε το κάστρο του χωριού της από ψηλά, από το κάστρο των Φιλίππων. Πολύ πιο όμορφο όμως ήταν το δικό τους κάστρο. «Ούτε να το συζητάς» που έλεγε και η γειτόνισσα τους, η Καλλιοπίτσα.
Μόνο από εκεί ψηλά, από το δικό τους κάστρο τα έβλεπε όλα, ακόμα κι αυτά που δεν φαίνονταν. Αυτά ήταν που την ενδιέφεραν περισσότερο, αυτά που δεν φαίνονταν, αλλά έβλεπε όμως και το διπλανό χωριό, που ήταν και το χωριό του άλλου δασκάλου, που πολύ του άρεσε κι αυτουνού η «διαδικασία» όπως την έλεγε, του «σωφρονισμού δια της σκυτάλης».
Γι αυτό, κι αυτή, την άλλη μέρα που ήταν και Κυριακή, αντί να πάει στην εκκλησία πήγε στο κάστρο. Πήγε να δει αυτά που φαίνονταν από κει ψηλά αλλά περισσότερο ήθελε να δει αυτά που δεν φαίνονταν.
Ανέβαινε στην τελευταία πέτρα ψηλά, κάθονταν πάνω της, έβαζε τα μάγουλά της ανάμεσα στις παλάμες της και ταξίδευε.
Και τι δεν έβλεπε.
Έβλεπε τον ουρανό που σκέπαζε όλη την πλάση ως πέρα μακριά, σε άγνωστα μέρη, κι ήταν και η θάλασσα κατά κει που άκρη δεν είχε εκείνη. Την είχε δει τη θάλασσα τότε που πήγε με την άλλη την γιαγιά της την Φωτεινή, στην μεγάλη την πόλη. Πολύ της άρεσε τότε η θάλασσα. Πόσο μεγάλη της φάνηκε. Απέραντη σαν να ήταν. Είχε πάει με την γιαγιά της. Στον γιατρό, πήγαν. Ήταν πολύ γλυκιά η γιαγιά της γιατί είχε και ζάχαρο. Γι’ αυτόν, τον ζάχαρο, πήγαν. Να τον δει ο γιατρός πήγαν. Λες και ζαχαροπλάστης να ήταν. Γιατί δεν πήγαν στον μπάρμπα Σταύρο στο χωριό, που έφτιαχνε και νόστιμα φοινίκια και να της έπαιρνε κι αυτηνής κάνα δυο τρία.
Σαν τον παππού της ήταν ο γιατρός, φαλακρός ήταν, αλλά φορούσε και γυαλιά αυτός. Αυξημένο πολύ ζάχαρο της είπε ότι έχει, και να προσέχει της είπε την διατροφή της και της έδωσε και κάτι πορτοκαλί φάρμακα.
Η γλυκιά της η γιαγιά.
Πολύ της άρεσε η θάλασσα που και τελειωμό δεν είχε.
Αλλά σκεφτόταν, πιο πέρα από την θάλασσα τι έχει; Όλο τέτοια πράγματα αναρωτιόταν η Ευγενούλα.
Τι άραγε να κρύβονται πιο πέρα από κει που με τα μάτια της δεν βλέπει.
Κι ύστερα όμως έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε. Χωριά κι άλλα έβλεπε, και πολιτείες και άλλα βουνά και κάστρα. Και άλλους κόσμους και άστρα και φεγγάρια και ήλιους είχε εκεί, που με κλειστά τα μάτια έβλεπε. Αυτά που δεν φαίνονταν και δεν τα έβλεπαν οι άλλοι, έβλεπε.
Εκεί θα ήταν και η θεία της που έφυγε ξαφνικά και που πολύ την αγαπούσε. Κοντά της την πήρε ο Θεός, της έλεγε η γιαγιά της που την είχε κόρη.
Αλλά η Ευγενούλα είχε ακούσει να λένε ότι ήθελε να πεθάνει γιατί αγαπούσε κάποιον που ο παππούς της δεν τον ήθελε. Από αγάπη λέει πέθανε.
Τι ήταν πάλι αυτό.
Και μετά πάνω στο κάστρο η Ευγενούλα γυρνούσε από την άλλη μεριά και κοιτούσε την θεόρατη κορυφή του βουνού. Μια μέρα θα πάω και κει ψηλά, σκεφτόταν.
Τι να είχε άραγε εκεί πάνω στην κορυφή; αναρωτιόταν πάλι η Ευγενούλα, και τι πιο πέρα από αυτήν;
Μπορεί να ήταν στην κορυφή η κατοικία των δικών τους Θεών. Γιατί να είχε μόνο ο Όλυμπος Θεούς; Σίγουρα είχε Θεούς εκεί πάνω και μπορεί η θεία της εκεί να ήταν. Θα την βρει μια μέρα σκεφτόταν η Ευγενούλα. Σίγουρα θα την βρει. Και πέρα από την κορυφή θα είχε και άλλες Ευγενούλες και κάμπους και λίμνες και ποτάμια, αλλά και άλλα άστρα και ήλιους και φεγγάρια. Κόσμους πολλούς θα είχε εκεί πέρα. Και πως να ήταν οι κόσμοι αυτοί;
Πως να ήταν άραγε το χωριό της πριν χίλια χρόνια και πως θα γίνει όταν πολύς πολύς καιρός περάσει;
Και τι ήταν η «αγάπη» που γι αυτήν ήθελε να πεθάνει η θεία της;
Δεν ήθελε η Ευγενούλα να αγαπήσει, γιατί δεν ήθελε να πεθάνει.
Ώρες ολόκληρες καθόταν η Ευγενούλα και έβλεπε αυτά που δεν φαίνονταν από κει ψηλά κι όλο αναρωτιόταν, ώρες ολόκληρες κι ας την έψαχναν, κι ας έτρωγε και ξύλο.
Χαλάλι όλα, γιατί έβλεπε αυτά που δεν φαίνονταν και κανένας άλλος δεν τα έβλεπε παρά μόνο αυτή.
Όλα τα έβλεπε η Ευγενούλα. Από τότε. Από τότε που ήταν μικρή.
Μα και σαν μεγάλωσε και ταξίδεψε, και πήγε σε άλλα μέρη και ψηλά βουνά, και σε θάλασσες απέραντες, κάμπους και ποτάμια, το ίδιο έβλεπε.
Κι άλλοι κόσμοι υπάρχουν πέρα μακριά, κι άλλα Σύμπαντα. Κι είναι και κάποιος που κρατάει στέρεη την τάξη των Συμπάντων αυτών…..
Κάπου εκεί θα είναι και η θεία της….
Στο άπειρο…..
Κι αυτό, μπορεί και το βλέπει η Ευγενούλα, γιατί κάθε νύχτα στον ουρανό ψηλά κοιτά, τα άστρα κοιτά κι όλα τα βλέπει τότε……
όλα….