Η 18χρονη παγκόσμια πρωταθλήτρια στο σκάκι μιλάει για την πορεία της προς την κορυφή, για τα σχέδια της ενήλικης ζωής και για την ακλόνητη πίστη που πρέπει όλοι να έχουμε στις δυνατότητές μας.
Είναι καθισμένη μπροστά στη σκακιέρα. Μοιάζει να είναι άλλωστε ο φυσικός της χώρος. Η 18χρονη Σταυρούλα Τσολακίδου, παγκόσμια πρωταθλήτρια στο σκάκι στις νεάνιδες το 2016 και Νo 4 στην παγκόσμια κατάταξη γυναικών σε ηλικίες κάτω των 20 ετών αυτή τη στιγμή, κρατά στα χέρια της ένα μαύρο πιόνι. «Είναι αλήθεια ότι προτιμάς τα μαύρα σε σχέση με τα λευκά;» τη ρωτώ. «Κουβαλώ μάλλον αυτή τη φήμη, θα έλεγα. Παλαιότερα ίσως συνέβαινε. Πλέον εκτιμώ όμως τα λευκά, γιατί εκείνα κάνουν την πρώτη κίνηση όταν ξεκινάει η παρτίδα. Οταν έπαιζα σε χαμηλότερο επίπεδο ήταν κάτι που δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο. Πλέον όμως έχω αλλάξει επίπεδο».
Πράγματι, το όμορφο κορίτσι με τα κατάξανθα μαλλιά και τη φυσική ευγένεια όχι μόνο έχει αλλάξει επίπεδο, αλλά συγκαταλέγεται στην ελίτ της παγκόσμιας σκακιστικής κοινότητας. Συναντιόμαστε στην Αθήνα, στη Σκακιστική Σχολή Γαλανός, και όχι στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, την Καβάλα. Βρίσκεται για λίγες ημέρες στην πρωτεύουσα για συναντήσεις με την εθνική ομάδα γυναικών στο σκάκι. Εχει μόλις επιστρέψει από την Κρήτη. Εκεί έλαβε μέρος στο 11ο Διεθνές Σκακιστικό Τουρνουά της Παλαιόχωρας, ενώ στο Ενετικό λιμάνι των Χανίων εντυπωσίασε σε αγώνα σιμουλτανέ – με 32 αντιπάλους ταυτόχρονα. Αυτές ήταν και οι διακοπές της για αυτή τη χρονιά. Δεν φαίνεται πάντως να την πειράζει. «Συνήθως οι σκακιστές συνδυάζουμε διασκέδαση και τουρνουά» λέει χαμογελώντας.
Η Σταυρούλα τελείωσε εφέτος τη Γ’ Λυκείου. Δεν χρειάστηκε να περάσει τον γολγοθά των πανελλαδικών εξετάσεων. Η θέση της παγκόσμιας πρωταθλήτριας τής εξασφάλιζε αυτόματα εισαγωγή στη σχολή της αρεσκείας της. Οχι βέβαια ότι οι Πανελλαδικές θα αποτελούσαν και κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για εκείνη. Μολονότι μελετούσε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα σκάκι και ταξίδευε συχνά μέσα στη χρονιά για να πάρει μέρος σε τουρνουά, οι επιδόσεις της στο σχολείο ήταν αξιοθαύμαστες, με το απολυτήριο να αναγράφει «Αριστα» και βαθμό 19,4. Οταν τη ρωτώ πάντως τι θα σπουδάσει, η απάντησή της εκπλήσσει: «Προσανατολίζομαι είτε στα Παιδαγωγικά είτε στην Ψυχολογία». «Θυμάμαι ότι λάτρευες τα μαθηματικά» παρατηρώ. «Συνεχίζω να τα αγαπώ. Αλλά χρειάζομαι μια σχολή όχι ιδιαίτερα απαιτητική, θα έλεγα. Σκοπεύω να ασχοληθώ επαγγελματικά με το σκάκι».
Η πορεία της νεαρής σκακίστριας έμοιαζε με έναν τρόπο προδιαγεγραμμένη. Το 2009 και το 2010 αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδας στα κορίτσια κάτω των δέκα ετών. Επειτα ήρθαν τα παγκόσμια πρωταθλήματα: 1η θέση στον κόσμο στην κατηγορία κάτω των 14 ετών το 2013, 1η θέση στον κόσμο στην κατηγορία κάτω των 16 ετών το 2015 και 1η θέση στην κατηγορία κάτω των 18 ετών το 2016. Σήμερα, στα 18 της, κατέχει ήδη τον τίτλο της Woman Grandmaster (WGM), τον υψηλότερο τίτλο που μπορεί να κατακτήσει μία γυναίκα, ενώ κατέχει και τη διάκριση International Master (ο δεύτερος τη τάξει τίτλος που μπορεί να κατακτήσει ένας σκακιστής).
Εμαθε τις πρώτες κινήσεις στη σκακιέρα από τον πατέρα της. «Ημουν οκτώ ετών, θυμάμαι» αναφέρει. «Παίζαμε μαζί με τη μεγάλη μου αδελφή, τη Μαρία. Εκείνη στην πορεία δεν συνέχισε. Υστερα διοργανώθηκαν μαθήματα στο σχολείο, από έναν δάσκαλο του Σκακιστικού Ομίλου Καβάλας. Ετσι πήρα μέρος σε κάποια σχολικά πρωταθλήματα. Τα πήγα πολύ καλά και με προέτρεψαν να συνεχίσω πιο εντατικά στον όμιλο. Νομίζω η πόλη μου με έκανε τη σκακίστρια που είμαι. Η Καβάλα έχει μεγάλη παράδοση.
Η κορυφαία ελληνίδα σκακίστρια, Αννα-Μαρία Μπότσαρη, κατάγεται από εδώ. Ο Βασίλης Θεοδωρίδης, πρόεδρος του Σκακιστικού Ομίλου Καβάλας, έχτισε έναν δυνατό σύλλογο». Αλήθεια, εκείνη βλέπει τον εαυτό της σαν συνέχεια αυτής της παράδοσης; «Μακάρι» λέει χαμογελώντας, σχεδόν ντροπαλά. «Ελπίζω και εγώ να βοηθήσω». Αν και δεν το παραδέχεται, αποτελεί πλέον σταρ των τουρνουά, ειδικά στην πόλη της. Τα παιδιά μαζεύονται γύρω της όταν παίζει. Της ζητούν να παίξει μαζί τους. Και εκείνη δεν αρνείται. «Δεν μου αρέσει να χαλάω χατίρια» σχολιάζει.
Σχεδόν από τα οκτώ της χρόνια θυμάται τον εαυτό της να μελετά καθημερινά σκάκι. «Αρχικά με βοήθησε πολύ ο πατέρας μου. Είναι ερασιτέχνης σκακιστής. Είχε πολύ μεράκι. Εψαχνε να δώσει υλικό. Διαβάζαμε μαζί. Μάλιστα, από μικρός συγκέντρωνε αποκόμματα εφημερίδων με κινήσεις από παρτίδες».
Οι μεγάλοι παίκτες
Το 2013, με την κατάκτηση της 1ης θέσης, οι ώρες μελέτης αυξήθηκαν. «Τουλάχιστον τρεις την ημέρα» αναφέρει. «Και τι μελετάς δηλαδή;» τη ρωτώ. «Αυτή την ερώτηση μου την κάνουν συχνά. Γενικά, κάθε παρτίδα χωρίζεται σε τρία μέρη: στο άνοιγμα, στο μέσο, στο φινάλε. Χρειάζεται να έχεις διαβάσει χιλιάδες στρατηγικές και κινήσεις. Να τις θυμάσαι, να τις απομνημονεύεις. Το σκάκι είναι πραγματικά ανεξάντλητο. Ανανεώνεται συνεχώς. Και πρέπει να ενημερώνεσαι συνεχώς, να μη μένεις πίσω. Παρακολουθούμε μεγάλα παιχνίδια κορυφαίων παικτών στο Internet. Θέλει πολύ διάβασμα».
«Είναι λοιπόν θέμα απομνημόνευσης ή ευστροφίας;». «Χρειάζονται και τα δύο. Θα έλεγα ότι πάνω από όλα χρειάζεται να έχεις κλίση σε αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Το σκάκι θέλει προσπάθεια. Θέλει να θυμάσαι παρτίδες. Πέρα όμως από παιχνίδι είναι άθλημα. Και είναι πολύ σημαντικό για εμάς τους σκακιστές να είναι αναγνωρισμένο ως άθλημα, γιατί εδώ στην Ελλάδα συνδυάζουν τον αθλητισμό μόνο με τη σωματική δραστηριότητα. Ομως και το σκάκι θέλει αντοχή. Θέλει γερά νεύρα. Οι κορυφαίοι παίκτες φροντίζουν πολύ τη φυσική τους κατάσταση, κάνουν γυμναστική. Ο μεγαλύτερος αγώνας που έχω παίξει είχε διάρκεια 6,5 ώρες. Πάντα δίπλα μου στους αγώνες έχω ένα κομμάτι σοκολάτας, λίγους ξηρούς καρπούς. Ναι, δεν είναι μύθος ότι βοηθούν».
Αναρωτιέμαι αν το σκάκι τής έχει στερήσει πράγματα από την εφηβεία της. «Απλά δεν είχα ελεύθερο χρόνο να κάνω όλα αυτά τα που έκαναν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Αλλά άξιζε τον κόπο». «Γιατί;» τη ρωτώ. «Μου έμαθε συγκέντρωση, υπομονή, όξυνε τη μνήμη μου, την κριτική μου ικανότητα. Με έχει δομήσει ως άνθρωπο. Το βλέπω πάνω στον τρόπο λήψης αποφάσεων αυτό. Αλλωστε, οι εμπειρίες που έχω αποκτήσει από το σκάκι είναι απίστευτες. Χάρη στο σκάκι έχω ταξιδέψει σε πάνω από 20 χώρες. Η Νότιος Αφρική μού άρεσε πολύ. Ηταν διαφορετική. Και φυσικά η Ρωσία. Ισως γιατί είναι πολύ “σκακιστική” χώρα».
«Εχεις γνωρίσει από κοντά ινδάλματά σου;» τη ρωτώ. «Τους έχω δει από κοντά και αυτό φτάνει» λέει γελώντας. «Το 2014, στη Σκακιστική Ολυμπιάδα, είχα δει από κοντά τον παγκόσμιο πρωταθλητή, τον Νορβηγό Μάγκνους Κάρλσεν. Ετρεχα κυριολεκτικά από πίσω του να πάρω αυτόγραφο. Εχω δει και την Ουγγαρέζα Τζούντιθ Πόλγκαρ. Είναι το ίνδαλμά μου. Η καλύτερη σκακίστρια όλων των εποχών. Είχα επίσης την τιμή να παίξω και με τον Γκάρι Κασπάροφ σε έναν αγώνα επίδειξης. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη και έπαιξε ταυτόχρονα ενάντια σε τέσσερις ελληνίδες σκακίστριες. Μας νίκησε όλες, αλλά ήταν φανταστική εμπειρία. Θυμάμαι μετά το τέλος μού εξήγησε ποιες ήταν οι σωστές κινήσεις που έπρεπε να κάνω πάνω στη σκακιέρα. Και έχω γνωρίσει και τον Ανατόλι Καρπόφ στο πλαίσιο ενός πολιτικού δείπνου. Η συμβουλή του; “Δουλειά και πολύ διάβασμα”».
Ο Σεπτέμβριος θα τη βρει φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Κάτι που θα τη βοηθήσει και στην προετοιμασία της, καθώς ο προπονητής της, ο κορυφαίος έλληνας σκακιστής Γιάννης Παπαϊωάννου, μένει μόνιμα εκεί. «Τα προηγούμενα χρόνια ερχόταν για προπονήσεις στην Καβάλα κάθε Κυριακή και Δευτέρα, ενώ κάναμε και προπονήσεις μέσω skype. Συνολικά μιλάμε για επτά ώρες την εβδομάδα προετοιμασία. Τώρα θα τις αυξήσουμε. Μελετάμε παρτίδες, ανοίγματα, στρατηγικές». «Παίζετε και καθόλου μαζί;» τη ρωτώ. «Οχι ιδιαίτερα, και μάλιστα το φέρει λίγο ως παράπονο αυτό. Εχω πολύ άγχος όταν παίζω μαζί του. Και φοβάμαι μην τον απογοητεύσω».
Φουλ επίθεση
Οι άνδρες είναι καλύτεροι από τις γυναίκες στο σκάκι; «Δύσκολη ερώτηση» απαντά. «Ηταν κάτι που δεν ήθελα να παραδεχθώ, αλλά πλέον καταλαβαίνω ότι εμείς οι γυναίκες είμαστε πιο συναισθηματικά όντα από τους άνδρες και αυτό ίσως είναι ένα μειονέκτημα. Το βλέπω και πάνω μου. Με επηρεάζει πολύ το συναίσθημα, ενώ θα έπρεπε να κρίνω πιο αντικειμενικά πάνω στην παρτίδα. Βέβαια, σε αυτή τη διαπίστωση ίσως έχουν συμβάλει και κοινωνικοί λόγοι: ένας γονιός πιο εύκολα θα πάει τον γιο του να μάθει σκάκι παρά την κόρη του. Είναι κάτι πάντως που μπορεί να ανατραπεί».
Αγαπημένο της πιόνι είναι η βασίλισσα. Γιατί; «Γιατί είναι πιο εύκολο να επιτεθεί στον αντίπαλο βασιλιά και γενικά μου αρέσει πολύ η επίθεση. Αν και πρέπει να είσαι καλός σε όλες τις θέσεις – και στις πιο ήσυχες αλλά και στις πιο μαχητικές».
Ποιο είναι το δικό της μεγάλο προσόν ως παίκτριας; «Είμαι πολύ μαχητική και δεν το βάζω ποτέ κάτω. Να φανταστείτε, στα παγκόσμια πρωταθλήματα που κατέκτησα, στους πρώτους γύρους δεν είχα πάει καλά και δεν φαινόταν ότι θα μπορούσα να έρθω πρώτη. Δεν τα παράτησα όμως, το πάλεψα». Τη ρωτώ αν στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε καλό επίπεδο στο σκάκι. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε παράδοση όπως άλλες χώρες. Το σκάκι άρχισε να εξαπλώνεται τη δεκαετία του 1980. Και έχουμε πολλά ονόματα πρωταθλητών με διεθνείς διακρίσεις: τον Στέλιο Χαλκιά, τον Χριστόδουλο Μπανίκα, την Αννα-Μαρία Μπότσαρη κ.ά. Μολονότι δεν υπήρξε στήριξη από την πολιτεία, έχουν γίνει άθλοι».
Αναρωτιέμαι αν η ίδια έχει βοηθηθεί από το κράτος. «Μέχρι να στεφθώ παγκόσμια πρωταθλήτρια το 2013, τα έξοδα των μετακινήσεων στους αγώνες και στα τουρνουά καλύπτονταν από τους γονείς μου. Από το 2013 και μετά χορηγός μου είναι η Cosmote και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ο πρωταθλητισμός είναι πολυδάπανος. Δεν θέλω πάντως να περάσει το μήνυμα ότι το σκάκι είναι ένα ακριβό άθλημα».
Η ίδια έχει μπροστά της πολλή μελέτη, καθώς την περιμένει ένα δύσκολο φθινόπωρο. Από 4 έως 16 Σεπτεμβρίου στην Τουρκία διεξάγεται το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κάτω των 20 ετών, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου θα ταξιδέψει με την εθνική ομάδα στη Γεωργία για την 43η Σκακιστική Ολυμπιάδα.
Αναρωτιέμαι αν σκέφτεται να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει. «Ισως φύγω μετά το τέλος των σπουδών μου. Δεν μπορείς πολύ εύκολα να ασχοληθείς με το σκάκι επαγγελματικά στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό είναι περισσότερες οι ευκαιρίες. Πάντως, ακόμη κι αν φύγω θα επιστρέψω. Κανείς δεν θέλει να αφήσει τον τόπο του». Τη ρωτώ αν θεωρεί τη γενιά της αδικημένη. «Σίγουρα τα πράγματα είναι δύσκολα για όλους μας. Δεν μπορείς να προβλέψεις τι θα γίνει αύριο. Παραμένω αισιόδοξη. Και όπως είπα, δεν πρέπει να τα παρατάμε». «Αυτό είναι το μότο σου» παρατηρώ. «Μάλλον. Δηλαδή, ξεκάθαρα» απαντά χαρίζοντας ένα αστραφτερό χαμόγελο.
*Η συνέντευξη δόθηκε στη δημοσιογράφο Έρη Βαρδάκη, δημοσιεύτηκε την Κυριακή 19 Αυγούστου