Τον Δημήτρη τον γνώρισα όταν η τύχη μου έλαχε να βρίσκομαι στην Αθήνα και να φοιτώ σε μια Σχολή Ανωτέρων στελεχών του ΟΤΕ στα μαύρα δικτατορικά χρόνια στις αρχές του 1970.
Η γνωριμία μας ήταν επεισοδιακή και μας έφερε κοντά η αγάπη μας για τη μουσική του Θεοδωράκη. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία Χρυσοστόμου Σμύρνης 19 νομίζω ο αριθμός.
Ιδιοκτήτης και διαχειριστής ένας συνταξιούχος ανώτερος αξιωματικός με ακραία χουντικά φρονήματα που τα έκανε φανερά κάθε φορά. Το δράμα μου τότε ήταν ότι δεν θα μπορούσα να ακούω τη μουσική που λάτρευα την εποχή εκείνη και την έφερα μαζί μου σε καμιά δεκαριά σαρανταπεντάρια δισκάκια της εποχής με έργα κυρίως του Θεοδωράκη.
Τα δισκάκια αυτά τα άκουγα και στην Καβάλα με συνωμοτικό και εκεί τρόπο. Τελικά βρήκα την λύση να ακούω τα δισκάκια μου όταν η νοσταλγία έφτανε στο Πικ της. Ξάπλωνα κάτω από το κρεβάτι που το σκέπαζαν γύρω-γύρω κουβέρτες και σεντόνια και δεν άφηναν τον ήχο να διαχυθεί στο περιβάλλον.
Ένα Σαββατόβραδο που οι θύμισες για τα περασμένα και οι αναμνήσεις ελευθερίας από τα παλιά, τα προδικτατορικά χρόνια είχαν ξεχειλίσει και με έπνιγαν, χώθηκα κάτω στην κρυψώνα μου και έβαλα και άκουγα τα επαναστατικά του Θοδωράκη και σιγοτραγουδούσα «Ποτέ θα κάνει ξαστεριά».
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματος μας. Εγώ εκεί κάτω που ήμουν χωμένος δεν άκουσα τίποτε, ήμουν ευτυχής στον κόσμο μου. Έρχεται η γυναίκα μου και σηκώνει τις κουβέρτες, έχει το δάκτυλο στον στόμα για σιωπή και μου κάνει νόημα ότι μας χτυπά την πόρτα ο από κάτω.
Στο κάτω διαμέρισμα από το δικό μας έμενε ο Δημήτρης που ήταν αξιωματικός της αεροπορίας με την οικογένειά του. Ήταν συνομήλικός μου, υπηρετούσε στην Ανδραβίδα και έρχονταν τα Σαββατοκύριακα να επισκεφτεί την οικογένεια του.
Αρχικά πανικός ότι μας πιάσανε. Τρεις βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσω και να αντιμετωπίσω θαρρετά την κατάσταση. Άνοιξα την πόρτα και στον άνθρωπο που είδα μπροστά μου δεν παρατήρησα τίποτε το επιθετικό στο βλέμμα.
Αντίθετα έδειχνε και αυτός μια συνωμοτική συμπεριφορά και με τη ματιά του να ψάχνει αριστερά, δεξιά μη τον βλέπει ή τον ακούει κανείς, για αυτό και η φωνή του είχε χαμηλή ένταση.
Τα λόγια που άκουσαν τα αυτιά μου με συνέφεραν ψυχολογικά και έδιωξαν όλον τον προηγούμενο πανικό και το άγχος: «Μένω στο κάτω διαμέρισμα από το δικό σας και ακούω συχνά μουσική Θοδωράκη που τη λατρεύω έψαξα γύρω αλλά δεν βρήκα την πηγή του ήχου αλλού, όλα οδηγούν στο δικό σας διαμέρισμα.
Όσες φορές όμως και αν ήρθα έξω από την πόρτα σας δεν άκουσα τίποτε». Δεν είχα σκεφθεί βλέπετε, ότι ο ήχος από το μηχάνημα μου μπορεί να μη μεταδίδονταν στο δικό μου χώρο, το μπετό όμως του πατώματος που ακουμπούσαν τα ηχεία μου τον μετέδιδαν στο κάτω διαμέρισμα ενισχυμένα, αυτό που εγώ άκουγα συνωμοτικά και υποβαθμισμένα με χίλια καρδιοχτύπια.
Του είπα του άνθρωπο να περάσει να τα πούμε και του εξήγησα. Από τότε γίναμε φίλοι με τον Δημήτρη και ακούγαμε μαζί την αγαπημένη μας μουσική γιατί και ο Δημήτρης είχε μια μεγάλη γκάμα δίσκων τόσο του Θεοδωράκη αλλά και ξένη μουσική που πολλά Σαββατοκύριακα την ακούγαμε μαζί στο δικό του διαμέρισμα γιατί είχε ένα σύγχρονο πικάπ με τρομερή ηχητική απόδοση.
Τους πρώτους τρεις μήνες του 1974 ο Δημήτρης έλειπε και μου έλειψε η μουσική πανδαισία που απολαμβάναμε στις περισσότερες Σαββατιάτικες συναντήσεις μας. Είχε πάει η μονάδα τους στις ΗΠΑ για να εκπαιδευτούν στα καινούργια αεροπλάνα που αγόρασε η χώρα μας, τα τριάντα δύο Phantom F4.
Την επεδίωξε αυτήν την εκπαίδευση ο Δημήτρης και χάρηκε πολύ για την επιλογή του. Τα αεροπλάνα αυτά ήταν τότε τα πιο σύγχρονα πολεμικά εναέρια μέσα της εποχής εκείνης και έδιναν στη χώρα μας υπεροπλία.
Το σπουδαιότερο για τα αεροπλάνα αυτά ήταν ότι είχαν μεγαλύτερη εμβέλεια δράσης και μπορούσαν να ενεργήσουν στην Κύπρο και να επιστρέψουν άνετα στη βάση τους. Τα νέα για τον Δημήτρη μου τα έφερνε η γυναίκα του και με πληροφόρησε ότι έχει προμηθευτεί τα καινούργια του Θεοδωράκη τα μετά δικτατορικά.
Το περισσότερο ευχάριστο νέο ήταν, «σε δέκα μέρες θα βρίσκεται στην Ελλάδα». Πράγματι στις εξ Απριλίου 1974 προσγειώθηκαν 8 αεροπλάνα F4 από τα 32 συνολικά που περιμέναμε.
Σ’ ένα από αυτά ήταν και ο Δημήτρης. Στην Αθήνα ήρθε πολύ αργότερα γιατί ήταν σε συνεχή εκπαίδευση νέων αεροπόρων επάνω στα καινούργια αεροπλάνα. Στα μέσα του Μάη έγινε η συνάντησή μας που περίμενα με λαχτάρα.
Στην πρώτη μας εκείνη συνάντηση προσδοκούσα να ακούσω τα καινούργια! Αυτή η συνάντηση κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες στις οποίες είδα μεν τους καινούργιους δίσκους με τα ωραία εξώφυλλα αλλά δεν τους ακούσαμε, δεν άκουσα κανέναν!
Καθόλου μουσική, όλο αυτό το χρονικό διάστημα είχα μπροστά μου έναν άλλον Δημήτρη, έναν αεροπόρο ερωτευμένο με το μηχάνημα, στο οποίο εκπαιδεύτηκε και μου το ανέλυσε σ’ όλες του τι παραμέτρους του σκάφους.
«Όταν είσαι στους αιθέρες μέσα σ’ αυτό το αεροπλάνο αισθάνεσαι Θεός Παναγιώτη, δε σε φοβίζει τίποτε». Στις 15 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς έγινε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη ενάντια στον Μακάριο και όλοι περίμεναν την εισβολή στην Κύπρο.
Ο Δημήτρης ήταν εκείνες της ημέρες με ολιγοήμερη άδεια στην Αθήνα. Μόλις ενημερώθηκε για το γεγονός ήταν όλος χαρά και με ξάφνιασε. Ήξερα με βεβαιότητα ότι χουντικός δεν ήταν και του είπα την απορία μου για τη συμπεριφορά του.
Η απάντησή του προφητική εκείνη τη στιγμή «Σίγουρα οι Μογγόλοι θα κάνουν το λάθος και θα γίνει εισβολή στο νησί! Θα τους λιανίσουμε Παναγιώτη! Τα νερά γύρω από το νησί θα βαφτούν με το αίμα τους, έχουμε την υπεροπλία με τα καινούργια μας αεροπλάνα.
Θα είμαστε εκεί και θα τους κόψουμε μια και καλή το βήχα!». «Καλά βρε Δημήτρη με τα δέκα λεπτά που έχετε στη διάθεσή σας θα μπορέσετε να κάνετε την ζημιά;». «Οι ταχύτητες των δυο ΜΑΧ και ο όγκος πυρός που έχουν αυτά τα αεροπλάνα είναι τεράστιοι παράγοντες και θα τους καταστρέψουν».
Τον είδα ξανά για λίγο τον Δημήτρη τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, μέχρι τότε έλειπε στην Κρήτη, όπου είχε μετασταθμεύσει η μονάδα του. Μετακομίζαμε συγκυριακά την ίδια μέρα αυτός για το Ηράκλειο της Κρήτης και εγώ για την Καβάλα.
Στον λίγο χρόνο που είχαμε στην διάθεση μας καθισμένοι στα σκαλάκια της πολυκατοικίας, μου είπε για τη μεγάλη προδοσία που έγινε και δε χρησιμοποιήθηκαν τα υπερσύγχρονα ετοιμοπόλεμα FANTOM με πιλότους σε ακμαιότατο ηθικό, έτοιμους να δώσουν και τη ζωή τους για την πατρίδα.
«Μας πρόδωσαν όλοι φίλε, χουντικοί και δημοκράτες, όλοι τους σου λέω. Ένα μήνα κοιμόμουν στο κοκπιτ του αεροπλάνου μου για να μου δώσουν την εντολή για να κάνω την αποστολή μου και δεν το έκαναν ποτέ και εγώ αισθάνομαι προδομένος και άχρηστος».
Τα τελευταία του λόγια τα είπε φοβερά φορτισμένος, σηκώθηκε, αγκαλιαστήκαμε και χωριστήκαμε. Ήταν έτοιμος να ξεσπάσει στα κλάματα. Τον ξαναείδα τον Δημήτρη μετά από σαράντα εννέα χρόνια σ’ ένα προσκύνημά μου πέρσι στον Άγιο Ευστράτιο.
Το όνομά του είναι γραμμένο σε μια στήλη που έχει αναρτηθεί από τον Δήμο του νησιού και καταγράφονται τα ονόματα των αεροπόρων μας που έχασαν τη ζωή τους κατά τον ακήρυκτο πόλεμο για την επικράτηση των ουρανών του Αιγαίου.
Ας όψονται εκείνοι που δεν τον επέτρεψαν να κάνει την δουλεία του τότε που έπρεπε. Ίσως να μη χρειάζονταν η μετέπειτα θυσία του.
Παναγιώτης Φώτου