Η Κυριακούλα που πήρε το προσωνύμιο αργότερα Γιολαρού, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα.
Τα σημάδια αυτής της ομορφιάς ήταν φανερά ακόμη και στα ύστερα χρόνια της που ακολούθησαν την νιότη. Το προσωνύμιο Γιολαρού το πήρε αργότερα και δεν της το έδωσαν οι σύγχρονές της της γειτονιάς για να της προσάψουν την κακιά έννοια που έχει η λέξη αυτή μεταφρασμένη στην γλώσσα μας.
Στα Τουρκικά γιόλ σημαίνει δρόμος και το Γιολαρού προσδιόριζε για την Κυριακούλα την συνήθεια της να της αρέσει το έξω. Σπάνια την έβρισκε κανείς στο σπίτι. Ή σε κάποια γειτόνισσα θα την συναντούσες ή στην αγορά να ψάχνει τα ρούχα και τα στολίδια που θα αναδείκνυαν την ομορφιά της.
Ήξερε πράγματι να διαλέγει τι θα αναδείξει τα σωματικά της προσόντα και ότι έβαζε επάνω της γίνονταν πραγματικό στολίδι της άσχετα από την αξία του. Στα αλήθεια όμως ήταν μια καλλονή η Κυριακούλα, ένα προσόν που το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο.
Το ύψος της εντυπωσιακό και οι διαστάσεις του κορμιού της ιδανικές σε σχέση με τις γυναίκες της εποχής της. Εκείνο όμως που εντυπωσίαζε ήταν το ταπεραμέντο της. Χαρακτήρας ανοικτός εύχαρις και ακραία γοητευτικός δίχως αναστολές.
Το μόνο ελάττωμα η λαλιά της. Κατάγονταν από την Μπάφρα του Πόντου και είχε μια βαριά Ποντιακή προφορά ο λόγος της και παρενέβαλε αρκετές Τούρκικες λέξεις στην ομιλία της. Το μειονέκτημα της αυτό προσπάθησε να το αντιμετωπίσει καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια.
Καμιά φορά, στην αρχή τουλάχιστον, με το μπέρδεμα που γίνονταν στον τονισμό ή στις λέξεις, ακούγονταν από το στόμα της αστεία πράγματα. Παρόλα αυτά όμως τα προσόντα της σκέπαζαν το μειονέκτημα της και έφτανε αίσια στον επιδιωκόμενο σκοπό.
Έτσι κατόρθωσε και της έδωσαν το πιο ευνοϊκό διαμέρισμα στον Προσφυγικό συνοικισμό των Πεντακοσίων. Πρώτο κτήριο από τα ανατολικά, άμεση θέα στο γαλάζιο της θάλασσας και σ’ επαφή με το αστικό δασάκι, το στολίδι των Πεντακοσίων.
Λένε για την σπουδαία αυτή εύνοια της τύχης, έγινε κλήρωση για να της δοθεί το διαμέρισμα, έπαιξαν ρόλο τα δεκαπέντε λεπτά παραμονής της στο γραφείο του Προέδρου της επιτροπής διανομής των διαμερισμάτων.
Είναι βέβαιο πάντως ότι το διαμέρισμα της δεν το επισκέφτηκε ποτέ ο Πρόεδρος γιατί η συγκάτοικός της, μια ηλικιωμένη Κωνσταντινοπολίτισσα η κυρία Ανδρονίκη, ορκίζονταν για αυτό. Η καταγωγή της όπως προείπαμε ο Πόντος και στην πόλη μας ήρθε στα δεκαοκτώ της μόνη.
Δεν ήταν μαζί με κάποια ομάδα προσφύγων από αυτές που αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της πόλης. Στην Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων παρουσιάστηκε η ίδια έχοντας μαζί της όλα τα απαραίτητα προσωπικά της έγγραφα που την ταυτοποιούσαν και προσδιόριζαν την περιουσία που άφησε στον τόπο της.
Δύο αγάπες είχε Κυριακούλα σ’ αυτόν τον κόσμο την Κυριακούλα και τις γάτες. Με την πρώτη της αγάπη είχε ξετρελάνει τον ανδρικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Τα πειράγματα και τα σφυρίγματα όταν περνούσε μπροστά από χώρους που σύχναζαν άντρες, πολλά.
Θα περίμενε κανείς να τα άφηνε αναπάντητα και απλώς να την ικανοποιούσαν γιατί επιβεβαίωναν την γοητεία της. Όχι όμως για την Κυριακούλα. Εντόπιζε αυτούς που ξεστόμισαν τον θαυμασμό τους συνήθως με ευπρέπεια είναι αλήθεια και τους αντιμετώπιζε στα ίσια.
«Λοιπόν παλικάρια η Κυριακούλα δυστυχώς δεν κάνει για εσάς. Μπορεί να είστε ωραία παιδιά, δεν λέω, αλλά όχι για τα γούστα μου. Μαζί θα είμαστε φίλοι και για να το επιβεβαιώσουμε κεράστε ένα ούζο με μεζέ, ξέρει ο Σωτήρης».
Ο Σωτήρης ήταν ο Καφετζής που συνήθως άραζαν οι νέοι της γειτονιάς. Η στιχομυθία αυτή ήταν στολισμένη με πολλές Τούρκικες λέξεις που ήταν κατανοητές σ’ όλους γιατί η συντροφιά που περιγράφω ήταν λίγα χρόνια μετά την αποκατάστασή τους από την έλευσή τους από τις Χαμένες Πατρίδες.
Την σέβονταν και την εκτιμούσαν και στο βάθος κρατούσαν αναμμένη μια μικρή φλογίτσα μήπως και κερδίσουν την εύνοια της για τα περαιτέρω αλλά εις μάτην. Την Κυριακούλα οι γείτονές της την σέβονταν και βοηθούσαν σε δουλειές αντρικές της καθημερινότητάς της, όταν χρειάζονταν.
Η αμοιβή τους, τα παρομοιώδη γεύματά που προσέφερε σε όλη την οικογένεια του εθελοντή με συνταγές παραδοσιακές της Πατρίδας της. Ήταν φιλόζωη η Κυριακούλα και αγαπούσε ιδιαίτερα τις γάτες που στην εποχή της δεν ήταν οικόσιτα τα ζώα αυτά αλλά ελεύθερα και ιδιαίτερα υπό διωγμό.
Τα θεωρούσαν γρουσούζικα επειδή πολλές φορές είχαν αφήσει νηστικές ολόκληρες οικογένειες αρπάζοντας τα ψάρια ή το κομμάτι το κρέας που είχαν φυλαγμένα για το γεύμα τους. Τα μέσα φύλαξης ήταν υποτυπώδη και ευάλωτα στα ζώα αυτά όπως φανάρια κρεμασμένα και ντουλάπια ξύλινα σε ισόγεια ή υπόγεια διαμερίσματα συνήθως.
Ήταν η τροφή τους λίγη και αποτελούνταν από ότι ψαροκέφαλα και αποφάγια που περίσσευαν τόσο από τους ανθρώπους αλλά και από τα σκυλιά που και αυτά είχαν την ίδια μοίρα με τη δική τους. Έτσι κατέληγαν να ζητούν την τροφή τους με τον τρόπο της αρπαγής.
Για τον λόγο αυτό η Κυριακούλα ανέλαβε συνειδητά την φροντίδα αυτών των ζώων. Της έγινε έμμονη ιδέα ότι της έλαχε αυτή η φροντίδα από κάποια θεία βούληση για τον λόγο αυτό όταν κάποιοι την κάκιζαν και την λοιδορούσαν που ξοδεύει για τις γάτες ενώ πεινούν άνθρωποι που έχουν ανάγκη τους απαντούσε, —-Αυτές οι ψυχούλες ούτε στόμα έχουν για να μιλήσουν και να μας πουν τι τραβάνε, ούτε χέρια για να δουλέψουν για να κερδίσουν την τροφή τους.
Είναι πλάσματα του Θεού και αυτά, εγώ θα τα φροντίζω όσο μπορώ. Ξόδευε αρκετά χρήματα για να αγοράζει πνευμόνια και άλλα κρέατα από τον Χασάπη της, να τα μαγειρεύει και να γυρνά όλα τα Πεντακόσια για να ταΐζει τα αδέσποτα γατιά.
Είχε τις γνωστές τοποθεσίες σε κάθε γειτονιά και μόλις οι γάτες μύριζαν την έλευσή της, την ακολουθούσαν και συγκεντρώνονταν στο γνωστό τους μέρος για να απολαύσουν τα γεύματα που τα ετοίμαζε για όλες , τηρώντας με ευλάβεια την τάξη.
Σε όλο αυτό το διάστημα που διαρκούσε το φαγητό μιλούσε στο καθένα και το ρωτούσε για τα σημάδια που έφερε από κάποιο χτύπημα. Όλα τα γνώριζε ένα-ένα ξεχωριστά και ήξερε του καθενός το πάθημα. Με πολύ οργή μια φορά άρπαξε από τα χέρια κάποιων παιδιών ένα μικρό γατάκι.
Έπαιρναν το γατάκι και ανέβαιναν επάνω σ’ ένα δέντρο και το πετούσαν κάτω. Φαίνεται αυτό πρέπει να το έκαναν πολλές φορές και όταν το έπιασε στα χέρια της η Κυριακούλα, έτρεχαν αίματα από το στόμα του και πρέπει να ήταν στα τελευταία του.
Όταν τα ρώτησε για τι το βασανίζουν το ζώο της απάντησαν «Δεν το βασανίζουμε αλλά παίζουμε μαζί του, δε ξέρεις ότι οι γάτες έχουν επτά ζωές εμείς μέχρι τώρα το πετάξαμε τέσσερεις από το δέντρο και ζει δεν το βλέπεις;
Το γατάκι είναι δικό μας εμείς το βρήκαμε δώσε το μας». Εκείνη την στιγμή βγήκε από το απέναντι παράθυρο η μητέρα του μικρού που μίλησε και με έντονη φωνή είπε στην Κυριακούλα, «Δώσε καλέ το γατί στα παιδιά, τόση ώρα παίζουν μια χαρά και τους πήρες το παιχνίδι τους, δεν σου φτάνουν πια τόσες βρομόγατες που μαζεύεις στην γειτονιά;».
Πήρε η Κυριακούλα το γατί και το φρόντισε όσο μπόρεσε, δεν το έσωσε όμως γιατί η βλάβη που είχε το ζώο ήταν σοβαρή και την επομένη ημέρα έχασε την ζωή του. Για τις γάτες της η Κυριακούλα έχτισε και το πρώτο Αυθαίρετο εκεί στα γκρεμά στα Πεντακόσια.
Ένα Αυθαίρετο να κρέμεται πάνω από τα βράχια κάτω από το δασάκι. Αυτό έγινε όταν άρχιζαν να χτίζουν αυθαίρετα κάτω από τον Δημόσιο Δρόμο. Το Αυθαίρετο αυτό παρέμεινε για να τη θυμίζει. Είχε και άλλη κοινωνική δράση η Κυριακούλα η Γιολαρού που έγινε γνωστή πολύ αργότερα.
Βοήθησε δύο φτωχά παιδιά των Πεντακοσίων να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν και να γίνουν επιστήμονες. Η προσφορά της αυτή έγινε όταν ο ένας από αυτούς ήρθε και την επισκέφτηκε στα τελευταία της, γνωστός Εισαγγελέας της Χώρας μας, ο άλλος Επιστήμονας θετικών Επιστημών είχε φύγει στην κατοχή στην Γερμανία και είναι άγνωστη η τύχη του.
Αυτή ήταν η Κυριακούλα η Γιολαρού και η μικρή της ιστορία. Οι γραμμές αυτές έχουν γραφεί σαν μνημόσυνο για την παρουσία της κάποτε στην γειτονιά μας.
Παναγιώτης Φώτου