Dark Mode Light Mode

Η πέμπτη ποιητική συλλογή της Άννας Ε. Πετράκη

ΓΡΑΦΕΙ Η ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ.

Μεσημεράκι Τετάρτης, πριν αναχωρήσω από το σπίτι για τη δουλειά χτύπησε το κουδούνι ο ταχυδρόμος για να μου παραδώσει ένα συστημένο πακέτο. Το περίμενα όμως και ήξερα ακριβώς το περιεχόμενό του. Εξάλλου, νωρίς το πρωί της Δευτέρας η φίλη μου και φιλόλογος – ποιήτρια Άννα Ε. Πετράκη με είχε ενημερώσει ότι μου έστειλε ταχυδρομικά το αντίτυπο από την πέμπτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της με τίτλο «Αθήνα, 2021 μ.Χ». Το πέμπτο «χάρτινο παιδί», όπως αποκαλεί η Άννα τα βιβλία της, εκδόθηκε σχεδόν δύο μήνες πριν και πάλι από τον οίκο Κάκτο. Η είδηση ανακοινώθηκε σε όλες εμάς τις φανατικά πωρωμένες αναγνώστριες των ποιημάτων της Άννας, ενώ κάποια «ορεκτικά» γευόμασταν στο μεσοδιάστημα, μέσω του προσωπικού διαδικτυακού της προφίλ στο facebook.

Περιμέναμε επομένως, και προσωπικά ανέμενα με τεράστια ανυπομονησία να φτάσει στα χέρια μου η πέμπτη ποιητική συλλογή, προκειμένου να τη μελετήσω με τη δική μου ιδιάζουσα μέθοδο. Να ρουφήξω δηλαδή απνευστί την πρώτη φορά τους στίχους κι ύστερα να πάρω στο χέρι το μολύβι και να ξαναδιαβάσω τα ποιήματα, σημειώνοντας πλάι στον τίτλο εκείνα εντός των οποίων ανίχνευσα ψηφίδες της ζωής και των αισθημάτων μου. Είναι κάτι σαν παιχνίδι, να μελετώ τους στίχους της Άννα και να εντοπίζω τα σημεία στα οποία εκείνη χωρίς να το γνωρίζει μιλάει κυριολεκτικά για λογαριασμό μου.

Επιβιβάστηκα λοιπόν στο λεωφορείο του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Καβάλας και μέχρι να φτάσω από την Πέραμο στην Καβάλα είχα διαβάσει τα πάντα, ακόμη και τα διευκρινιστικά περί έκδοσης και επιμέλειας. Βεβαίως και στην πρώτη εσωτερική σελίδα υπήρχε η ιδιόχειρη αφιέρωση της ποιήτριας. Χωρισμένη μάλιστα σε δύο τμήματα. Το μεν πρώτο τμήμα περιείχε την «τυπική» αφιέρωση, ανάλογη με εκείνες που εύστοχα περιείχαν και τα αντίτυπα των προηγούμενων συλλογών. Το δεύτερο τμήμα όμως περιείχε τα «δικά» μας, σχετικά με όσα ανταλλάσσουμε ως πειράγματα στο facebook όταν έχουμε τα κέφια μας.

Η ανάγνωση των πρώτων ποιημάτων κάλυψε και ικανοποίησε την αδηφάγα ανάγκη μου για τους στίχους της, αίσθημα που γεννιέται όταν διανύω περίοδο «πετράκειου στερητικού συνδρόμου». Έφτασα στην 16η σελίδα και διάβασα τους στίχους… «Κοίτα να δεις, που όταν το έγραφε αυτό μάλλον θα είχε εμένα στο νου της», μονολόγησα. Το ξαναδιάβασα δεύτερη φορά, αλλά στην τρίτη φορά δάκρυσα και κοίταξα γύρω μου με ντροπή, αναρωτώμενη εάν με είχαν αντιληφθεί οι συνεπιβάτες μου.

Συνέχισα το διάβασμα, συνέχισα να βρίσκω κομματάκια μου μέσα στα παρακάτω ποιήματα, ξαναγύρισα όμως πίσω και διάβασα κατ’ επανάληψη την…

 

«ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ»

Ο χρόνος δε με έκανε απαραιτήτως πιο σοφή

αλλά σιγά – σιγά με τον εαυτό μου με ειρηνεύει.

Γλυκαίνουνε οι ανασφάλειες

(για πόσα ποια να αισθάνομαι ανεπαρκής;)

Του νου οι παραδοξότητες

της καρδιάς οι ακροβασίες

έπαψαν παλαβωμένες να παραμιλούν

Τα όνειρά μου δε δονούνται πια σεισμικά

Όταν δε με προσπερνούν

ανάλαφρα και πουπουλένια είναι

 

Θα ‘θελες κι εσύ να με είχες γνωρίσει τώρα…

στ’ ονειροπόλο μου φθινόπωρο

Βλέπω πόσο σ’ αρέσει

στη γενναιοδωρία μου να σεργιανάς

μέσα στην τρυφερότητα που ύφανα με τόσο κόπο

να περιδιαβαίνεις…

 

Ευλογημένη η επιείκεια

και η συγχώρεση λυτρωτική

Παράξενο το ταξίδι τους

μα θέλει πολύ χρόνο

 

Όσες φορές κι αν το επαναλάμβανα το συμπέρασμα ήταν το ίδιο. Μάλλον η Άννα Πετράκη βρισκόταν πλάι μου, ή μέσα στο μυαλό μου, το προηγούμενο ακριβώς μεσημέρι, όταν ένιωθα όλα όσα εκείνη είχε καταγράψει στο χαρτί ποιος ξέρει πόσο καιρό πριν. Της το έχω ομολογήσει και στο παρελθόν, ότι οι στίχοι της με βοηθούν να εκφραστώ, με βοηθούν να ανασύρω από το υποσυνείδητό μου στοιχεία που υποβόσκουν κι απλά περιμένουν μια ευκαιρία ώστε να αναδυθούν απελευθερωμένα. Τα ποιήματα της Άννας κάποιες φορές γίνονται η συνείδησή μου, η σχηματοποίηση της σκέψης μου, η άρθρωση των πιο μύχιων σκέψεών μου. Και γι’ αυτό την έχω ευχαριστήσει πολλάκις, διότι κυριολεκτικά με βοηθά να εξωτερικευθώ.

Μία ακόμη διαδικασία στην οποία απολαμβάνουμε να επιδιδόμαστε είναι ο «χρωματισμός» των ποιητικών της συλλογών. Αυτό είναι δικό μου καθήκον. Αφού διαβάσω και ξαναδιαβάσω με ιδιαίτερη προσοχή κάθε ποίημα, στο τέλος σχηματίζω μια γενική «χρωματιστή» ιδέα για κάθε νέο σύνολο. Κόκκινο της φωτιάς, ηλιοβασιλεματί, θαλασσί της ανταριασμένης θάλασσας, γκρι μολυβί της καταιγίδας και μαρμαρένια, είναι οι αποχρώσεις που «ζωγραφίστηκαν» στο μυαλό μου έπειτα από την ανάγνωση κάθε βιβλίο της Άννας.

Λέμε κι άλλα, πολλά, μεταξύ μας. Ανταλλάσσουμε απόψεις και πληροφορίες, σκαλίζουμε τα συρτάρια του μυαλού μας, όπου έχουμε κρύψει διάφορα γεγονότα του παρελθόντος, ή λέμε απλά καλημέρα κάθε πρωί. Βλέπετε, είναι δύσκολη η σε βάθος γνωριμία δύο ανθρώπων που μένουν περίπου 650 χιλιόμετρα μακριά. Ωστόσο εμείς τα καταφέρνουμε, επιστρατεύοντας στην υπηρεσία μας τα προνόμια που μας παρέχει η τεχνολογία και η διαδικτυακή επικοινωνία.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση – ανάλυση του πέμπτου της βιβλίου, έσπευσα να της στείλω την άποψή μου. Έγραψα λοιπόν στην Άννα: «Νικήτρια του 5ου είναι η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ! Συγκυρία και σατανική σύμπτωση. Ούτε εσύ ήξερες όταν το έγραφες, ούτε εγώ ήξερα όταν έφτασα στην 16η σελίδα ότι θα πέσω πάνω στις σκέψεις μου, εκείνες που με ταλαιπώρησαν το μεσημέρι της Τρίτης. Γι’ αυτό δάκρυσα. Γιατί μίλησες για λογαριασμό μου εκφράζοντας την προσωπική μου ανάγκη να ζητήσω επιείκεια και συγχώρεση!!!

Απόχρωση μαρμαρένια! Το ξέρεις το μάρμαρο Καβάλας; Είναι διάσημο παγκοσμίως. Κάποιες ποικιλίες του δεν είναι κάτασπρες. Έχουν μέσα τους «νερά», καφετί, γκρίζα, καμιά φορά ακόμη και περισσότερο σκούρα, μπορεί και μαύρα! Έτσι μου ήρθε το 5ο. Μπερδεμένο χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω από πού αρχίζουν τα «νερά» και που σταματούν.

Σταδιακά «κοινωνικοποιείς» τη θεματολογία σου. Το 5ο κλείνει μέσα του προβληματισμό για θέματα που βλέπεις γύρω σου, βλέπουμε γύρω μας, άλλοτε τα προσέχουμε γιατί έχουμε χρόνο κι άλλοτε τα προσπερνούμε βιαστικά λόγω κεκτημένης ταχύτητας, χωρίς όμως αυτά να εξαφανίζονται. Η συζυγική μονοτονία και απομάκρυνση, το πονεμένο κορίτσι του πρώτου ορόφου, η αυτοχειρία, ο βιασμός, η διάβαση του σκοταδιού, ο οίκος ευγηρίας, η άνοια, η πλατεία Συντάγματος, οι λαϊκές, το τραπεζικό κατάστημα, το χρώμα του πολέμου και το μετρό… κομμάτια που αποτελούν την καθημερινότητά μας, είτε πραγματική είτε τηλεοπτική.

Τα ερωτικά σου όμως με τσακίζουν! Πρώτα χρατς – χρατς με ξεφλουδίζουν κι ύστερα κρακ – κρακ με σπάζουν στα δύο. Όχι, δεν είναι δυσάρεστο. Ενίοτε, μέσα από τη ρωγμή μπορεί να ξεπεταχτεί κάτι φρέσκο, μυρωδάτο κι όμορφο. Όταν ανεπαισθήτως βρέχει το προτιμώ, γιατί ξεπλένω εμμονές, αυτολογοκρίνομαι και συγχωρώ. Κάποιες φορές εν είδει οπίου νιώθω εξόριστη μέσα μου, όπως πουθενά αλλού! Κι άλλες φορές μονάχη μου γελώ δίχως λόγο, παρέα με το κορίτσι του τρίτου ορόφου. Να ‘σαι καλά που με βοηθάς να εκφράζω εκείνα που καταλαβαίνω αλλά κι εκείνα που αιφνιδίως ανακαλύπτω μέσα μου…».

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι διευκρινίσεις μου, αναφορικά με τον ακριβή λόγο για τον οποίον το μυαλό μου κυριολεκτικά «σκάλωσε» στο ποίημα με τίτλο «ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ». Σαφώς και δεν πρόκειται να σας παραθέσω το συγκεκριμένο τμήμα του κειμένου, διότι απλά πρόκειται για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, που βάσει της νέας ισχύουσας καταστάσεως ξέρετε ότι προστατεύονται πάρα πολύ αυστηρά. Της εξήγησα όμως ότι είμαι ένα «κορίτσι του τρίτου ορόφου». Τι πάει να πει αυτό; Όχι μόνο ότι το πατρικό μου βρίσκεται στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού Φιλίππου, αλλά κι ότι βρήκα κομματάκια μου μέσα στο ποίημα της:

 

«Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ»

  1. Το κορίτσι του τρίτου ορόφου

-Θέλω στη θάλασσα να πάμε όλη μέρα. Μεσουρανεί το φως!

-Πρόσεχε! Καμίνι είναι η άμμος κι ο Αύγουστος ακόμα νιος.

-Τα πέδιλά μου θα φορώ!

-Εγώ όμως τα πόδια σου γυμνά θέλω να βλέπω.

 

-Καπέλο!

-Τα όμορφα μαλλιά σου ξεδιάντροπα θα κρύβει.

-Πλατύγυρο!

-Θα κυνηγώ τα μάτια σου κάτω απ’ τ’ αστείο γείσο

ψάθινα λουλουδάκια σαν θέλω να μυρίσω.

 

-Πάρε το αντηλιακό!

-Το πρώτο που μες στις ξέγνοιαστες τσεπούλες σου θα βάλω.

-Να μην καώ;

-Για να σ’ αγγίξω πολλές φορές κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό.

 

-Θα παίζω ώρες με τα κύματα!

-«Μην είν’ γοργόνα που βγήκε στα ρηχά;» θ’ αναρωτιούνται τα νερά.

-Κοχύλια, βότσαλα θα σκύβω να μαζεύω!

-Επάνω στο τραπέζι μας και μες στο καταχείμωνο καλοκαιριού

πνοή μάγια θα σε φιλεύω.

 

-Και το βιβλίο μου με το σελιδοδείκτη!

-Κάθε σελίδα του βιβλίου σου

πάνω στα βράχια θα έχω ανεμοδείκτη.

 

-Παράγγειλε για χάρη μου αγέρα δυνατό

με απλωτές τ’ αφρόκυμα να σκίζω, να λογχίζω!

-Τότε πώς θα μ’ ακούς

όταν στ’ αυτί μικρά κι ανόητα θα σιγοψιθυρίζω;

 

-Μην πας πολύ βαθιά!

Μου σφίχτηκε η ανάσα και πήρα μια τρομάρα!…

-Πνίγομαι σε κάθε σου ματιά.

Λες να μπορεί της θάλασσας να με σκιάσει η αντάρα;

 

-Ο ήλιος είναι ψηλά! Κοίτα πώς γύρω μας λάμπει το μεσημέρι!

-Εσένανε κοιτώ, μες στο καταμεσήμερο το πιο λαμπρό αστέρι!

 

*****

-Με πέρασαν όλοι για τρελή! Μέχρι το λιόγερμα γελούσα δίχως λόγο!

-Δώρο αγιόρταστο και αχόρταστο που μου ‘κανες,

γελώντας δίχως λόγο.

Άπλωσε τώρα μακριά μαλλιά του ήλιου κεχριμπάρι

γλυκά γείρε στο πλάι μου, ο ύπνος να σε πάρει.

 

(Γελούσες, είπες, δίχως κανέναν λόγο.

Ξέχασες πόσο σ’ αγαπώ…

Ήθελες κι άλλο λόγο;…)

 

Γιατί επέλεξες ως τίτλο το «Αθήνα, 2021 μ.Χ», ρώτησα την Άννα και μου παρέθεσε τρεις λόγους με συμβολική, σημειολογική ερμηνεία. Ένας από τους λόγους πηγάζει και από το «1984» του Τζώρτζ Όργουελ. Κακό δημοσιογραφικό συνήθειο να ρωτάς σαν κουτσομπόλα για τα πάντα, ίσως και να τα απομυθοποιείς, ωστόσο εγώ έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω προκειμένου να κατανοήσω.

Για μένα, η φιλόλογος Άννα Ε. Πετράκη, η Αθηναία στην καταγωγή που λόγω οικογενειακών συγκυριών του παρελθόντος έγινε κατά το ήμισυ Καβαλιώτισσα, είναι η αγαπημένη μου ποιήτρια. Πολλοί και διάφοροι οι λόγοι. Κυρίως διότι η ποίησή της είναι πολύ προσωπική. Οι στίχοι της περιλαμβάνουν βιωματικές καταστάσεις, είναι γραμμένοι και ταιριασμένοι τόσο όμορφα, που ξυπνούν και βιωματικές καταστάσεις σε κάθε αναγνώστη. Η Άννα έγινε η αγαπημένη μου ποιήτρια στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών και πολύ το χαίρομαι. Χρωστώ λοιπόν ένα τεράστιο ευχαριστώ στη φίλη μου και φίλη της, Μαρία Τσουρή, η οποία στάθηκε η αφορμή της γνωριμίας μας.

Αν σας άρεσαν όλα όσα διαβάσατε, αν πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να «σώσει» κάποιες ημέρες το μυαλό και τη ζωή μας, αν θέλετε να μας συναντήσετε… μην αργείτε κι ελάτε στο σημείο που εμείς περιμένουμε. Πού; Μα στη…

 

«ΓΩΝΙΑ»

-Αν χαθούμε

έλα να με βρεις

-;…

-Ουτοπίας και Λάθους γωνία

 

 

Προηγούμενο άρθρο

Οι τρεις τελείες...

Επόμενο άρθρο

Κοινωφελής Εργασία: Η κατανομή 9.113 θέσεων - 470 για Καβάλα