Σε μια από τις τελευταίες συνεδριάσεις -δια τηλεδιασκέψεως- του δημοτικού συμβουλίου, έγινε αναφορά για την χρήση φωτεινών σηματοδοτών ως ενδεχόμενη λύση του προβλήματος που δημιουργείται στο κυκλοφοριακό από την κατάρρευση της γέφυρας μπροστά στο παλιό Νοσοκομείο.
Από την πλευρά τής αντιπολίτευσης κατατέθηκε μια σχετική πρόταση ή τέλος πάντων το ενδεχόμενο να συζητηθεί μια τέτοια λύση αλλά η διοίκηση την απέρριψε.
Η Πρωινή έκανε μια μικρή έρευνα απευθυνόμενη σε δύο σχετικούς με το αντικείμενο συμπολίτες μας επιστήμονες, έναν συγκοινωνιολόγο και έναν μηχανολόγο μηχανικό και παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία και συμπεράσματα. Ασφαλώς με κάθε επιφύλαξη διότι για πλήρη παρουσίαση μιας τέτοιας μελέτης απαιτούνται σχετικές κυκλοφοριακές μετρήσεις που υπάρχουν μεν αλλά είναι πολύ παλιές και συνεπώς μάλλον ανεπίκαιρες μια και τα κυκλοφοριακά δεδομένα έχουν εν τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια διαφοροποιηθεί.
Αν υποθέσουμε ωστόσο ότι τοποθετούνται οι φωτεινοί σηματοδότες στα σημεία που σημειώνονται στον εικονιζόμενο χάρτη με τις χοντρές μαύρες κάθετες γραμμές, τότε αναφερόμαστε σε μια απόσταση ανάμεσά τους 290 μέτρων.
Με βάση λοιπόν την απόσταση αυτή και με την υπόθεση ότι ένα επιβατικό αυτοκίνητο θα ξεκινούσε από ακινησία μόλις άναβε το πράσινο φανάρι από τη μία πλευρά, θα χρειαζόταν 34 δευτερόλεπτα για να διανύσει αυτήν την διαδρομή και να φτάσει στον διπλής κατεύθυνσης πλέον δρόμο από την άλλη πλευρά. Ο χρόνος που θα απαιτούνταν για την ίδια απόσταση για ένα φορτηγό ή ένα λεωφορείο θα ήταν 53 δευτερόλεπτα. Φυσικά θα πρέπει να υπολογίσουμε και έναν επί πλέον χρόνο ασφαλείας πριν ανάψει το πράσινο και από την άλλη πλευρά, ώστε να είναι βέβαιο ότι την απόσταση των 290 μέτρων την έχουν διανύσει όλα τα αυτοκίνητα που είχαν ξεκινήσει από το πρώτο φανάρι και επί πλέον μερικά ακόμη (ένα, δύο ή και τρία) της ουράς που το παραβίασαν, όπως συνηθίζουμε συχνά – πυκνά πολλοί από μας να το κάνουμε.
Θα πρέπει επίσης να υπολογιστεί ότι μερικές φορές πιθανόν πρώτο στη σειρά όχημα που αναμένει να ανάψει ο πράσινος σηματοδότης από τη μία πλευρά, να είναι ένα φορτηγό ή ένα λεωφορείο οπότε ο χρόνος που θα απαιτηθεί για όλα τα άλλα οχήματα που το ακολουθούν θα είναι 53 δευτερόλεπτα και όχι 34, έστω και αν τα οχήματα αυτά είναι μικρά επιβατικά ή ταξί.
Άρα ο χρόνος ασφαλείας θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος πράγμα που σημαίνει ότι και γενικότερα ο χρόνος αναμονής από την μία ή την άλλη πλευρά θα πρέπει να είναι μεγάλος. Σίγουρα πάνω από 5 λεπτά. Πιθανόν έξι ή και επτά λεπτά.
Φανταστείτε λοιπόν το καλοκαίρι που η κίνηση αυξάνεται ή τις μεσημεριανές ώρες που επίσης έχουμε ιδιαίτερα μεγάλο κυκλοφοριακό φόρτο, μέχρι που θα φτάνει η ουρά των οχημάτων από την πλευρά του κέντρου της πόλης. Πιθανόν μέχρι το λιμάνι. Και πιθανόν το πρόβλημα να διαχέεται και σε άλλους δρόμους αν υπολογίσουμε και τους φωτεινούς σηματοδότες στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Κουντουριώτου που ούτως ή άλλως τις ώρες αιχμής υπάρχουν μεγάλες ουρές.
Η λύση αυτή λοιπόν μοιάζει μάλλον αδύνατη. Άλλωστε όπως μας είπαν και οι συμπολίτες μας επιστήμονες που ρωτήσαμε, η χρήση φωτεινών σηματοδοτών σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται πάντα προσωρινά και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα της τάξεως της μιας ή δύο το πολύ εβδομάδων, ώστε να ολοκληρωθεί κάποιο έργο που είναι σε εξέλιξη και δεν υπάρχει η δυνατότητα παράκαμψης ή άλλης τέλος πάντων λύσης.
Άρα ας προχωρήσουμε τώρα και όσο το δυνατόν συντομότερα στην λύση που προκρίθηκε από την πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, στην διαπλάτυνση δηλαδή του δρόμου με την μεταφορά του τοιχίου του παλιού Νοσοκομείου κατά 1,5 μέτρο προς την αυλή του κτηρίου και στη συνέχεια πιέζουμε εκεί που πρέπει να πιέσουμε ώστε να έχουμε μια οριστική και μόνιμη λύση με την αποκατάσταση πιθανόν της γέφυρας. Ως τότε, υπομονή. Πολλή υπομονή…