Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;” ρώτησε δυνατά καθώς κοιτούσε την καύτρα τού τσιγάρου του που το κρατούσε ανάμεσα στα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλα του δεξιού χεριού του. Με ένα βλέμμα απλανές χαμένο την κοιτούσε, δίχως να δείχνει ότι τη βλέπει κιόλας.
“Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;” Ξανάπε, δίχως να περιμένει απάντηση. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Το τσιγάρο, είχε για παρέα και για συνομιλητή, και….περίμενε με υπομονή την απάντησή του. Χωρίς όμως να βιάζεται. Ήξερε ότι θα του απαντούσε. Με κάποιο τρόπο θα του μιλούσε. Ίσως….να του δάνειζε τη δική του τη φωνή. Και περίμενε. Με υπομονή, με σκέψη και περισυλλογή περίμενε. Πόσες και πόσες φορές δεν έβρισκε, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, τη λύση σε αυτό που τον απασχολούσε και που πολλές φορές τον τυραννούσε.
Το είχε στο συνήθειό του αυτό το πράγμα, αυτού του είδους τη συνομιλία. Σαν ελάττωμα να ήταν. Από μικρό παιδί, από γεννησιμιού του. Κάρφωνε το βλέμμα του κατά πως κι εκεί που έπεφτε η ματιά του. Κάπου κοντινά ή μακρινά. Περισσότερο όμως προτιμούσε πράγματα και σημεία στα μέρη εκεί γύρω του και μάλιστα στα άψυχα και τα ακίνητα έπεφτε και στέκονταν τις περισσότερες φορές η ματιά του. Αρκεί, αυτά, να έκρυβαν κάποιο είδος άψυχης ζωής μέσα τους και να μπορούσαν να του μιλήσουν, να είχαν κάτι να του πουν. Αυτό μονάχα ήταν το ζητούμενό του. Δεν περίμενε βεβαίως να του μιλήσουν με πραγματική ανθρώπινη μιλιά, αλλά με ένα τρόπο υπερφυσικό μα πλήρως κατανοητό απ’ αυτόν. Και ήξερε, ξέρει ότι γύρω του υπάρχουν τέτοια πράγματα πολλά. Το γνώριζε πολύ καλά αυτός, γιατί το ζούσε. Η μισή ζωή του τέτοια ήταν. Με αυτά. Παρέα και κουβέντα. Μια γωνιά του δωματίου του, ένα πόμολο μιας πόρτας που ποτέ δεν άνοιγε, ένα καρφί στον τοίχο που μόνο του έστεκε καρφωμένο εκεί, δίχως πουθενά χρήσιμο να είναι. Ήξερε πως καμιάφορα, πράγματα άχρηστα, άνευ ουδεμίας σημασίας, τουλάχιστον όχι προφανούς, πράγματα που κανείς δεν τα προσέχει, κρύβουν μέσα τους τόσα, όσα δεν χωρά του ανθρώπου ο νους. Και έχουν νου κι αυτά, και μιλιά έχουν κι ας μη το πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι.
“Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;” ξαναρώτησε. Με το τσιγάρο συνομιλούσε τούτη τη φορά.
Στυλωμένο το βλέμμα του το είχε εδώ και κάποιες, αρκετές άχρονες στιγμές στην καύτρα.
Εκείνη, τρεμόπαιζε καίγοντας τον καπνό και το τσιγαρόχαρτο, άλλοτε εναλλάξ και άλλοτε ταυτόχρονα, αναλόγως το πως πρόσταζαν της φυσικής οι νόμοι. Το ροδοκόκκινο χρώμα της άφλογης φωτιάς άφηνε πίσω του την γκριζόασπρη στάχτη του ηττημένου, του παραδομένου στη φωτιά. Άψυχη την άφηνε τη στάχτη. Δεν νικιέται η φλόγα, η φωτιά και η λάβα σαν γεννηθούν, σαν ανάψει η φωτιά και σαν ξεχυθεί η λάβα από τα χείλη του βουνού μέσα από της γης τα σπλάχνα. Πίσω τους, αποκαΐδια και συφορές μονάχα αφήνουν.
Το βλέμμα ακίνητο, αμετακίνητο στην καύτρα τού τσιγάρου. Φωτιά και στάχτη.
“Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;” ξαναρώτησε πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Πέρασαν μερικά λεπτά της ώρας. Άχρονα κι αυτά.
“Ξέρω”, απάντησε ο ίδιος καθώς έβλεπε τη στάχτη, σαν σε αργό γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας, να ξεκολλάει από την καύτρα, να κατρακυλά στον αέρα και να σκάει με κρότο δυνατό κι υπόκωφο κάτω στο χώμα. Τραντάχτηκε η γης στα πόδια του. Τρόμαξε πολύ κι απόρεσε. Τρεμόπαιξαν οι βλεφαρίδες του ασυναίσθητα, μισόκλεισε τα μάτια του και έσμιξε τα φρύδια του. Σκέψεις βαθιές, βαριές κι ασήκωτες μέσα στου μυαλού του τα σκοτεινά πηγάδια ανακατώνουν τους νευρώνες του. Ο χρόνος κυλά, ούτε που ξέρει αν ώρες πέρασαν, μέρες και χρόνια πολλά.
“Ξέρω”, είπε με μια παράξενη φωνή. Σιγανά αυτή τη φορά.”Ξέρω”,
Σηκώθηκε, πέταξε κάτω το τσιγάρο, το πάτησε, έλιωσε την καύτρα κάτω από το παπούτσι του, σκόρπισε την στάχτη κι έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στα υπολείμματα.
Πόνεσε από το χτύπημα πολύ……
Καβάλα – Ιανουάριος 2019