Dark Mode Light Mode

Η «προχώ» Ορέστεια της υπερβολής και των συμβολισμών

 

 

Ήταν Παρασκευή 13/7/2001. Εγώ ήμουν φρέσκο αίμα στην ΠΡΩΙΝΗ. Δήμαρχος Καβάλας ο Στάθης Εριφυλλίδης, πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ η Μαργαρίτα Βλάσση και καλλιτεχνικός διευθυντής ο Γιώργος Σίσκος. Έπαιρνα για πρώτη φορά στα χέρια μου πρόσκληση διαρκείας για την κάλυψη του 44ου Φεστιβάλ Φιλίππων κι έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. Η παρθενική παράσταση που όφειλα να παρακολουθήσω ήταν η «Ορέστεια» του Αισχύλου, ανεβασμένη από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία – σκηνογραφία Γιάννη Κόκκου και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη.

Γεμάτη από όρεξη αλλά εντελώς άπειρη και ανίδεη στον τομέα του θεατρικού ρεπορτάζ, προσήλθα στους Φιλίππους, κάθισα στο βραχάκι μία ώρα πριν την έναρξη της παράστασης και υπέστην πολλαπλούς αιφνιδιασμούς. Κυρίως λόγω της μεγάλης διάρκειας (αν δε με απατά η μνήμη μου επρόκειτο για μια παράσταση 3,5 ωρών), γεγονός που με ανάγκασε να αγοράσω το περιβόητο καθισματάκι μου, το οποίο με συνοδεύει στωικά έως σήμερα.

«Ορέστεια» ανεβασμένη από το Εθνικό επί προεδρίας αειμνήστου Νίκου Κούρκουλου, με ένα θίασο δυνατών ονομάτων. Νικήτας Τσακίρογλου (Αγαμέμνων), Λυδία Κονιόρδου (Κλυταιμνήστρα), Όλια Λαζαρίδου (Κασσάνδρα), Θέμης Πάνου (Αίγισθος), Νίκος Κουρής (Ορέστης), Δημήτρης Καραβιώτης (Πυλάδης), Αμαλία Μουτούση (Ηλέκτρα), Χρήστος Στέργιογλου (Φύλακας), Όλγα Τουρνάκη (Τροφός), Μαρία Ναυπλιώτου (Αθηνά), Αριστοτέλης Αποσκίτης (Απόλλων). Στα έκπληκτα μάτια μου τα πάντα φάνταζαν ονειρικά, μαγικά, αγγελικά πλασμένα. Η θεαματική είσοδος του Αγαμέμνονα πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου όπλου και το βαθυκόκκινο βελούδο φόρεμα της Κλυταιμνήστρας με τη μακριά ουρά με θάμπωσαν. Δημοσιογραφικό «πιτσιρίκι» εγώ, παράβλεψα τον πόνο της μέσης λόγω μηδενικής προετοιμασίας μου και απορροφήθηκα από το θέαμα.

 

ΤΑ ΛΑΘΗ ΜΙΑΣ ΑΠΕΙΡΗΣ

Όσο περνούσε η ώρα τόσο ζοριζόμουν. Η παρθενική επαφή διήρκησε ομολογουμένως περισσότερο από ότι φανταζόμουν. Ανάλογο πατατράκ όμως έπαθαν κι άλλοι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι αρκούντως πιο εκπαιδευμένοι. Εκείνη την περίοδο τα κεντρικά θεωρεία περιφρουρούνταν ακόμη και με την παρουσία ιδιωτικής ασφάλειας προκειμένου οι «επίσημοι» να προσέλθουν την τελευταία στιγμή και να εξασφαλίσουν αυτομάτως θέσεις. Θυμάμαι λοιπόν μέχρι σήμερα, πως όταν έκλεισαν τα φώτα ώστε το κοινό να κατανοήσει ότι η τριλογία θα περνούσε από το κεφάλαιο «Χοηφόροι» στο κεφάλαιο «Ευμενίδες», αρκετοί την πάτησαν μεγαλοπρεπώς.

Πήδηξαν από τα βράχια πιστεύοντας ότι το «μαρτύριο» είχε τελειώσει κι άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο για να προλάβουν τη μαζική αποχώρηση. Μεταξύ τους και δυο βουλευτάδες (ονόματα δε γράφω – υπολήψεις δε σπιλώνω). Έλα όμως που στο μέσο της διαδρομής τα φώτα άναψαν και πάλι και η παράσταση συνεχίστηκε! Ένας εκ των δύο βουλευτών είχε φτάσει ήδη στο ύψος του δικού μου βράχου κι έτσι απόλαυσα τον αιφνιδιασμό και το αμήχανο βλέμμα στο πρόσωπό του. Θεωρώντας ότι η αποχώρηση θα τον εξέθετε λιγότερο από την επιστροφή στο κοίλο, έφυγε αθόρυβα και με το κεφάλι σκυμμένο.

Εγώ η αδαής, την επόμενη μέρα συνέγραψα μια θετικότατη κριτική, ας όψεται η ασχετοσύνη μου. Εκεί ήταν που την πάτησα με τη σειρά μου μεγαλοπρεπώς. Διότι εντός της εβδομάδας είχα την ευκαιρία να συζητήσω με «παλαίμαχους – υπηρέτες» του θεατρικού ρεπορτάζ (Παύλος Λεμοντζής) και να διαβάσω κριτικές τους στα έντυπά τους (Δημήτρης Ντουμπουρίδης). Κυριολεκτικά καταντράπηκα. Διαπίστωσα την ανεπάρκειά μου έναντι της δικής τους έμπειρης ματιάς κι ορκίστηκα ότι την επόμενη φορά θα ήμουν διπλά προσεκτική. Έμαθα λοιπόν να αναζητώ την άποψή τους πριν γράψω, έμαθα να μελετώ τα κείμενά τους, κυρίως έμαθα τις επιμέρους λεπτομέρειες όπου θα έπρεπε να εστιάζομαι.

 

15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στ’ αυλάκι. «Ων ουκ έστιν αριθμός» παραστάσεις τις οποίες είχα την ευκαιρία και την ευχαρίστηση να παρακολουθήσω στο μεσοδιάστημα. Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, με συμπληρωμένα πλέον 15 χρόνια θητείας μου στο θεατρικό ρεπορτάζ, πήγα στους Φιλίππους προκειμένου να παρακολουθήσω την «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη.

Ο θίασος ολιγομελής συγκριτικά με την προ 15ετιας παραγωγή του Εθνικού, χωρίς όμως να υστερεί σε μεγάλα ονόματα. Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Ορέστης), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κλυταιμνήστρα), Νίκος Κουρής (Αγαμέμνων – Τροφός), Στεφανία  Γουλιώτη (Ηλέκτρα – Αθηνά), Νίκος Ψαρράς (Απόλλων – Πυλάδης), Άλκηστις Πουλοπούλου (Κασσάνδρα – Πυθία), Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας).

Οι κριτικές που συνόδευαν την παράσταση δεν ήταν διόλου θετικές. Αντιθέτως μάλιστα, πρόδιδαν τη σκηνοθετική αμφισβήτηση, τη διαφωνία για το αποστράγγισμα της τριλογίας από το λυρισμό των χορικών, την αντίθεση με τη μεταφορά της πλοκής στις δεκαετίες του ’40 και ’50, την ενόχληση από τα σκηνικά ενός μεσοαστικού σπιτιού και από τα ανάλογα κοστούμια. Το σίγουρο είναι ότι οι λάτρεις των κλασικών ανεβασμάτων της αρχαίας τραγωδίας (όπως η κ. Ελβίρα) θα βίωσαν ένα πολιτισμικό σοκ από την «προχώ» σκηνοθετική προσέγγιση Χουβαρδά, η οποία έχει ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών. Οι θιασώτες της χλαμύδας και του χιτώνα μάλλον θα έχασαν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους με όσα παρακολούθησαν, εάν τα άντεξαν δηλαδή μέχρι το τέλος. Διότι, αν και ήμασταν λίγοι την Παρασκευή, παρόλα αυτά ορισμένοι είτε οργίστηκαν είτε κουράστηκαν νωρίς και αποχώρησαν.

Εμείς που δεν πανικοβληθήκαμε από το ψιλόβροχο το οποίο καθυστέρησε την έναρξη περίπου 15 – 20 λεπτά και απομείναμε πεισματικά μέχρι το τέλος, αποχωρήσαμε με ποικίλες αντιδράσεις. Οι περισσότεροι έκαναν λόγο για «πατάτα». Λυπάμαι, αλλά δε θα συμφωνήσω μαζί τους απόλυτα. Διότι η «προχώ» γεμάτη υπερβολές και συμβολισμούς προσέγγιση Χουβαρδά με προβλημάτισε. Δεν είμαι σε θέση ούτε να απορρίψω μετά βδελυγμίας συνολικά την παραγωγή, αλλά ούτε και να τη ζητωκραυγάσω με ενθουσιασμό. Υπήρχαν στοιχεία που μου άρεσαν και άλλα που με απογοήτευσαν. Ζυγαριά ακριβείας δε διαθέτω και ούτε με ενδιαφέρει να τα καταμετρήσω ώστε να διατυπώσω ένα γενικευμένο συμπέρασμα. Αν μη τι άλλο, είδα το έργο, αποκόμισα μία ακόμη εμπειρία και δικαιούμαι να σχολιάσω.

 

ΓΙΑΤΙ ΚΑΛΕ ΚΥΡΙΕ;

Πάνω στην απέλπιδα προσπάθειά του να καινοτομήσει, να πρωτοτυπήσει, να προκαλέσει, να εκσυγχρονίσει, ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια αμφιλεγόμενη παράσταση με αλλοιωμένο περιεχόμενο που έβριθε συμβολισμών και γέννησε ερωτήματα για το μέγεθος ελευθερίας που αξίζει στους σκηνοθέτες. Οι συμβολισμοί ήταν τόσοι πολλοί, ώστε μόνο οι πολύχρονα εντρυφούντες θεατές θα μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν στο σύνολό τους. Οι δε σπουδαγμένοι πάνω στην αρχαία τραγωδία τράβηξαν τα μαλλιά τους, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης (απόφοιτος φιλοσοφικής) που μου είπε: «Εγώ πάλι γιατί βλέπω μια φουτουριστική εξτραβαγκάντζα χωρίς ίχνος Αισχύλου; Θα ήταν καλή για χειμερινή σεζόν, αλλά χωρίς να έχει αυτόν τον τίτλο και το όνομα συγγραφέα. Είναι μια προσαρμογή σπαραγμάτων… Ελπίζω μόνο να κράτησαν τη φιλοσοφική διάσταση του έργου μέσα στην προσαρμογή…»

Δεν είχε άδικο. Θα του απαντούσα ότι αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι ηθοποιοί, με μεγάλο ταλέντο και τεράστια τεχνική κατάρτιση, ώστε να συγκρατήσουν λίγο τα «χαλινάρια» της παράστασης, τότε θα μιλούσαμε για ένα αύτανδρο ναυάγιο. Να συγχωρέσουμε την προσαρμογή της τραγωδίας του οίκου των Ατρειδών στη χρονική περίοδο του μεσοπολέμου, να συγχωρέσουμε το μεσοαστικό σαλονάκι ως σκηνικό κέντρο της πλοκής, να συγχωρέσουμε την άσπρη ολόσωμη ποδίτσα της οικοδέσποινας & νοικοκυρούλας Κλυταιμνήστρας – την προβιά στιλ Αστραπόγιαννου του Αγαμέμνονα – τα λαμέ κοστούμια της Αθηνάς και του Απόλλωνα, την αλά Κωνσταντάρα ρομπ ντε σαμπρ του Αίγισθου.

Να συμφωνήσουμε με τη μουσική υπόκρουση ταγκό και βαλς (αθάνατη Σοφία Βέμπο – αθάνατη Στέλλα Γκρέκα) αλλά και στρατιωτικών εμβατηρίων όπως «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά…» Να συμφωνήσουμε με την τεράστια ντουλάπα που ανοιγόκλεινε ως πύλες του ανακτόρου και «κατάπινε ζωντανούς προκειμένου να ξεράσει πεθαμένους» (έκφραση του Παύλου). Να συμφωνήσουμε με την αποσπασματική χρήση χειλοφώνων και ενός τηλεβόα. Να συμφωνήσουμε με τη χρήση του Νίκου Κουρή ως Τροφό και την κωμικοτραγική εμφάνιση των Ερινυών ως μάγισσες φούρκες.

Γιατί όμως να συμφωνήσουμε με την κατάργηση του Χορού που υπό φυσιολογικές συνθήκες κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο; Γιατί να συμφωνήσουμε με τη συμπίεση και το «σφάξιμο» των Ευμενίδων προκειμένου το έργο να διατηρηθεί σε λογικά χρονικά πλαίσια; Γιατί να συμφωνήσουμε με την αποδυνάμωση ή ακόμη και με την απαξίωση συγκλονιστικών στιγμών κεφαλαιώδους σημασίας για την ερμηνεία των ηθοποιών; Πώς να απολαύσεις μια Ορέστεια με τη σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη από την Ηλέκτρα και τη σκηνή της προ-μητροκτονικής αναμέτρησης μεταξύ Ορέστη και Κλυταιμνήστρας να έχουν συρρικνωθεί και να προσπερνιόνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα;

Γιατί να συμφωνήσουμε με την μετατροπή της Κασσάνδρας σε ένα νευρόσπαστο με σέξι – πεζοδρομιακή εμφάνιση, ψηλοτάκουνους κοθόρνους και σκισμένο καλσόν; Γιατί να συμφωνήσουμε με τη χρήση μυωπικών γυαλιών τεραστίων φακών από τον Ορέστη και την Ηλέκτρα προκειμένου να γίνει κατανοητή η μονομερής υπεράσπιση του δολοφονημένου πατέρα τους; Γιατί να συμφωνήσουμε με τη συναισθηματική αποστασιοποίηση των βασικών χαρακτήρων σε σημείο ώστε να φαίνεται πως κάποιοι απλά βρισκόταν επί σκηνής για να διεκπεραιώσουν μια αγγαρεία;

Γιατί να συμφωνήσουμε με τη ρευστή και απροσδιόριστη χωροχρονική τοποθέτηση των «Ευμενίδων» που λες και προέρχονταν από άλλο «ανέκδοτο»; Γιατί να συμφωνήσουμε και μ’ ένα ακόμη σύνολο μικρολεπτομερειών που μας ξένισαν αφού μας απομάκρυναν ακόμη περισσότερο από τον αισχύλειο λόγο;  Αν αναγνωρίζω κάτι στο Γιάννη Χουβαρδά είναι ότι τελικά κατάφερε να προβληματίσει, να προκαλέσει, να διχάσει, να εξοργίσει, να κατηγορηθεί πως διέπραξε ύβρη και βεβήλωση του Αισχύλου. Τουλάχιστον φέτος το καλοκαίρι συζητήθηκε τα μάλα εκείνος και η δουλειά του, γιατί αμφιβάλω αν στο πέρασμα του χρόνου η δική του «Ορέστεια» θα αντέξει και θα μείνει στη μνήμη μας.

 

«ΚΑΡΙΟΦΥΛΛΙΑ RULES» ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ!

Αν χαίρομαι για κάτι, είναι που μπορώ να δώσω και φέτος τα συγχαρητήριά μου στην Καριοφυλλιά. Μπορεί να μην προσέγγισε στην ανυπέρβλητη ερμηνεία που μας είχε χαρίσει το 2013 ως Κλυταιμνήστρα του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, καθοδηγούμενη από τη Νικαίτη Κοντούρη. Το βράδυ της Παρασκευής όμως σήκωσε την παράσταση στην πλάτη της και μάλιστα αυτό το βάρος ήταν τεράστιο. Αξιολογώντας τη φετινή της υπερπροσπάθεια αβίαστα αναφωνώ: «Καριοφυλλιά rules»! Όταν μάλιστα διαβάζω ότι κάποιοι τη χαρακτηρίζουν ως την επόμενη «Άννα Συνοδινού» πράγματι χαίρομαι κι εύχομαι οι προβλέψεις να επιβεβαιωθούν.

Συνήθως διαφωνώ με τη στομφώδη εκφορά λόγου στην οποία εξαναγκάζουν (;) τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Τον προτιμώ λιγότερο φωνακλά και περισσότερο ήπιο. Οφείλω όμως να του αναγνωρίσω ότι ήταν ο μόνος άντρας του θιάσου που στάθηκε στα πόδια του και δεν κατακρημνίστηκε όπως συνέβη με το Νίκο Κουρή, το Νίκο Ψαρρά και τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη. Τα εύσημα επίσης αξίζουν στη Στεφανία Γουλιώτη για την Αθηνά της, αφού ουσιαστικά ήταν η μόνη «κλασική» παρουσία που μας συνέδεσε με το συγγραφέα και μας θύμισε ότι δεν παρακολουθούσαμε κάποιο αστικό μελόδραμα του μεσοπολέμου, αλλά την «Ορέστεια» διάολε!

Κύριε Χουβαρδά μας, οι κακές γλώσσες σας κατηγορούν ότι πέρα από το συγκεκριμένο ναυάγιο επιτύχατε και δύο ακόμη με το «Ριχάρδο Γ’» και την «Όπερα της Πεντάρας». Αυτό μάλλον θα πρέπει να σας προβληματίσει και να σας οδηγήσει σε κρίσιμες αποφάσεις. Διότι εάν συνεχίσετε στην ίδια πορεία, κάποια στιγμή δε θα αρκούν τα ταλαντούχα ονόματα – κράχτες των θιάσων για να πείσετε τους θεατές και να σώσετε τις δουλειές σας. Τότε οι παραστάσεις σας θα παίζονται μπροστά σε άδειες πλατείες και σε άδεια κοίλα.

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Προηγούμενο άρθρο

Διακοπές στην Καβάλα ο Β. Λεβέντης

Επόμενο άρθρο

ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016