Dark Mode Light Mode

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τη Θάσο: «Το νησί που αγαπάω και το βλέπω σαν αριστούργημα» (φωτογραφίες)

Θάσος: Οι ομορφιές και τα μυστικά του νησιού που αγαπώ και θέλω να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω


Τι άλλο έχω να γράψω για τη Θάσο, μετά από χίλια χρόνια που γράφω γι αυτήν; Όλο και κάτι θα βρω, μια κι έχω όρεξη… Φέτος, πρώτη μετα-κοβιντ χρονιά, η Θάσος είναι γεμάτη κόσμο, οι παραλίες γεμάτες, τα σουβλατζίδικα ξέχειλα. Τα μισά Βαλκάνια νοίκιασαν ωραία ακριβά αμάξια και ροβόλησαν τον κατήφορο, έντεκα ώρες δρόμο από το  Βελιγράδι, άλλες τόσες από Βουκουρέστι, ποιος ξέρει πόσες από Ρωσία.

Εφτά ώρες από Βουλγαρία και δέκα από τα Σκόπια, μια ωρίτσα από Ξάνθη, Κομοτηνή, μιάμιση από Δράμα, δυόμιση από Σέρρες, απορώ γιατί έμπλεξα με νούμερα μια και κανέναν δεν κόφτει πόσο θα οδηγήσει προκειμένου να φτάσει στη Θάσο: πολύ.

Θα μπει στο φέριμποτ από Καβάλα ή Κεραμωτή και θα τον αρπάξει από τα μούτρα η μυρωδιά – πεύκο, νησιώτικη δροσιά, πλατάνια με θερινή υγρασία, ρίγανη, κι άλλο πεύκο πάνω από τη θάλασσα…

Όλα τα νησιά έχουν την μυρωδιά τους, αλλά της Θάσου είναι μοναδική, ίσως επειδή με πάει σε παιδικές ηλικίες, ίσως επειδή συνδυάζει μαζί με το λαμπερό καλοκαίρι κι ένα επερχόμενο φθινόπωρο, «βούτα τώρα, γιατί όπου να΄ναι θα φθινοπωριάσει και θα τα ξεχάσεις αυτά τα μπερεκέτια»…

Για πολλά χρόνια νοικιάζαμε σπίτι στον Ποτό, δίπλα στο κτήμα Βασιλικού. Έπειτα για κάμποσα ακόμα χρόνια ο μπαμπάς μας είχε ένα ωραίο σπίτι στο Γλυκάδι, μέσα στα πλατάνια και τα πεύκα. Φρόντιζε τα κολοκυθάκια και τις ντοματιές του όπως και της γειτόνισσας, κυρίας Αλίς Ματοσιάν, μέχρι που, πάει το σπίτι, πέρασε, μαζί με τις ντοματιές και τον μπαχτσέ της γειτόνισσας.

Μια εξαετία την βγάλαμε σε αυτοσχέδιο κάμπινγκ στα βάθη του δάσους, τύφλα να έχει το Game of Thrones. Μετά με φιλοξενούσε ο φίλος Σούλης στο (μοναδικό) παραδοσιακό σπίτι του στο Λιμένα, που σήμερα είναι  «Kyano House».

Μετά… νοικιάζω το διαμέρισμα της Χρύσας, πίσω από το «Beach bar Island», στο Παλιό Λιμάνι. Όλο το χειμώνα σκέφτομαι τις μέρες πάνω στη θάλασσα – η δημοτική πλαζ μπροστά μου είναι πεντακάθαρη, καταγάλανη, και άλλα σύνθετα επίθετα που ποτέ δεν είναι όσο περιγραφικά χρειάζεται.

Η δικαιολογία είναι ότι έχω μικρά παιδιά, που θέλουν διακοπές. Στην πραγματικότητα… τα παιδιά μου μπαίνουν στην εφηβεία, είναι δανεικά έτσι κι αλλιώς όπως όλα τα παιδιά, περνάνε τα 15 πρώτα χρόνια τους με εμάς τους γονείς κι έπειτα παίρνουν δρόμο, άρα θα πάρουν δρόμο σύντομα, άρα δεν θα ισχύει η δικαιολογία, ίσως να μην ισχύει ήδη.

Φέτος ήρθε και ο αδερφός μας από την Ιρλανδία με την οικογένειά του: χρόνια εξόριστος, θα χρειαστεί λίγες μέρες να συνηθίσει. Όχι την ζέστη – το νησί δεν έχει πολλή ζέστη σχεδόν ποτέ – αυτό που σου λείπει όταν είσαι μακριά από τη Θάσο είναι η ατμόσφαιρα,  θέλεις μια δυο μέρες να τη συνηθίσεις ξανά.

Ο χαλαρός χρόνος που υπάρχει και στην Ικαρία, και σε άλλα νησιά, το «τίποτα δεν επείγει», το ραχατλίκι που ταιριάζει στους Βαλκάνιους και Ανατολίτες τουρίστες του νησιού. Δεν θυμάμαι σε ποιο άλλο νησί ο ταβερνιάρης μόλις πήρε παραγγελία έφυγε να ρίξει έναν υπνάκο αφήνοντας τους πελάτες ξερούς, αλλά θα μπορούσε να συμβεί και στη Θάσο αυτό, είναι ένα τέτοιο μέρος.

Η θάλασσα παντού γύρω γύρω, στα 160 χιλιόμετρα παραλίας, είναι καταπληκτική. Όχι πολύ κρύα, καμία σχέση με Κυκλάδες, και πιο ανοιχτόχρωμη από τα Δωδεκάνησα, τριζάτη όμως, λαχταριστή όταν την βλέπεις από κοντά κι ακόμα περισσότερο όταν βουτάς. Τις ζεστές μέρες, πηδάνε δίπλα σου ψάρια ενώ κολυμπάς.

Μου είπανε ότι είδανε φώκιες να λιάζονται στο Βαθύ, και δελφίνια να χαριεντίζονται στα Λιμενάρια. Δεν πηγαίνει κανείς μας στη Γκιόλα πια, την θαλάσσια πισίνα μέσα στα βράχια στο Νότιο μέρος του νησιού, επειδή είναι γεμάτη τουρίστες, την έχει ανακαλύψει όλος ο κόσμος και δεν μας ενδιαφέρει.

Μας ενδιαφέρουν αυτά που ανακαλύπτουμε, κάθε τόσο, αυτά που έχουνε μείνει μαγικά: οι παραλίες, το βουνό Ψαριό, η πυκνή βλάστηση παντού, το πεύκο μέχρι τη θάλασσα στην Πευκοσπηλιά (και αλλού), η Τρυπητή, ο Παράδεισος, οι Αλυκές, η Μακρύαμμος με την αμμουδερή κάτασπρη παραλία και την ρηχή θάλασσα, η ταβέρνα Πλατάνα στο χωριό Σωτήρος, η «Σύμη» στο Λιμένα με το λαχταριστό ψητό ψάρι, το ξαναχτισμένο α-λά Γερμανικά Κάστρο, το ορεινό Καζαβίτι, Μικρό και Μεγάλο, οι Μαριές με το καφενεδάκι στην σκεπαστή πλατεία, οι λουκουμάδες του «Σταμάτη» (2,60 για εννιά λουκουμάδες με μέλι…)

Όλα αυτά ακούγονται σαν συνθηματικά για τους περί την περιοχή, για τους Βόρειους τουρίστες, υπάρχουν σάιτ με χίλιες πληροφορίες πια, οι καλές παραλίες, οι οικονομικές ταβέρνες, τα ωραία τοπία, τίποτα δεν είναι μυστικό, πουθενά. Τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα του Λιμένα κοκκινίζουν το ίνσταγκραμ, πολλά νησιά έχουν αντίστοιχα ηλιοβασιλέματα, υπάρχουν τράπεζες εικόνων με εκατομμύρια ηλιοβασιλέματα Ελληνικών νησιών, σίγουρα εκεί θα έχουν και της Θάσου.

Όταν έρχεται στο νησί κάποιο φιλικό άτομο από Αθήνα, προσπαθώ να δω τη Θάσο μέσα από τα μάτια του: μπλε, πράσινο, μεγάλος ουρανός, ήρεμη θάλασσα, ριγανάτη άμμος. Οι μυρωδιές δεν λένε πολλά σε κάποιον που δεν έχει μεγαλώσει στη Βόρεια Ελλάδα ίσως, αλλά αποκλείεται να τις περάσεις στο ντούκου, το πεύκο έχει μια άλλη εσάνς όταν βουτάει μέσα στη θάλασσα.

Ένα σωρό ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα έχουνε γεμίσει το νησί αλλά πηγαίνω οπωσδήποτε το ξένο  άτομο στην Μακρύαμμο, να δει τα μπάνγκαλοουζ – αν κοιτάξει προσεκτικά – κρυμμένα ανάμεσα στα πεύκα. Το συγκρότημα, πάνω από την άσπρη μακρόστενη παραλία του, είναι σήμα-κατατεθέν της Θάσου, με τις παραδοσιακές σκεπές και την απόλυτη αρμονία, την ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και στο δάσος, ή το νησί.

Ο κύριος Γιάννης Σαράντης, ο ιδρυτής της Μακρυάμμου, είχε φέρει κάποτε ελάφια μέσα στο συγκρότημα, στην δεκαετία του ’60, και κάποια από αυτά απέκτησαν ελαφάκια που ζούνε ελεύθερα μέσα στα δάση. Κάπως η Φύση κερδίζει πάντα στη Θάσο, σε κάνει να ξεχνάς ότι περνάει ο χρόνος, σε πείθει (εύκολα) ότι συνυπάρχει παρελθόν, παρόν, μπορεί και μέλλον, στη σκιά των πεύκων και σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα…

Καλά, παρασύρθηκα και το παράκανα, δεν είναι Παράδεισος η Θάσος, ένα νησί είναι. Απλώς είναι το νησί που αγαπάω και το βλέπω σαν αριστούργημα, σαν μοναδικό, σαν πάρα πολύ σπέσιαλ μέρος. Που μακάρι να επισκέπτομαι κάθε χρόνο, με παιδιά, με εγγόνια, με φίλες/ους ή σόλο, με αγάπη όμως πάντα, γιατί άμα αγαπάς ένα μέρος το εκτιμάς περισσότερο, ή, όσο του αξίζει.

πηγή: athensvoice.gr

Προηγούμενο άρθρο

Φωτιά σε αποθήκη, σε μπαλκόνι πολυκατοικίας (φωτογραφίες-video)

Επόμενο άρθρο

Νέο διοικητικό συμβούλιο για το Περιφερειακό Τμήμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Καβάλας