Στα χρόνια μου τα μικρά, τα μαθητικά του Δημοτικού, μόλις τελείωναν τα μαθήματα το καλοκαίρι η μητέρα μου με έστελνε στη Νουνά μου στο χωριό για να με προφυλάξει από τη θάλασσα.
Φοβόταν μην πνιγώ. Οι όρκοι μου ότι δεν θα πλησιάσω την θάλασσα δεν την έπειθαν και έτσι το πάθος μου με το κολύμπι και το νερό το ικανοποιούσα στις «Γκιόλες» που υπήρχαν εκεί, κολυμπώντας μαζί με τα βατράχια και τις νεροφίδες.
Ένα βράδυ, αργά την νύχτα, ένα ζουζούνι ήρθε και χώθηκε μέσα στο αυτί μου και παγιδεύτηκε. Άρχισε να ζουζουνίζει εκεί μέσα, ξύπνησα! Το μαρτύριό μου ήταν τρομερό. Βούιζε όλο μου το κεφάλι σα να χτυπούσαν γύρω μου χιλιάδες νταούλια και ήμουν στα πρόθυρα της τρέλας!
Αφάνταστο βασανιστήριο που δεν αντέχετε, δεν ξέρω αν το έχουν ανακαλύψει οι ειδήμονες του είδους. Δεν ήξερα τι να κάνω, που να πάω, ποιόν να ξυπνήσω για να με βοηθήσει!
Είδα στο μικρό μπαλκονάκι να κάθεται η Νουνά μου και να ρεμβάζει μέσα στη νύχτα την απεραντοσύνη που απλώνονταν μπροστά της. Περίεργο! Για τη γυναίκα αυτήν όλη η ημέρα που πέρασε ήταν αρκετά κοπιώδης και ο ύπνος θα της ήταν βάλσαμο.
Της είπα αμέσως το μαρτύριο που περνούσα εκείνη την ώρα χοροπηδώντας από την ενόχληση. Πήρε το κεφάλι μου στα δύο της χέρια, το έστριψε προς τη μεριά που ήταν το αυτί με το ζουζούνι και έφτυσε μέσα.
Το ζουζούνι μετά από λίγο σταμάτησε να με τυραννά, το αισθάνθηκα να προχωρά προς την έξοδο του αυτιού μου, βγήκε και γλύτωσα. Βάζοντας το χέρι στο αυτί μου έπιασα το σωτήριο σάλιο της Νουνάς μου και σιχάθηκα.
Την κοίταξα θυμωμένα και της είπα «Καλά γιατί με έφτυσες, δε θα μπορούσες να ρήξεις λίγο νερό, την ίδια δουλειά θα έκανε!». Η απάντηση της αφοπλιστική: «Όχι! Στο νερό θα κολυμπούσε και η ενόχληση για σένα θα ήταν πιο οδυνηρή, με το σάλιο το ζουζούνι έχασε τον αέρα που ανέπνεε και βγήκε έξω να αναπνεύσει και γλύτωσες».
Μεγάλη η απορία μου για τις γνώσεις της και στην ερώτηση μου που τα έμαθε αυτά τα γιατροσόφια, η απάντησή της «στα βουνά του Πόντου», ήταν αντάρτισσα. Ξαφνιάστηκα και απόρησα ταυτόχρονα!
Ο σωματότυπός της δεν έδειχνε να ήταν ένα άτομο με δύναμη και κουράγιο. Είχε λεπτά χαρακτηριστικά που στα νιάτα της θα πρέπει να ήταν πιο ντελικάτα που άφηναν να την προσδιορίσεις ότι θα ήταν μια όμορφη γυναίκα.
«Ο πρώτος άντρας μου ήταν αντάρτης ο ονομαστός Κοτζά Αναστάσης» μου είπε. Στο πώς έγινε αυτό και έγινε αντάρτισσα, άρχισε να μου διηγείται και η διήγησή της είχε ζωντάνια και πάθος.
Μεγάλο το ενδιαφέρον σε κάθε πρότασης της, που μου έδιωξε κάθε διάθεση για ύπνο. Καθίσαμε εκεί κάτω από τον έναστρο ουρανό και μου είπε όλη την ιστορία της, λύνοντας όλες μου τις απορίες και απαντώντας σ’ όλα τα γιατί και τα πώς μου.
Κατάγονταν από ένα προάστιο των Κοτυώρων της Υπαπαντής και ο Πατέρας της Γιάννης Πολυτίδης ήταν ο Μουχτάρης του προαστίου και είχε πέντε παιδιά, τρείς κόρες και δύο Παιδιά.
Η Μέλπω, ήταν το τρίτο σε γέννα παιδί και μεσαίο σε ηλικία από τα τρία κορίτσια. Ο πατέρας της πιέζονταν από έναν Τούρκο Αξιωματικό να του δώσει τη Μέλπω για να την προσθέσει στο χαρέμι του.
Είχε δύο γυναίκες και ήθελε και τη δεκαεξάχρονη Μέλπω, που την είδε μια φορά που πήγαινε στη βρύση. Ο Γιάννης δεν ήθελε με τίποτε η κόρη του να τουρκέψει. Ο Κοτζά Αναστάσης έτυχε εκείνο τον καιρό να βρίσκεται με τα παλικάρια του στην περιοχή τους.
Ο Πολυτίδης ήρθε σ’ επαφή με τον Καπετάνιο και ζήτησε την βοήθεια του. Όταν ο Κοτζά Αναστάσης είδε την Μέλπω ρώτησε τον Γιάννη «Εμένα μου τη δίνεις την κόρη σου;».
Ο Γιάννης ξαφνιάστηκε και γεμάτος χαρά του απάντησε ναι αλλά να ρωτήσουμε και την ίδια. Η Μέλπω μόλις της είπαν ότι ο Κοτζά Αναστάσης τη θέλει για γυναίκα του αντέδρασε και είπε «Εγώ αυτόν δεν τον θέλω».
Πίστεψε ότι ήταν κάποιος γέρος ή εν πάση περιπτώσει κάποιος ηλικιωμένος γιατί το Κοτζά στα Τούρκικα σημαίνει μεγάλος. Την ημέρα που πήγε ο Κοτζά Αναστάσης στο σπίτι του Πολυτίδη για να του ζητήσει και επίσημα την κόρη του, ενημερώθηκε για την άρνησή της.
Την εποχή εκείνη ο Αναστάσης ήταν είκοσι δύο χρονών παλικάρι με λεβέντικη κορμοστασιά και ωραίο αρρενωπό πρόσωπο. Η ωραία και αψεγάδιαστη Ποντιακή του περιβολή με το μεταξωτό του φαρδύ ζωνάρι στο χρώμα του μενεξέ από το οποίο προεξείχαν οι λαβές από τις δύο κάμες του αναδείκνυαν τα προσόντα του.
Μόλις άκουσε για την απόρριψη του από τη Μέλπω, παρακάλεσε τον Πατέρα της να την φέρουν μπροστά του. Όταν η Μέλπω εμφανίστηκε τη ρώτησε στα Ποντιακά: «Εσύ είπαν εμέ ότι κι θέλεις για άντρα στον Κοτζά Αναστάς!».
«Ναι κι θέλω εκείνον». «Εμεν ηθελς για άντρας;». Έσκυψε κάτω το κεφάλι από ντροπή η Μέλπω, κοίταξε τον νέο από χαμηλά και είπε με σβησμένη φωνή «Εσεν θέλω σε, εείνον τον Κοτζά Αναστάση κι θέλω!».
Από τότε έγιναν ζευγάρι και ακολούθησε τον άντρα της επάνω στα βουνά του Πόντου. Θαύμαζε τον σύζυγο της η Μέλπω για την αντρειοσύνη του και τη λεβεντιά του, ήταν περήφανη που ήταν η γυναίκα του.
Τον σέβονταν τα παλικάρια του και τον αγαπούσαν μέχρι θανάτου. Αντίθετα οι Τούρκοι τον φοβόνταν, τον έτρεμαν. Μου ανέφερε, με μάτι που γυάλιζε μέσα στο σκοτάδι η Νουνά μου, με περίσσια συγκίνηση και πολύ περηφάνια ένα γεγονός που έσωσαν χιλιάδες γυναικόπαιδα από τα χέρια του Τοπάλ Οσμάν, του αιμοσταγούς Τούρκου που έκαιγε Ελληνικά χωριά του Πόντου σκοτώνοντας αδιακρίτως ηλικίας τον Ελληνικό πληθυσμό.
Τα γυναικόπαιδα αυτά που έσωσαν τα είχαν κάτω από την προστασία τους και εκεί ήταν το σπουδαίο έργο που προσέφερε η Μέλπω, βασικό και ουσιώδες για την περίθαλψη τους.
Κάθε μέρα περισσότερα παλικάρια έρχονταν για να βοηθήσουν τον αγώνα Κοτζά Αναστάς, το όνομα του έγινε συνώνυμο της Ελπίδας για Λευτεριά. Το πρόβλημα των Τούρκων γίνονταν μεγαλύτερο από τη διόγκωση του Αντάρτικου σώματος του Κοτζά Αναστάση.
Αυτήν την χρονική στιγμή έρχεται και το πρώτο παιδί του ζευγαριού, ένα πεντάμορφο αγοράκι. Το γέννησε μέσα σε μια σπηλιά του όρους Τοπσάμ με τη βοήθεια του Αναστάση που έκοψε τον ομφάλιο λώρο του παιδιού του με την κάμα που είχε στο ζωνάρι του αφού πρώτα την πύρωσε στη φωτιά που έκαιγε δίπλα.
Ο τρόμος των Τούρκων για την διόγκωση του αντάρτικου κινήματος του Κοτζά Γκιαούρ όπως τον έλεγαν αυτοί τον Αναστάση, με τις επιτυχίες του και τα κατορθώματά του, τους ανάγκασαν να στείλουν ολόκληρη μεραρχία εναντίον του.
«Πάνω από πενήντα μέρες μας χτυπούσαν με φωτιά και σίδερο, όταν όμως προσπάθησαν να ανέβουν επάνω για να μας ξετρυπώσουν από τα λημέρια μας η δική μας φωτιά τους έτρεψε σ’ άτακτη φυγή αφήνοντας διάσπαρτα κορμιά και οπλισμό. Και ήταν αυτοί χιλιάδες και εμείς λίγοι με ψυχή Ποντιακή και καρδιά λιονταριού, ήμασταν Έλληνες».
Είπε η νουνά μου και το μάτι της γυάλιζε και δεν ξέρω αν ήταν από τον ενθουσιασμό της ή από το αντιφέγγισμα τις λάμψης των άστρων. «Μετά από αυτό μας έστειλαν μήνυμα να παραδώσουμε τα όπλα και θα μας αφήσουν να πάμε όπου θέλουμε δίχως να μας ενοχλήσουν και ότι δεν έχουμε καμιά ελπίδα να γλυτώσουμε.
Με εντολή του Κεμάλ, αν δεν παραδοθείτε, πάνω από δέκα χιλιάδες στρατιώτες θα στείλουμε, θα σας ξετρυπώσουν και θα χάσετε τη ζωή σας. Δεν έχετε ελπίδα να γλυτώσετε, συνθηκολογήστε.
Η απάντηση του Αναστάση «τα όπλα δεν παραδίδονται, είναι η τιμή μας ελάτε να μας τα πάρετε, σας περιμένουμε για να σας κεράσουμε φωτιά, όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά». Η απειλή τους δεν ήταν ψεύτικη, πραγματοποιήθηκε!
Χιλιάδες στρατιώτες τους παρουσιάστηκαν στους πρόποδες του βουνού, δε μας τρόμαξαν, τους αντιμετωπίσαμε στην αρχή. Από παράληψή μας κατέλαβαν τους δρόμους διαφυγής μας εκτός από μία.
Ήταν ανάγκη μεγάλη να απαγκιστρωθούμε, να φύγουμε μέσα στην νύχτα! Υπήρχε κίνδυνος να μας περικυκλώσουν και οι απώλειες μας σε ψυχές και οπλισμό τεράστιες. Ήρθε ο άντρας μου και μου είπε με τρεμάμενη φωνή, Μέλπω θα το αφήσουμε το μωρό, δεν θα το πάρουμε.
«Το μωρό μου δεν θα το αφήσω, θα το πάρω μαζί μου, θα το δέσω επάνω μου δεν θα το αφήσω να κλάψει». «Γυναίκα! Είναι και δικό μου παιδί αυτό το βρέφος και πονώ όσο και εσύ.
Στο λαιμό μου όμως κρέμονται όλες αυτές οι ψυχές, δεν μπορώ να τους προδώσω». «Κοτζά Αναστάς αν μείνει το μωρό εδώ θα μείνει κοντά του και η μάνα του». Έφυγε ο Αναστάσης από τη Μέλπω, την κοίταξε με απέραντη αγάπη και θαυμασμό και τη χάιδεψε στο κεφάλι.
Δεν άργησε όμως να έρθουν δύο παλικάρια, με εντολή από τον Καπετάνιο, να πάρουν το βρέφος από την αγκαλιά της μάνας του. Η Μέλπω σηκώθηκε επάνω και είπε στα παιδιά «Πέστε στον Αναστάση, τη δουλειά θα την κάνω εγώ μόνη μου».
Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, πήρε ένα γκουγκουμι το γέμισε με νερό και έπλυνε και καθάρισε το μωρό. Το άλλαξε και το έντυσε με τα πιο ζεστά του ρούχα. Όλες αυτές τις ενέργειες τις έκανε μοιρολογώντας το σπλάχνο της.
Πήγε κάθισε στη ρίζα μιας φουντουκιάς έβγαλε τον μαστό της και το θήλασε για τελευταία φορά το μωρό της, έκλαιγε με αναφιλητά και του ζητούσε συγχώρηση. Το βρέφος την κοιτούσε με τα ματάκια του και χαίρονταν και της γελούσε, απολαμβάνοντας την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς.
Όταν πια χόρτασε το γάλα της μάνας, άρχισε να παίζει στο στόμα του με τη θηλή του στήθους και να κουβεντιάζει με τη μητέρα του στη δική του γλώσσα. Η Μέλπω σπάραζε!
Ένοιωθε την καρδιά της να θέλει να βγει από μέσα της, ήθελε εκεί να σταματήσει η ζωή της. Περίμενε μέχρι το μωρό να κλείσει τα ματάκια του, να κοιμηθεί. Όταν έγινε και αυτό, το έσφιξε στον κόρφο της το φίλησε σ’ όλα τα γυμνά μέρη του σώματός του και το σταύρωσε.
Μετά απόθεσε το μωρό επάνω σε μαλακές προβιές από καραμανλήδικο πρόβατο, το σκέπασε με ζεστή στρατιωτική κουβέρτα, τυλίγοντάς το πολλές φορές και έφυγε τραβώντας τα μαλλιά της και ξεσκίζοντας τις σάρκες από τα μάγουλά της με τα νύχια της.
Γύρισε με κοίταξε και με είπε, έξη ακόμα παιδιά έκλεισα και ανάστησα μέσα στον κόρφο μου, ζωή να έχουν, εκείνο όμως το παιδί που άφησα σ’ εκείνο το βουνό το έχω πάντα στην ψυχή μου και όταν έρχεται τα βράδια στη σκέψη μου δεν μπορώ να κοιμηθώ, νοιώθω την ίδια παγωνιά και τον ίδιο τρόμο που έζησε το σπλάχνο μου εκεί επάνω στο βουνό. Το μωρό αυτό θα το κουβαλάω μαζί μου μέχρι την τελευταία μου πνοή.
Παναγιώτης Φώτου