Dark Mode Light Mode

Η ώρα του αποχωρισμού

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Παιδί της Κατοχής ο Γιάννης. Δυο μέρες πριν μπει ο Μάης του ’43 στη Θεσσαλονίκη. Όλοι ήταν φτωχοί τότε. Μετρούσαν τη φτώχεια τους πόντο τον πόντο και σουσαμάκι το σουσαμάκι. Ακόμη και τα σπουργίτια αδύνατα ήταν, πετσί και κόκαλο. Αλλά και μετά την απελευθέρωση τα πράγματα το ίδιο δύσκολα. Η δεκαετία του Πενήντα αδυσώπητη για τους φτωχούς ανθρώπους και για τα παιδιά. Γύρω στο Εξήντα οι νέοι έψαχναν τρόπους για να ξεφύγουν από τα χαμαλίκια και τις χειρωνακτικές εργασίες.

Τότε γεννήθηκε και το «Τρίο Μορένο». Μαζί με δυο φίλους του ο Γιάννης Καλατζής ξεκίνησε για το ταξίδι του ονείρου του. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Αθήνα. Εκεί ανοίγει η τύχη για τους επίδοξους καλλιτέχνες. Κι όταν το συγκρότημα ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων μουσικών σχημάτων, ο Γιάννης το αποφάσισε και κατέβηκε στην πρωτεύουσα. Ο Γιώργος Μητσάκης τον δέχτηκε με καλοσύνη. Με την ίδια καλοσύνη που έδειξε παλιότερα σ’ αυτόν ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Γιατί ο Κωνσταντινουπολίτης Μητσάκης από τη Θεσσαλονίκη είχε κατέβει στον Πειραιά.

Ο νεαρός τραγουδιστής με τη ζεστή γλυκιά φωνή άρχισε να γίνεται ολοένα πιο γνωστός στους μουσικούς κύκλους. Στα τέλη της δεκαετίας του Εξήντα συνεργάζεται μες εξαιρετικούς συνθέτες, όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός και ο Γιώργος Κατσαρός. Από το 1968 μπαίνει στη δισκογραφία. Ο κόσμος τον δέχεται περιβάλλοντάς τον με αγάπη. Σε χρόνια δίσεκτα τα τραγούδια του ακούγονται ευχάριστα σε γοργούς χασάπικους ρυθμούς.

Επιπόλαιο με λες που μιλάω με πολλές,
ξενυχτάω και συχνά ξενοκοιμάμαι:
δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν, αλλά
έτσι ήμουν, έτσι είμαι κι έτσι θα ‘μια!

*

Κάποτε στο Τεπελένι εικοσάχρονα παιδιά
με μια ματωμένη χλαίνη τρέχαμε για λευτεριά…

 

Και βέβαια «γράφει ιστορία» όταν συνεργάζεται με το ποιοτικότατο δημιουργικό δίδυμο του εξαιρετικού μουσικοσυνθέτη Μάνου Λοΐζου και του ποιητικότατου στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η συνεργασία αυτή έχει δώσει στο ελληνικό τραγούδι τεράστια ώθηση και μοναδικά δείγματα ποιότητας.

Δελφίνι δελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα,
να δω τα γυριστά της τα ματοτσίνορα!

*

Παραμυθάκι μου, μη με μαλώνεις.
Παραθυράκι μου, μη μου σφαλάς.
Παραμυθάκι μου, μη βαλαντώνεις
και την καρδούλα σου μην τη χαλάς.

 

Χαρακτηριστικό ήταν και το τραγούδι που έντυσε μουσικά τη θαυμάσια μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης», με φανερή σκωπτική διάθεση:

(…) Δένεται σε κόμπους ο Κουταλιανός,
καταπίνει γλόμπους ο Κουταλιανός,
είναι παλικάρι ο Κουταλιανός,
τίγρη και λιοντάρι ο Κουταλιανός.

 

Κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι,
στο τσαρδί του ο Κουταλιανός
τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος,
αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός,
τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος,
αλλά μην το πείτε κανενός!

 

Πειστικός ως Τζίμης ο Τίγρης ο αξέχαστος Σπύρος Καλογήρου. Από τις «Θαλασσογραφίες» του 1970 και η θρυλική πλέον «Τζαμάικα», που παρά το ότι πέρασαν 48 χρόνια, εξακολουθεί να είναι αγαπημένο τραγούδι και για τους σημερινούς νέους.

Κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά,
φεύγανε σαν πουλιά τα ψαροκάικα.
Κάθε πρωί σκαρώναμε μαζί με το Μηνά
ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάικα.

 

Χρόνια στο μεροκάματο, κοπίδι και σφυρί,
έφτιαξα ένα σκαρί για το χατίρι σου,
σκάλισα στην πρυμάτσα του γοργόνα θαλασσιά
κι έγινα μια βραδιά καραβοκύρης σου.

 

Κι αρμενίζαμε στα πέλαγα, αγάπη μου παλιά.
Κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμενάκι στα καπηλειά
σ’ έπινα, κοριτσάκι, σαν το κρασάκι γουλιά – γουλιά.

 

Ο Γιάννης Καλατζής συνεργάστηκε κι έγινε φίλος με πολλούς ερμηνευτές, όπως ο Γιάννης Πάριος, η Μαρίζα Κωχ, η Λίτσα Διαμάντη, ο Κώστας Σμοκοβίτης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου και ο Τόλης Βοσκόπουλος. Από το 1968 μέχρι τις αρχές του 2000 κυκλοφόρησαν γύρω στους 20 προσωπικοί του δίσκοι και είχε συμμετοχές σε άλλους. Σε ηλικία 74 ετών, στις 13 Ιουλίου 2017 πέταξε σε άλλους κόσμους, παίρνοντας μαζί του την αγάπη και το καλό κατευόδιο του ελληνικού λαού.

Το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού
στάθηκε στην ώρα του αποχωρισμού.
Είχε βασιλέψει και με φίλαγες,
κοίταζες τα τρένα και δε μίλαγες.

 

Στο παλιό μας σπίτι κάθε δειλινό
βγαίνω στο κατώφλι και σε καρτερώ
και περνούν τα τρένα και σφυρίζουνε,
μα τα χελιδόνια δε γυρίζουνε…

Χάθηκες μέσα στ’ απόβραδο,
μέσα στη μπόρα, τον καημό και τη νυχτιά
κι έγινε το Σαββατόβραδο
ένα λουλούδι πεταμένο στη φωτιά…  

 

Προηγούμενο άρθρο

Μαλάχη η άγρια

Επόμενο άρθρο

H πρόβλεψη του Σάκη Αρναούτογλου για την αλλαγή του καιρού που θα επηρεάσει και την Καβάλα