Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 1911
Η Banda Bonnot γεννήθηκε σε ένα ιστορικό πλαίσιο, αυτό της Γαλλίας στις αρχές του εικοστού αιώνα, στο οποίο οι επαναστατικές υποσχέσεις, προϋποθέσεις πάλευαν να υλοποιηθούν. Σε αυτό το κλίμα είναι που ορισμένοι νέοι ελευθεριακοί επέλεξαν να διεξάγουν έναν παράνομο αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και την κοινωνία συνολικά.
Οι ενέργειες της Συμμορίας, που γενικά δρούσε κατά τη διάρκεια της ημέρας, είχαν και σκοπό να τρομοκρατήσουν την καπιταλιστική κοινωνία, εκπλήσσοντας τους πάντες με το θράσος και την αυθάδειά της:
Στις 14 Δεκεμβρίου 1911, οι Bonnot, Garnier και Raymondla Science έκλεψαν μια Delaunay-Belleville για χρήση σε μια πρώτη ληστεία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1911, οι ίδιοι τρεις άνδρες επιτέθηκαν με αυτοκίνητο στα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού μιας τράπεζας στο Παρίσι.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για ληστεία τράπεζας. Στη rue Ordener στον αριθμό 156 υπήρχε το υποκατάστημα της Société Générale. Κάθε πρωί την ίδια ώρα, λίγο πριν ανοίξουν τα γκισέ, ένας ταμίας έφερνε χρήματα από το κεντρικό γραφείο που βρίσκονταν στη rue de Provence.
Έπαιρνε το τραμ Trinité – Saint-Ouen, κατέβαινε στη στάση της rue Championnet, όπου τον περίμενε ένας σωματοφύλακας. Ήταν ένα πολύ εύκολο εγχείρημα είπε ο Ζυλ Μπονό. Στις οκτώ kai σαράντα πέντε, στις 21 Δεκεμβρίου 1911, ο Delaunay, με τη μηχανή σε λειτουργία, σταμάτησε μπροστά στο νούμερο 142 της οδού Ordener και μετά προχώρησε λίγα μέτρα στον αριθμό 148, λόγω του χασάπη Alexandre Thomas, ο οποίος βγήκε από το κατάστημα έκπληκτος λόγω της υπέροχης λιμουζίνας.
Ο Ρέιμοντ, έχοντας φορέσει ένα μπερέ με πτερύγια αυτιών, κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Ο Bonnot άφησε ξανά το χειρόφρενο και έβαλε το αυτοκίνητο στο 150, απέναντι από την αποθήκη κρασιού Compagnie Beaujolaise. Κοίταξε το ρολόι του: οκτώ και πενήντα. Μια λεπτή βροχή, μισή ομίχλη και μισός πάγος, έπεφτε πεισματικά.
Ξαφνικά ο Ρέιμοντ πλησίασε το αυτοκίνητο προειδοποιώντας τους συντρόφους του για την άφιξη του μεταφορέα. Ο Οκτάβ με τη σειρά του βγήκε από το αυτοκίνητο καλυμμένος με ένα κίτρινο αδιάβροχο και με τα χέρια στις τσέπες, ήρθε και στάθηκε στο πεζοδρόμιο δίπλα στον Ρέιμοντ.
Δύο άντρες προχωρούσαν ήρεμα προς το μέρος τους, με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη βροχή. Ο ένας φορούσε τη στολή του ταμία της Société Générale, καπέλο, σκούρο πράσινο σακάκι με χρυσά κουμπιά, χρυσό σήμα στο στήθος. Το όνομά του ήταν Ernest Caby.
Ο άλλος, ο σωματοφύλακας, ήταν κάποιος Peemans. Ο Ρέιμοντ και ο Οκτάβ σταμάτησαν μπροστά στο 162, εμποδίζοντας το πέρασμά τους. Ο Caby έπεσε επάνω τους. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, είδε έναν άντρα στα κίτρινα με εξαιρετικά λαμπερά μάτια, να βγάζει το χέρι από την τσέπη του. Κρατούσε ένα browning.
Με το πρώτο χτύπημα ο Octave τον τραυμάτισε στο λαιμό. Ο ταμίας έπεσε στα γόνατα με ένα βογγητό. Ο Οκτάβ πυροβόλησε δεύτερη φορά και τον χτύπησε στο στήθος. Αλλά απέτυχε ο Peemans έφυγε ουρλιάζοντας. Ο Ρέιμοντ άρπαξε μια πάνινη τσάντα από το αριστερό χέρι του Coby, μετά θέλησε να αρπάξει τη δερμάτινη τσάντα που κρατούσε κάτω από το μπράτσο του.
Όμως τα δάχτυλα του ταμία ήταν σφιχτά στη ζώνη. Ο Οκτάβ τον κλώτσησε δυνατά στο χέρι και ο Ρέιμοντ πήρε την τσάντα. Μια προσπάθεια περαστικών να επέμβουν σταμάτησε από μερικούς πυροβολισμούς που ρίχτηκαν στον αέρα από τον Bonnot. Μόλις ανέβηκαν στο αυτοκίνητο, ο Jules ξεκινά κορνάροντας, ενώ οι συνεργοί του ρίχνουν με τα πολυβόλα προς όλες τις κατευθύνσεις για να συγκρατήσουν το πλήθος των περίεργων.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος infoaut.org