Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Που την έχανες, που την έβρισκες, στο βουνό. Το είχε και το όνομά της. Στη Φρυγία, ήταν η θεά των βουνών, της άγριας φύσης και των δημιουργικών δυνάμεων της γης. Η Κυβέλη όμως η δικιά μας, ήταν η θεά του Παγγαίου, του Πάρκου μας, των χαμοκέρασων και των αγριοβατόμουρων με τα οποία δημιουργούσε μιαν απίστευτης νοστιμιάς μαρμελάδα.
Άγριος ο χαρακτήρας της Κυβέλης της Φρυγίας….ψυχούλα η δικιά μας…..λεία και γλυκιά, σαν την μαρμελάδα της. Από μικρή είχε πάθος με το βουνό. Πάθος που το μετέδιδε σε όσους αποζητούσαν την παρέα της. Αρκετοί οι θητεύσαντες πλάι της ένας εκ των οποίων και εγώ.
Άφησε στο πόδι της τους “απογόνους της” μη τυχόν και μείνει το βουνό μας μόνο του. Χαίρεται κι αυτό και σου μιλάει. Μια καλημέρα λες στης γριάς τον λάκκο, τρεις σου αντιγυρίζει. Πως να μη παθιαστείς μαζί του.
Ο Διονύσης.
Πάθος με το βουνό είχε και ο Διονύσης, πρωτοξάδελφος της Κυβέλης. Οι δυο τους συνοδευόμενοι ενίοτε και από τους συντρόφους τους που ήταν αδέλφια και έτσι τα παιδιά τους ήταν πρώτα και δεύτερα ξαδέλφια ταυτόχρονα, ανηφόριζαν τακτικά προς το βουνό.
Ο προορισμός τους;
Άλλοτε χαμηλά στο πάρκο, άλλοτε ψηλότερα στον τρανό τον λάκκο και αρκετές φορές μέχρι τις φλαμουριές – το φλαμουρλούκι όπως συνηθίζουμε να το λέμε εμείς – και μερικές φορές ψηλότερα. Εκεί που αρχίζουν τα έλατα και οι οξιές.
Ένα φόβο είχε όμως η Κυβέλη που της έμεινε από τον εμφύλιο. Όταν ήταν μικρή, την έστειλε η μάνα της να μαζέψει ξύλα και κει συνάντησε αντάρτες. Από τις ιστορίες που άκουγε τους φοβόταν τους αντάρτες. Της κόπηκε η λαλιά για μια εβδομάδα. Φοβήθηκε πολύ και την φοβία αυτή δεν την ξεπέρασε ποτέ.
Ακόμα και λίγες μέρες πριν τον θάνατό της, όταν ακόμα “είχε” το μυαλό της, μας διηγιόταν την ιστορία αυτή, παριστάνοντας όμως τώρα εκ του ασφαλούς, την ατρόμητη. Αντάρτισσα ήμουν και γω έλεγε. Αγριοκάτσικο και αντάρτισσα.
Αντάρτισσα την θυμάμαι και γω, αλλά στην ψυχή, γιατί στην ζωή δεν της ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Το πάλεψε όμως. Όσο της επιτρεπόταν. Όσο της επιτράπηκε στα δύσκολα για την γυναίκα εκείνα χρόνια.
Έτσι ήταν στο χωριό.
Από δουλειά όμως, σκυλί.
Και ο Διονύσης αντάρτης ήταν, αλλά αυτός για την Κυβέλη, ήταν καλός. Κι ας ήταν με τους άλλους. Τους κομμουνιστάς. Σπάνιο είδος στο χωριό μας και “αντικείμενο” εκφοβισμού των μικρών παιδιών. Φάε το φαγητό σου γιατί θα σε πάρει και θα σε φάει ο κομμουνιστής. Άλλοι έλεγαν μπαμπούλας, άλλοι γύφτος, μα στο χωριό μου αρκετοί έλεγαν κομμουνιστής.
Και γω δυο πράγματα φοβόμουν. Τους κομμουνιστάς και τους καλικαντζάρους. Για να πω την αλήθεια φοβόμουν και κάτι άλλο, αλλά αυτό θα το πω σε μια άλλη ιστορία. Αλλά ήταν και κάτι που μου άρεσε σ΄αυτούς τους κομμουνιστάς. Κάπνιζαν λέει τσιγάρα και είχαν πολλές γκόμενες. Έτσι έλεγαν. Ήταν λέει και πολύ κακοί άνθρωποι.
Έτσι λοιπόν με τον Διονύση στο πλάι της ξεπερνούσε την φοβία της η Κυβέλη. Ο Διονύσης από την άλλη, ποτέ δεν είχε ξεπεράσει τον φόβο από το παρελθόν που κουβαλούσε. Και το χειρότερο, είχε και γείτονα εκείνον τον άλλον τον κομμουνιστή που δεν τον άφηνε σε ησυχία. Του παίδευε τη ψυχούλα του.
Και πως να αλλάξει;
Σε όλους παρίστανε τον Καραμανλικό, τον δεξιό και το βράδυ που ξάπλωνε, έστηνε καυγά με τον εαυτό του που δεν μπορούσε να ξεπεράσει το φόβο του και να πει :
Ναι ρε, είμαι αριστερός.
Άι σιχτίρ.
Ανθρωπάκι φοβισμένο σε ένα δύσκολο χωριό, σε δύσκολα χρόνια. Ψυχούλα και αυτός αλλά και καλός αμανατζής. Λίγες ήταν οι φορές αλλά τις θυμούνται όλοι, όταν σε κάποιο καφενείο, με την παρότρυνση των ελάχιστων αλλά γνήσιων φίλων του και μετά από αρκετά ουζάκια, έπιανε τον αμανέ. Μισή ώρα κρατούσε η κατάνυξη. Μαζεύονταν γύρω του πολλοί και τότε οι συγχωριανοί του ξεχνούσαν το κακό παρελθόν του.
Μπράβο ρε Διονύση!
Πες μας ακόμη έναν αμανέ ρε Διονύση. Εκείνος όμως είχε τελειώσει. Μιαν άλλη φορά τους έλεγε. Και πάντα κρατούσε την υπόσχεσή του.
Κάποιο βράδυ όμως που πάλι τους υποσχέθηκε το “μιαν άλλη φορά”, δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή του.
Η άλλη φορά, δεν ήρθε ποτέ.
Με την Κυβέλη στο πλάι του, ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο, ανηφόριζε προς το πάρκο ο Διονύσης. Συνήθως ήταν λιγομίλητος και σκεφτικός. Αυτή τη φορά όμως το παράκανε. Περπατούσαν ώρα πολλή και δεν είπε λέξη έξω από έναν βαθύ αναστεναγμό.
Τι συμβαίνει Διονύση; ρώτησε η Κυβέλη.
Τι σε βασανίζει;
Έχω μεγάλη στεναχώρια Κυβέλη, αγαπημένη μου.
Τι συμβαίνει ξάδελφέ μου; Πες μου. Όλα μου τα λες εμένα.
Πες τα μου να ξαλαφρώσεις.
Δεν στεναχωριέμαι Κυβέλη που θα αποχωριστώ την Καλλιόπη την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Αυτοί δεν θα μου λείψουν και θα βρουν τον δρόμο τους. Για το βουνό μου στεναχωριέμαι. Πως θα το αποχωριστώ αγαπημένη μου ξαδέλφη;
Που θα το αφήσω; Μου λες;
Με τρομάζεις Διονύση.
Έχω καρκίνο Κυβέλη. Άσχημο καρκίνο. Θα πεθάνω. Μόνο σε σένα το λέω.
Μόνο εσύ το ξέρεις. Μόνο εσύ και το βουνό μου. Τα ίδια είπα και σε κείνο. Πριν μια βδομάδα το έμαθα και χτες το πρωί πήγα πάνω ψηλά και του το φώναξα.
Έεεεεεε βουνό…. με ακούς βουνό;….που θα σε αφήσω εσένανε, μου λες;
Και με άκουσε Κυβέλη. Κάτω από μια
καστανιά κάθισα και μια σταλαματιά από την πρωινή υγρασία έσταξε στο μάγουλό μου.
Το δάκρυ του, στο δάκρυ μου.
Δύο μήνες μετά έφυγε ο Διονύσης.
Ο Διονύσης ο αριστερός.
Ο Διονύσης ο αμανατζής που δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Μόνο μια φορά όμως στη ζωή του δεν τη κράτησε. Ίσως εκεί πάνω να άνοιξε την καρδούλα του. Να τους είπε ποιος είναι και να τους γλύκανε τα αυτιά με την όμορφη φωνή του.
Πες το με έναν αμανέ ρε Διονύση.
Με έναν αμανέ πες το.
Και να ξέρεις Διονύση, ότι εγώ ξέρω.
Ξέρω επίσης ότι γνώριζες και συ ότι είχα καταλάβει και ήξερα, αλλά ποτέ δεν μου είπες τίποτα. Μόνο μια φορά με κοίταξες βαθιά στα μάτια και κατάλαβα.
Το κατάλαβες και συ ότι κατάλαβα.
Πες το με έναν αμανέ ρε Διονύση.
Δυνατά να το ακούσει το βουνό μας.
Το βουνό σου…..
Να το ακούσουν και όλοι στο χωριό….
Υ.Γ.
Τώρα πια είναι πάνω ψηλά……. ψηλά είναι και η Κυβέλη……..και τα αδέλφια.
Οι συνοδοιπόροι τους στη ζωή και στο βουνό.
Άγνωστο πότε θα μετακομίσουν πάνω, όπως “συνήθως” γίνεται και τα πρώτα ξαδέλφια που είναι ταυτόχρονα και δεύτερα.
Εκεί θα τους τα πει όλα.
Εκεί θα τους μιλήσει για την ψυχή του, με την ψυχή του….
Αλλά με έναν αμανέ ατέλειωτο.
Αιώνιο.
Με το πολυπληθέστερο ακροατήριο που είχε ποτέ.
Όλα τα αστέρια τ’ ουρανού.
Αμανέ αγαπημένε μου Διονύση. Για σένα και για όλους. Για τον Λεωνίδα, τον Θανάση, τον Θεμιστοκλή, τον Κωνσταντίνο, την Φωτεινή, την Αντιγόνη….
Αμανέ, ναι αμανέ, Ευδοξία, Βασιλική, Άγγελε, Μαρία, Στεργιανή…….
Αμανέ Διονύση….ήσυχα ήσυχα και δυνατά.
Να τον ακούσουν όλοι στο χωριό….
Θα τον ακούσουν…
Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα, που όλα τα ακούνε, όλοι.
Έτσι γίνεται.
Νόμος της φύσης.
Πες το με έναν αμανέ Διονύση……..
Παλαιοχώρι Νοέμβριος 2016