Dark Mode Light Mode

Η σταλαματιά του χρόνου

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Έρχονταν και έφευγε

Έφευγε κι έρχονταν

Ο παλιός έφευγε

Ο καινούργιος έρχονταν

Ο χρόνος, σε λέω

Ο “νέος” έρχονταν σαν πως τον έλεγε τότες

Τότες που πού’τανε μικρός και καλαντούσε

Έτσι στη θύμησή του τό’χει από τότες πού’τανε παιδί

Είχε καλή φωνή

“Αηδονάκι μου” τον έλεγε η μάνα του

Γελούσε ο πατέρας

Πως γελούσε ο πατέρας του!

Πως!

Κι ήταν τότες θυμάται έξι χρονώ

Μπορεί κι εφτά κι οχτώ να ήταν

Κι ήταν οι Βουλγάροι

Κατοχή ήταν

Τον πήραν τον πατέρα

Δεν τον ξανάδε

Και δεν καλάντισε ξανά από τότες

Γιατί;

Γιατί τον πήραν ύστερα κι αυτόν

Το δεκαέξι ήταν, μπορεί και το δεκαεπτά

Πού να θυμάται τώρα

Βουλγάροι τον πήραν

Κι αυτόν στη Βουλγαρία τον πήραν

Ήταν κι άλλα παιδιά μαζί

Στη Στάρα Ζαγόρα

Ψυχοπαίδι, παραπαίδι

Δυο άνθρωποι καλοί τον πήραν

Μια οικογένεια

Στο σπίτι τους

Μαγαζί είχαν

Υφάσματα πουλούσαν κι αυτός βοηθός κι εργάτης

Η μάνα του;

Η αδερφή του;

Που πήγαν;

Η μάνα του, του είπαν, κάηκε στην πυρκαγιά

Στη Τζουμαγιά

Η αδελφή του δεν ήξεραν

Έφυγε του είπαν

Δεν ξέρουν που

Κι αυτός δεν καλάντισε ξανά

Κι όταν γύρισε από εκεί παλληκάρι ήταν

Χρόνια πέρασαν

Έτσι όπως ξέρουν αυτά να περνούν

Έρχονταν και έφευγαν

Έφευγαν κι έρχονταν

Άλλα χρόνια

Μπορεί και πενήντα να πέρασαν

Στο ντιβάνι κάθεται

Κάτω από το παράθυρο

Κοιτά έξω

Χιόνι

Υγρό το τζάμι απ’ τα μέσα του

Θολό

Σταλαματιές γεμάτο

Και τα μάτια του θολά

Και μια σταλαματιά γλιστρά κι αφήνει πίσω της δρόμο υγρό διάφανο

Και μια σταλαματιά στο μάγουλο του

Καυτή

Γλιστρά κι αυτή

Το μαντήλι του;

Που είναι το μαντήλι του;

Έρχονται και φεύγουν

Τα χρόνια

Τα χρόνια και οι άνθρωποι

Που πηγαίνουν τα χρόνια;

Οι άνθρωποι;

Πρόσωπα αγαπημένα

Ο χρόνος

Τα χρόνια

Φεύγουν κι αυτά

Σαν τις σταλαματιές

Γλιστρούν και πέφτουν

Στους ωκεανούς του χρόνου πέφτουν και χάνονται στα βάθη του…

Χτυπά η πόρτα…

Σέρνει τα πόδια της η γριά του, η συντροφιά του

Ήρθαν κι έφυγαν μαζί της χρόνια πολλά

Παιδιά κι εγγόνια

Το καλοκαίρι που πέρασε ήταν εδώ και η αδερφή του

Η Στεργιανή

Πενήντα και βάλε χρόνια μετά την βρήκε

Σάμπως θυμάται

Κάποιος, κάτι είπε, ρώτησαν, έμαθαν

Την έψαξε

Την έψαξε και την βρήκε

Στην Αθήνα την βρήκε

Την αγκάλιασε

Χρόνια έφευγαν κι έρχονταν άλλα

Καινούργια χρόνια

Ίδια χρόνια μα κι αλλιώτικα χρόνια

Σέρνει τα πόδια της η γριά του

Ανοίγει τη πόρτα

“Πάει ο παλιός ο χρόνος

Ας γιορτάσουμε παιδιά… . “

Ο εγγονός του

Η φωνούλα του

“Έλα μέσα να σε πω”, του φώναξε

Και πήγε μέσα

Κάθισε στο ντιβάνι

Τον αγκάλιασε και του είπε

Έκαιγε η μασίνα

Τον είχε αγκαλιά και του μιλούσε

Του μιλούσε και του έλεγε

Πύρωσε η μασίνα

Ζέστη πολλή

Στο τζάμι κυλούσαν οι σταλαματιές..

Δεκαετίες πριν

28 Δεκεμβρίου 2020

Προηγούμενο άρθρο

Επίσκεψη του Κώστα Αντωνιάδη στην αγορά της Καβάλας

Επόμενο άρθρο

Δήμος Καβάλας: Παράδοση tablets στους εκπροσώπους της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης