Οι τελευταίες εκλογές μου θύμισαν τη γιαγιά μου. Στα εκατό της χρόνια δεν το έβαζε κάτω, ήθελε να συμμετέχει στην ωραία αυτή γιορτή της Δημοκρατίας, την οποία την απολάμβανε σ’ όλες της τις φάσεις.
Τη βοηθούσε σ’ αυτό η καλή της υγεία και η πνευματική της διαύγεια, παρά τα πολλά της χρόνια. Στη ζωή της εξάλλου συμμετείχε σ’ όλους εκείνους τους αγώνες των καπνεργατών και ήταν μπροστάρισσα στην απεργία της 10ης Νοεμβρίου του 1924.
Μας διηγούνταν την περιπέτειά της στη μεγάλη εκείνη απεργία και πως σώθηκε από τύχη ενώ η συντρόφισσά της που ήταν δίπλα της, είχε χάσει τη ζωή της. Με είχε απόλυτη εμπιστοσύνη από παλιά περί τα εκλογικά και περίμενε πάντα από εμένα να της πάω το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο για να το έχει έτοιμο προς χρήση.
Το έβαζε στο εικονοστάσι, το θύμιαζε και την ημέρα των εκλογών, τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια της ζωής της, με περίμενε να πάω να την πάρω και να την πάω στο εκλογικό Τμήμα που ψήφιζε.
Ήταν αριστερή όπως τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της. Το δράμα της ήταν ο μικρότερος από τους τέσσερεις της γιους. Τον έφερε στα σπάργανα από την Πατρίδα και μεγαλώνοντας της βγήκε Δεξιός.
Παλιά που το μέσο μετάδοσης των αποτελεσμάτων των εκλογών ήταν το ραδιόφωνο γίνονταν οικογενειακή σύναξη στο σπίτι της να ακούσουμε τα αποτελέσματα. Συγκεντρωνόμασταν τη βραδιά εκείνη στο σπίτι της γιαγιάς, έμενε μαζί με το μικρό και διέθετε ραδιόφωνο.
Εγώ ήμουν αυτός που κατέγραφα τα αποτελέσματα σαν ο πλέον γραμματιζούμενος. Ήμουν τότε τελειόφοιτος της τελευταίας τάξης του Δημοτικού. Πάντα τα αποτελέσματα που κατέγραφα διέφεραν από τα πραγματικά.
Σκοπός μου να ακούγονται ευχάριστα στα αυτιά στην πλειοψηφία της παρέας και ιδιαίτερα της γιαγιάς. Την επομένη κοίταζα να μη βρεθώ στο δρόμο του θείου, γιατί θα εισέπραττα μύδρους και καμιά σφαλιάρα αν βρισκόμουν στην ακτίνα του χεριού του.
Έτσι χτίστηκε η μεγάλη εμπιστοσύνη που μου είχε η γιαγιά μας για τα εκλογικά και με εμπιστεύονταν απόλυτα. Ένα χρόνο πριν τον θάνατό της είχαμε εκλογές. Η γιαγιά έφτασε αισίως τα 104 είχε πια ωριμάσει αρκετά και μιλούσε συχνά για το μεγάλο ταξίδι της που περίμενε να ξεκινήσει, πράγμα που έκανε σπάνια στο παρελθόν.
Σωματικά υγιής με δείκτες που εξέπλητταν γιατρούς και φαρμακοποιούς και με πνευματική διαύγεια και μνήμη εικοσάχρονης. Έτσι ήταν μέχρι την τελευταία της πνοή αλλά η κόπωση της παρουσίας της επάνω στον πλανήτη ήταν παρούσα και την καλούσαν όπως έλεγε, όλοι κείνοι που είχαν φύγει πιο μπροστά και περισσότερο από όλους τα τρία παιδιά της που άφησαν αυτόν τον κόσμο πριν από μερικές δεκαετίες.
Στις εκλογές του Μαρτίου του 2004 σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να την ταλαιπωρήσω πλέον παίρνοντας υπόψη και τη ψυχολογική κατάσταση που βρίσκονταν. Τρεις ημέρες πριν από την Κυριακή των εκλογών κατά την καθημερινή μου επίσκεψη για την Καλημέρα, με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε, «Αυτές είναι οι τελευταίες μου εκλογές και θέλω να με φωτογραφίσεις, όπως κάνουν αυτοί οι Χερκελέδες που μας κυβερνούν και να μου βάλεις τη φωτογραφία στο κιβούρι μου.
Θέλω να τη δείξω εκεί πάνω και να τους πω Ντογάνια αφήσατε τους Έλληνες, εξελίχτηκαν σε κούτσουρα. Το εγγόνι του Παπατζή του Παπανδρέου διεκδικεί την εξουσία με αντίπαλο τον ανεψιό του Καραμανλή, αυτουνού που κρατούσε χρόνια τους αγωνιστές μας στα ξερονήσια.
Έτσι θέλουν οι Έλληνες, δε θα ξυπνήσουν ποτέ, θα τους κυβερνούν τα τζάκια που απέκτησαν τη δύναμή τους από την κατασπατάληση του Δημόσιου Χρήματος και την καταχρηστική άσκηση της εξουσίας.
Δυστυχώς το κόμμα του Λαού δεν πείθει πια και αυτό μπήκε στη ρουτίνα του -Καλά να περνάμε-. Τέλος οι αγώνες». Αυτά μου είπε η Γιαγιά και με ξάφνιασε. Η δική μου απάντηση ότι άλλαξαν οι καιροί και οι κανόνες της Δημοκρατίας ισχύουν και εφαρμόζονται στο ακέραιο και μπορεί ο καθένας που επιθυμεί να επιδιώξει να φτάσει στο ψηλότερο αξίωμα της πολιτείας μας.
«Βρε ζεβζέκη, τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, σε γάνωσαν το κεφάλι με τα παραμύθια τους και τους πιστεύεις. Κρίμα, σε είχα και για έξυπνο! Αυτοί βρε, έχουν από πίσω τους έναν ολόκληρο Στρατό για να τους βοηθήσει γιατί θα γλύψουν και αυτοί το κοκαλάκι τους, τι μπορεί να κάνει δίχως αυτόν τον συμφερτό ο καημένος ο άγνωστος.
Τα πτυχία του, οι πνευματικές αξίες και οι άλλες δυνατότητες του δε μετρούνται από τους ψηφοφόρους». Αυτά μου είπε η γιαγιά και σκέφτηκα ότι είχε και αυτή τα δίκαιά της.
Δεν είχα το δικαίωμα να της στερήσω την χαρά της τελευταίας ψήφου και την επομένη της πήγα το ψηφοδέλτιο από το κόμμα του Λαού όπως έλεγε. Την Κυριακή φορτωμένος με την κάμερα μου την πήγα στο εκλογικό τμήμα που ψήφιζε.
Η Δικαστική Αντιπρόσωπος μόλις είδε τη φωτογραφική μηχανή, δε με άφησε να περάσω. Η Γιαγιά δυσανασχέτησε και η αντιπρόσωπος πήγε κοντά της για να τη βοηθήσει. «Την κοίταξε με όση αγριάδα είχαν τα θολά της μάτια και της είπε «Εσύ να κάτσεις στα αυγά σου. Θα με βοηθήσει το δικό μας το παιδί και θα με βγάλει φωτογραφία.
Είναι η τελευταία μου ψήφος και τη φωτογραφία αυτή θα την πάρω μαζί μου!». Η φωτογραφία εκείνη συνόδευσε τη Γιαγιά που έφυγε μετά δύο μήνες από τις εκλογές του 2004.
Παναγιώτης Φώτου