Dark Mode Light Mode

Η πολιτική σε παρακμή (της Δύσης)

www.neroeditions.com

22/01/2025

Τρεις σφαίρες στην πλάτη και ο Brian Thompson, διευθύνων σύμβουλος της United Healthcare, πέφτει εκτελεσμένος στο έδαφος. Πριν προλάβουμε να μάθουμε την ταυτότητα του επιτιθέμενου ξεκινά η κουβέντα στο διαδίκτυο.

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι άνθρωποι κάνουν προπόσεις στον θάνατο του επικεφαλής της εταιρείας ασφάλισης υγείας, οι μαρτυρίες για θεραπείες που απορρίφθηκαν λόγω των εταιρικών πολιτικών της ασφαλιστικής εταιρείας με επικεφαλής τον Thompson πολλαπλασιάζονται.

Αρνήσεις που οδήγησαν σε θανάτους οι οποίοι μπορούσαν να αποφευχθούν και σε περιττό πόνο, γεγονός που καθιέρωσε την αξία της ζωής του καθενός με βάση την οικονομική του αξιοπιστία, γράφει ο Jack Orlando.

Η ενσυναίσθηση είναι ένα συστατικό που λείπει τελείως από τη γενική αντίδραση και αυτό παρά το γεγονός ότι τα κυρίαρχα κανάλια κάνουν το καλύτερό τους εκτοξεύοντας συναγερμούς ανησυχητικών προειδοποιήσεων και συντετριμμένα συλλυπητήρια, κυρίως οι mega-influencers πολιτικοί, ο Μασκ μεταξύ όλων, που ξαφνικά αλλάζουν τόνο και τροπάρι: από αδίστακτοι και επιθετικοί σχολιαστές, υποκινητές της τρέλας, ξαναβρίσκονται ως μετριοπαθείς και λογικοί του «καλά κυρία μου… το να σκοτώνεις κάποιον δεν είναι καλό».

Επεκτείνεται ραγδαία ένας χώρος όπου οι θέσεις είναι πολύ ξεκάθαρες, πέρα ​​από κάθε ιδεολογική τοποθέτηση. Χώρος που γρήγορα καθίσταται άβυσσος όταν δημοσιοποιείται η ταυτότητα του επιτιθέμενου, Λουίτζι Μαντζιόνε-Luigi Mangione: ιταλοαμερικανός, λαμπρός φοιτητής από καλή οικογένεια, αθλητική σωματική διάπλαση και όμορφο πρόσωπο.

Δεν είναι πολιτικά ταμπελωμένος, δεν ανήκει σε κάποια οργάνωση, με μπερδεμένες τις ιδέες και έχει διαβάσει το μανιφέστο του Unabomber (όπως το έχουν διαβάσει εκατομμύρια συνομήλικοί του από την άλλη), υπέφερε από πόνους στην πλάτη και μισούσε βαθιά τα παράσιτα  των ασφαλιστικών εταιρειών.

Δεν του πήρε δύο ώρες για να γίνει ένα διεθνές είδωλο. Το πρόσωπο και το όνομα του Mangione εισβάλλουν στα κοινωνικά δίκτυα, αναπαραγόμενα σε μια αναταραχή από memes, fanart, cosplay που βυθίζουν στον πάτο κάθε κριτική.

Anton Jager. Iperpolitica. Politicizzazione senza politica, Υπερπολιτική. Πολιτικοποίηση χωρίς πολιτική Nero Edizioni; Roma 2024; 15€ 158 σελ.

Με εξαιρετική ταχύτητα γινόμαστε μάρτυρες της αγιοποίησης ενός αγίου λαϊκού, διανομέα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η καθετοποίηση του μίσους δεν απαιτεί να δοθούν επιστημονικές εξηγήσεις, ούτε πολιτικές επιτυχίες ή πρακτικές μεταφράσεις πριν ρεύσει πάλι προς πίσω.

Είναι ο ταξικός πόλεμος που επιστρέφει χωρίς να ριζώσει, είναι η πολιτική του 21ου αιώνα. Ιδού, πλέον καμία εικόνα του Mangione να πυροβολεί τον Thompson στο κεφάλι (και μετά να αναλαμβάνει τα μεμετικά χαρακτηριστικά του αδελφού του Super Mario) αντιπροσωπεύει καλύτερα την ουσία της πολιτικής στην παρακμάζουσα Δύση.

Ένας σχιζοειδής τρόπος αλληλεπίδρασης με την πραγματικότητα, όπου η ταύτιση και η συναισθηματική ορμή είναι κυρίαρχη παρά η κοινωνική ένταξη, όπου η ρητή επίγνωση είναι προαιρετική.

Γίνεται πολύς λόγος για την πολιτική: στα social media, στο μπαρ, στην οικογένεια. αλλά η ικανότητα να μεταφραστεί o λόγος σε δράση λείπει, η κινητοποίηση παραμένει ένα εναπομείναν εργαλείο που εκρήγνυται σε δεδομένες στιγμές και στη συνέχεια βυθίζεται μέχρι τον επόμενο κύκλο, χωρίς ποτέ να εγκαθιστά ένα πραγματικό συλλογικό όργανο.

Το αίνιγμα των καιρών μας: τα πάντα είναι πολιτική, αλλά η πολιτική δεν είναι τίποτα. Αυτό το παράδοξο βρίσκεται και στη βάση του έργου του νεαρού φιλοσόφου Anton Jager: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ταυτόχρονα μια κοινωνία που παράγει διαμαρτυρίες όπως ποτέ άλλοτε στην ιστορία, και ταυτόχρονα παραμένει αποσυντεθειμένη, ανίκανη να εφαρμόσει οποιαδήποτε μορφή συλλογικής βούλησης;

Σε ένα πυκνό pamphlet, ο Jager ανασκοπεί την εξέλιξη της πολιτικής και της ιστορίας τον τελευταίο μισό αιώνα για να βρει ένα σημείο υποστήριξης από το οποίο αρχίζει να κατανοεί ξανά και να δώνει μια μορφή στα φαινόμενα που περιστρέφονται γύρω μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

1989, η κηδεία της μαζικής πολιτικής μετά το τελευταίο της τράνταγμα της δεκαετίας του 1970. Ο τοίχος καταρρέει και μαζί του η ιδέα ενός μέλλοντος, μιας Ιστορίας. Ο αιώνας των εμφυλίων πολέμων απολύεται με μια ηδονική και μόνιμη γιορτή όπου το άτομο είναι κέντρο και σημείο εξαφάνισης, φυγής.

Η κηδεία του 20ου αιώνα χορεύει σε ένα νυχτερινό κέντρο του Λονδίνου, τραγουδά για έναν ανάλαφρο κόσμο, απαλλαγμένο από την πειθαρχία των ιδεολογιών, από τις αλυσίδες της δυνατής σκέψης.

Η Ιστορία τελείωσε, βρισκόμαστε στο μετά, στη εποχή των post. της μεταπολιτικής, ακριβώς. Μια ψευδαίσθηση που διαρκεί όσο είναι εγγυημένες οι μέθοδοι της μαζικής κατανάλωσης σε εκείνη την υπερτροφική ευρωατλαντική μεσαία τάξη που προστατεύεται από την οικονομική σταθερότητα και το κοινωνικό κράτος που προέκυψε από την αναδιάρθρωση του κόσμου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (και της οποίας το υπόλοιπο στον κόσμο υπό καταναγκαστική εκμετάλλευση υπήρξε ο μεγαλύτερος συνεισφέρων).

Η προοδευτική διάλυση των μορφών συλλογικής οργάνωσης, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα, έχει προχωρήσει χέρι-χέρι με την εξάρθρωση των μορφών κρατικής προστασίας των πολιτών.

Μια αργή διαδικασία οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής αποσύνθεσης ήταν ο σιωπηλός καλεσμένος στο πάρτι του παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου κόσμου. Δεν ήταν η Ιστορία που πέθανε, αλλά το μέλλον.

Η ψευδαίσθηση διαρκεί τουλάχιστον μέχρι το 2008, όταν η κρίση των subprimes πέφτει με ορμή επάνω στα όνειρα δόξας της μεσαίας τάξης. Κάτι αρχίζει να κινείται ξανά, τα πρώτα νέα βήματα της Ιστορίας μετά το τέλος του εαυτού της, αλλά δεν είμαστε πλέον σε θέση να την αναγνωρίσουμε.

Οι δρόμοι γεμίζουν για άλλη μια φορά με πορείες, επιστρέφουν οι πικετοφορίες που μπλοκάρουν τα εμπορεύματα και οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Η Αραβική Άνοιξη και η Πλατεία Συντάγματος χτυπούν τα τύμπανα.

Ένα τράνταγμα που ήθελαν να υποβιβάσουν στο παρελθόν. Que se vayan todos. Είναι η απόρριψη μιας ολόκληρης άρχουσας τάξης που θεωρείται ως η κύρια υπεύθυνη για την καταστροφή, η άρνηση να πληρωθεί το κόστος της κρίσης, η απόρριψη των υποσχέσεων που δόθηκαν και προδόθηκαν.

Είναι η στιγμή της αντιπολιτικής: της λοξής επιστροφής συλλογικών διεκδικήσεων που είναι ακόμη πολύ ασαφείς, κοινωνικών συμμαχιών ανίκανων να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε κάποια ταξική.

Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν τη διαφωνία εκτρέποντάς την προς τις κάλπες, καταλήγουν να εγείρουν μεγάλες προσδοκίες και στη συνέχεια, πολύ γρήγορα, να τις σβήνουν ενάντια στους πολιτικούς μηχανισμούς των Κρατών των οποίων η κυριαρχία είναι απλώς τυπική.

Η μεγάλη μπλόφα των λεγόμενων λαϊκισμών, πάνω στο κουφάρι των οποίων έχει ζυμωθεί η επιστροφή του υπερεθνικισμού. Και έτσι η δεκαετία του ’10 έφτασε στο τέλος της με μια παγκόσμια πανδημία, μια κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση χωρίς διεξόδους και χωρίς εργαλεία για να ερμηνεύσουν αυτό που έρχεται μπροστά τους.

Η δεκαετία του 1920 ήταν μια επιφάνεια σιδήρου και φωτιάς, το ζενίθ της σύγκρουσης για να αποφασιστεί ποιο ανθρώπινο είδος είχε το δικαίωμα να καθορίζει τον κόσμο. Το Κεφάλαιο κέρδισε, χάρη στο μακελειό του παγκόσμιου πολέμου, αλλά οι σοσιαλιστές δεν το κατάλαβαν και βρέθηκαν να ενεργούν ως μαθητευόμενοι, ντελιβεράδες.

Μια μακρά διαδικασία υποταγής που έχει κάνει την αριστερά διαχειριστή της φτώχειας, της μιζέριας, που κατέστη δυσάρεστη, αντιπαθητική από ένα ασταμάτητο ηθικολογικό συνοφρύωμα, χλωμό υπόλειμμα αυτού που κάποτε οριζόταν ως συνείδηση.

Έναν αιώνα αργότερα, με μια παγκόσμια σφαίρα να καίγεται ανάμεσα στις πυρκαγιές της κλιματικής αλλαγής και τους υπερηχητικούς πυραύλους του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου, οι συνθήκες για μια νέα έκρηξη αναταραχής θα ήταν οι βέλτιστες. Αλλά αυτό που διαφέρει από εκείνες τις εξαγριωμένες δεκαετίες του 1920 είναι η γενικευμένη κοινωνική απουσία.

Ειπώθηκε ότι τάξεις δεν υπήρχαν πια, και ήταν εν μέρει αλήθεια. αλλά όχι με καθαρά τεχνικο-οικονομική έννοια. δεν υπάρχουν πια οι μορφές ισχύος της: το κομμουνιστικό κόμμα, η εκκλησία, η παρέλαση των μαύρων πουκάμισων.

Όλοι οι τρόποι με τους οποίους οι ανθρώπινες κοινότητες έχτισαν τους δικούς τους κόσμους, έφεραν μπροστά αλήθειες της πλευράς τους και ανέλαβαν ένα συλλογικό νόημα έχουν υποκύψει στην ακαταμάχητη άνοδο της αγοράς.

Η ήττα κάθε μορφής καπιταλιστικής ασυμβατότητας, που είχε ως προϋπόθεση την κοινωνική αποστράτευση και την υποχώρηση στην πιο άθλια ιδιωτική ζωή, έχει στερήσει τους ανθρώπους από τα αμυντικά τους όπλα και την αίσθηση-το νόημα της ύπαρξής τους και έτσι έχει έθεσε σε κίνδυνο την ικανότητα ολόκληρων κοινωνιών να σκέφτονται τον εαυτό τους.

Είναι ένας κόσμος φυσαλίδων, θυλάκων ακοινωνησίας που συνορεύουν με τον αυτισμό, κανένα ινστιτούτο ικανό να δημιουργήσει σύμπαν δεν έχει μείνει όρθιο. Η Iστορία έχει ξαναπάρει τη θέση της, ακόμη και οι ηλίθιοι έπρεπε να το αναγνωρίσουν.

Και η πολιτική, η γαμημένη της κόρη, έχει επιστρέψει μαζί της, αλλά δεν έχει βρει το μόνο πράγμα ικανό να την κάνει να βλαστήσει: τις ανθρώπινες κοινότητες, συλλογικότητες.

Να τη εδώ η Υπερπολιτική του Τζάγκερ, η διακαής ανάγκη να βάλουμε ξανά χέρι σε ένα μη βιώσιμο-ανυπόφορο και αδικαιολόγητο παρόν, αλλά χωρίς την ικανότητα να φανταζόμαστε ένα εναλλακτικό ή, τουλάχιστον, στην αδυναμία να μεταφράσουμε την επιθυμία σε πράξη.

Και κυρίως χωρίς έναν συλλογικό παίκτη ικανό να δώσει τον εαυτό του ως δύναμηισχύ. Η σημερινή πολιτική είναι η ληγμένη υπο-μάρκα [1] αυτού που ήταν κάποτε. Άρνηση χωρίς οικοδόμηση, κινητοποίηση χωρίς οργάνωση, ιδεολογισμός χωρίς πρακτική, ηθικισμός χωρίς νόρμες.

Είναι η ατομικιστική πολιτική που στρεψοδικεί για τις ταυτότητες, καλή στο να καταναλώνεται και να μοιράζεται σε ανεπιθύμητα μηνύματα, αλλά ανθεκτική σε κάθε πειθαρχία (συγγενή σε οποιοδήποτε σχέδιο) και που για αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζεται να εκτίθεται συνεχώς στο κοινό ώστε να υπάρχει.

[1] υπο-μάρκα: κατώτερης ποιότητας σειρά προϊόντων

Θλιβερή ιστορία, μα είναι ήδη κάτι. Ένα σημάδι ότι οι ρωγμές στη δυτική κυριαρχία έχουν δώσει οξυγόνο σε φυγόκεντρες ωθήσεις, σπάζοντας την ψευδαίσθηση της αέναης νεοφιλελεύθερης ειρήνης.

Ακόμα πολύ-λίγο για να μπορούμε να ελπίζουμε σε μια αντιστροφή πορείας: γιορτάζουμε τον Λουίτζι Μαντζιόνε που πυροβολεί αλλά αρνούμαστε οποιαδήποτε πραγματική μαχητική δράση, στράτευση.

Ζούμε σε μια ανόητη και καταθλιπτική ανθρωπότητα-ανθρωπιά που είναι ικανοποιημένη με τα προσομοιώματα της πολιτικής παρά με την ουσία της, και αρκείται σε αυτά. Όμως ο θυμός ζυμώνεται, τα φαινόμενα αλλάζουν και ωριμάζουν, και αυτό που ήταν αδιανόητο μόλις χθες είναι κοινότοπο σήμερα.

Αν παρατηρήσουμε τις μικρές καθιζήσεις της εποχής μας, κρυμμένες κάτω από ένα εντυπωσιακό πάπλωμα μακρο-φαινομένων, μπορούμε να αρχίσουμε να θεωρητικοποιούμε την κατολίσθηση.

Δεν λέμε ότι η Υπερπολιτική είναι ένας ορισμός ικανός να συλλάβει πραγματικά την ουσία της εποχής μας, αλλά σίγουρα η γενεαλογία που την υποστηρίζει επιτρέπει να κοιτάμε πάνω από τους ώμους μας με λιγότερη ομίχλη γύρω.

Λογαριαζόμαστε με τα όρια των μοτίβων σκέψης, τόσο ριζοσπαστικών όσο και φιλελεύθερων, τα οποία έχουν πλέον κάνει τον κύκλο τους και γυρίζουν στο κενό. Αλλά δεν λέμε πως πρέπει να αλλάξουμε ανταλλακτικά, με απλοϊκό τρόπο, αλλά μάλλον να μεγεθύνουμε τις σχισμές, τα σκασίματα, να κόψουμε τις άχρηστες πούλιες, να ανανεώσουμε τα μοντέλα, να ανακτήσουμε το μέτρο αυτού που είναι.

Είναι ένας τρόπος να ανοίξουμε ένα μονοπάτι, μια διέξοδο από το κλουβί μιας ατροφημένης σκέψης. και στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε, τίποτα δεν είναι πιο ουσιαστικό από τις οδούς διαφυγής.

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος       Comune-info

Προηγούμενο άρθρο

«Ο λαγός και η χελώνα» με δύο παραστάσεις την Κυριακή 26 Ιανουαρίου στον Apollon Cinema

Επόμενο άρθρο

Kourtidis Group: Η τουριστική επένδυση των 100 εκατ. που αλλάζει την Καβάλα