Dark Mode Light Mode

Η θάλασσα μου: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Τη θάλασσα την αγαπώ! Σ’ αυτήν ακουμπώ το είναι μου! Είμαι ένα κομμάτι της και υπάρχει μέσα μου. Στον ιδρώτα μου παρούσα, στη συγκίνηση και στο δάκρυ είναι εκεί. Παντού στο σώμα μας  υπάρχει το αλάτι της και μας νοστιμίζει τη ζωή.

Σήμερα σ’ αυτήν τη φάση της ζωής μου είναι το στοιχείο που μου ομορφαίνει τις ημέρες μου όπως τίποτε άλλο. Στα δύσκολα παιδικά μου χρόνια η θάλασσα ήταν το στοιχείο που με κράτησε στη ζωή και δεν είναι καθόλου υπερβολή αυτή μου η θέση.

Αυτή είναι μια άλλη ιστορία της αρχής του βίου μου που τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Στο σήμερα που τα χρόνια και η οστεοαρθρίτιδα μου περιόρισαν την κινητικότητα μου, στη θάλασσα βρίσκω τη χαρά της κίνησης και την απολαμβάνω στο έπακρο.

Γλιστρώ στην επιφάνειά της και γαληνεύει η ψυχή μου. Ακουμπώ στο βυθό της και βλέπω μια άλλη ζωή εκεί κάτω. Η τύχη μου ότι μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα και από τα πρώτα βήματά μου έμαθα καλά τα μυστικά της, ήταν τα στοιχεία εκείνα που μας ένωσαν και έμαθα τις στιγμές της.

Γιατί το στοιχείο αυτό της φύσης μπορείς να το αγαπάς και να το απολαμβάνεις αλλά έχει τις στιγμές του που πρέπει να τις σέβεσαι και να τις υπολογίζεις πάντοτε. Υπάρχουν τα σημάδια εκείνα που σε προειδοποιούν ότι τα παιχνίδια μαζί της είναι επικίνδυνα και πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός και να μετρά ανάλογα τις δυνάμεις του.

Πιστεύω ότι εγώ την έμαθα και έγινε η καλύτερη φίλη μου. Γνωρίζω κάθε φάση της και στα ήρεμά της και στα άγρια της και όλα αυτά μου χαρίζουν καλοκαίρι και χειμώνα μια  αίσθηση ανεξαρτησίας, ένα αίσθημα ελευθερίας και ευεξίας.

Σε κάποια πρώιμα χρόνια, δύσκολα χρόνια του βίου μου ήταν και η τροφός μου. Αυτή την περίοδο της ζωής μου είναι η μοναδική μου απόλαυση και τη χαίρομαι. Εκείνο που με συναρπάζει είναι ο βυθός και η ζωή που υπάρχει εκεί  κάτω.

Αλλά στα αλήθεια, ποιά να είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν τη θάλασσα τόσο σημαντική για τη ζωή των ανθρώπων; Ποιες ιδιότητές της είναι αυτές που επιδρούν πράγματι στο μυαλό μας και στη ψυχή μας;

Υπάρχουν ή είναι απλώς μια δική μου υποκειμενική αίσθηση; Δεν έχω χρόνο για να το ψάξω, για όποιον το θέλει, στο διαδίκτυο υπάρχουν επιστημονικά sites μπορεί, εγώ δεν έχω χρόνο σήμερα.

Τα μπάνια μας τα κάνουμε στην Καλαμίτσα και σήμερα στόχος μου είναι το νησάκι απέναντι από το LUCY. Παίρνω τον εξοπλισμό μου, μάσκα και πέδιλα και πέφτω στο κύμα της. Η πρώτη επαφή θεραπευτική, ένα αίσθημα αναζωογόνησης και ευεξίας γεμίζει το σώμα και ηρεμεί τη ψυχή μου.

Γλιστρώ στο δικό μου χώρο που είναι εκεί που σταλιάζουν οι γλάροι. Ακολουθώ κάτω ένα κοπάδι ασημόσπαθους κολιούς που εκεί κάτω στο βυθό ψάχνει την τροφή του. Φτάνω στον προορισμό μου και συναντώ τη διαμαρτυρία των πτηνών.

Δε θέλουν τον άνθρωπο κοντά τους, τον βλέπουν σαν εχθρό και απομακρύνονται. Πορεία προς στον στόχο μου με πολλές στάσεις σ’ ότι τραβά την προσοχή μου εκεί κάτω στο βυθό, όπως το σύννεφο της άμμου που σηκώθηκε λίγα μέτρα μακριά μου.

Σταματώ το γρήγορο ρυθμό μου και κατευθύνομαι στο φαινόμενο. Μια τεράστια μουρμούρα σκάβει τον βυθό για να βρει το σκουλήκι της. Δίπλα της μια κοκκινομαγουλού  τσιπούρα περιμένει να αρπάξει και αυτή ότι μπορεί από την εκσκαφή του άλλου.

Τα αφήνω στο έργο τους και γλιστρώ παραπέρα. Στο βυθό μου γυαλίζει κάτι  παράξενα σε καφετί χρώμα! Το βάθος των τεσσάρων μέτρων προσιτό ακόμη, βουτώ και βγάζω ένα κέλυφος από χτένι!

Στην περιοχή μας ξέρω ότι τέτοια όστρακα είναι σπάνια δεν υπάρχουν. Ίσως το εύρημά μου να είναι απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Προχωρώ και φτάνω στη μεγάλη επιχωμάτωση που έγινε με την βοήθεια τεράστιων βράχων.

Η θάλασσα έγινε ξηρά και την καρπώθηκε η ιδιοκτησία του Lucy. Γνωστοί και οι αγώνες του τότε Δήμαρχου Τσολάκη για να αποδείξει, εις μάτην, το παράνομο.  Ψάχνω στους πελώριους βράχους για το διαφορετικό.

Ένας χάνος παρακολουθεί κάθε μου κίνηση και χάνεται στην τρύπα του όταν τον πλησιάζω για την «καλημέρα μου». Δίχως να το καταλάβω έφτασα στην κορυφή της τεχνητής χερσονήσου και έχω απέναντί μου τον προορισμό μου, το νησάκι!

Εκείνη την στιγμή ένα κανό κόκκινου χρώματος έρχεται δίπλα μου και ένας νεαρός μου λέει να απομακρυνθώ από εκεί. Ο λόγος του στ’ αλήθεια ευγενικός αλλά εγώ εξαγριώνομαι. Νομίζω ότι είναι από το ξενοδοχείο και με διώχνει από τη θάλασσα.

Βγάζω την μάσκα που φορούσα και έντονα και με θυμό του λέω «Άκουσε νεαρέ μου! Πες στο αφεντικό σου ότι είμαι  Έλληνας και αυτή είναι η πατρίδα μου. Πατρίδα είναι η γη που πατάμε, η θάλασσα που κολυμπάμε, ο αέρας που αναπνέουμε, αυτά μόνο με βία θα με τα στερήσει κάποιος!

Απομακρύνσου και άφησε με σε παρακαλώ να κολυμπήσω». Το παιδί ξαφνιάστηκε με τα λόγια μου ζήτησε μία πραγματική συγνώμη και το έδειξε η όλη του στάση. «Κύριε με συγχωρείτε!

Δεν έχω κανένα αφεντικό, ο διασώστης είμαι και σας είδα να κολυμπάτε σ’ αυτήν την περιοχή που είναι επικίνδυνη. Περνούν σκάφη με μεγάλη ταχύτητα, δεν έχετε σήμανση και μπορεί να σας χτυπήσουν.

Για το δικό σας το καλό ήρθα. Αν θέλετε να κολυμπήσετε εδώ κάντε το, εγώ όμως θα ελεγχτώ από το Λιμενικό. Μπορείτε να πάτε δυτικά αν θέλετε, εκεί δεν υπάρχει κίνδυνος». Είδα πόσο μεγάλο λάθος είχα κάνει!

Ζήτησα από το παλικάρι να με συγχωρέσει και άλλαξα πορεία στα δυτικά. Με ακολουθούσε ένα κοπάδι παπαλίνα –μικρές σαρδέλες– που σε μια μεγάλη μπάλα κρύβονταν κάτω από τη σκιά μου. Παραξενεύτηκα! Δεν είχα δει ξανά κάτι παρόμοιο.

Η εξήγηση δεν άργησε, το κοπάδι των κολιών που πρωτοείδα εμφανίστηκε από το πουθενά και έπεσε βίαια επάνω στην μπάλα από την παπαλίνα. Τα μικρά ψάρια άρχισαν ένα παράξενο χορό ζωής που άφηνε το μεγαλύτερο κομμάτι των θηρευτών να περνά έξω από το πλήθος της σφαίρας τους.

Από λίγα στόματα των κολιών κρέμονταν σαρδελίτσες. Άφησα τους αέναος νόμους για την επιβίωσης της φύσης να λειτουργήσουν και γλίστρησα δυτικότερα. Στο ύψος της αρχής από τις παλιές καμπίνες σταμάτησα.

Κάτω από τη σκιά του πρώτου φοίνικα είδα τη γυναίκα μου να έχει τελειώσει το μπάνιο της και να κάθεται να λύνει αρειμανίως τα σταυρόλεξά της. Προχώρησα δυτικά τώρα με προορισμό την πρώτη προεξοχή που κλείνει τον κόλπο της Καλαμίτσας.

Στην πορεία μου συναντώ στο βυθό μια πεταμένη από ασυνείδητα χέρια, ρόδα αυτοκινήτου. Παρατηρώ μέσα της σημάδια ζωής. Κατεβαίνω και βλέπω ευρήματα που δείχνουν ότι είναι φωλιά χταποδιού.

Ο ένοικος απουσίαζε αλλά μέσα της υπήρχαν τα σημάδια του. Βότσαλα από φαγωμένα όστρακα, μια κάτασπρη πέτρα και ένα καπάκι από κονσέρβα που γυάλιζε στις ακτίνες του ήλιου.

Απομακρύνθηκα αφού αφαίρεσα ένα αφάγωτο κυδώνι σαν κέρασμα μου για την επίσκεψη μου στη φωλιά ενός φίλου. Έφτασα στα δυτικά βράχια, αυτά είναι από τη φύση εκεί και είναι φορτωμένα με καλούδια για μερακλήδες.

Αχινούς δεν μπορούσα να κουβαλήσω ήταν επικίνδυνοι, οι πορφύρες δε μου αρέσουν ιδιαίτερα  και τις άφησα στη θέση τους. Για το μεσημεριανό ουζάκι, ξεκόλλησα τέσσερεις φούσκες και με γεμάτα χέρια γύρισα στη βάση μου.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Πρόστιμο 937,5€ σε οδηγό για ρίψη αναμμένου τσιγάρου στην επαρχιακή οδό Αγίου Ανδρέα – Ελευθερούπολης

Επόμενο άρθρο

«Απόψιν τα μεσάνυχτα»: Μια πρωτοποριακή μουσικοθεατρική παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων