Dark Mode Light Mode

Η των Βάσεων ανάγνωσις: Γράφει ο Αργύρης Μυστακίδης

Μετά την ανακοίνωση των Βάσεων εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αναπτύσσεται κάθε χρόνο μια σύντομη και ρηχή, ως επί το πλείστον, δημόσια συζήτηση με πηχυαίους τίτλους, όπως «Εκτόξευση των Βάσεων», «Βουτιά στις Βάσεις» και άλλα παρόμοια, λες και  πρόκειται για τιμές μετοχών στο χρηματιστήριο, χωρίς όμως να εστιάζεται στην προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων που θα ήταν χρήσιμα για όσους την παρακολουθούν.

Επιχειρούμε, λοιπόν, μια πιο ψύχραιμη και εκλογικευμένη προσέγγιση του ζητήματος με απώτερο σκοπό να διασαφηνίσουμε αν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα η περί των Βάσεων συζήτηση.

Ας ξεκινήσουμε από την απλή διαπίστωση ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός πλήρωσης των διαθέσιμων θέσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι μια διαδικασία πιστοποίησης γνώσεων, όπως είναι οι εξετάσεις του απολυτηρίου. Η Βάση κάθε σχολής είναι τα μόρια του τελευταίου υποψήφιου που εισήχθη (χοντρικά η ελάχιστη βαθμολογία εισαγωγής) σ’ αυτήν και διαμορφώνεται από τους ακόλουθους παράγοντες:

  • τις διαθέσιμες θέσεις,
  • τη ζήτηση των διαθέσιμων θέσεων από τους υποψήφιους,
  • τη δυσκολία των θεμάτων που τίθενται στους υποψήφιους,
  • τον αλγόριθμο (τη διαδικασία δηλαδή) υπολογισμού των μορίων κάθε υποψηφίου

και από φέτος

  • την Ε.Β.Ε (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής).

Οι παράγοντες αυτοί μεταβάλλονται από χρονιά σε χρονιά και ως εκ τούτου η σύγκριση των Βάσεων μεταξύ διαφορετικών ετών ενέχει πάντα τον κίνδυνο σημαντικών παρερμηνειών. Φέτος για παράδειγμα, έχουμε μεταβολή όλων αυτών των παραγόντων για τις περισσότερες σχολές.

 

Όπως και να ‘χει, η Βάση κάθε σχολής καθορίζεται από αυτές τις παραμέτρους και μέχρι πέρυσι αποτελούσε μέτρο της ελκυστικότητας/δημοφιλίας κάθε Σχολής για τους υποψήφιους φοιτητές και συνεπώς ένα μέτρο του ανταγωνισμού/δυσκολίας των υποψηφίων για την εισαγωγή τους σ’ αυτές. Υψηλή Βάση σήμαινε ότι η Σχολή συγκέντρωνε την προτίμηση πολλών υποψηφίων, οπότε εκεί ο ανταγωνισμός ήταν πιο έντονος με αποτέλεσμα η βαθμολογία εισαγωγής να ήταν υψηλότερη.  Προσοχή όμως, η ελκυστικότητα μιας Σχολής δεν αντανακλούσε, ούτε αντανακλά απαραίτητα και την «αξία» της στην αγορά εργασίας, μιας και πολλές φορές οι υποψήφιοι παγιδεύονται, ελλείψει κατάλληλης ενημέρωσης, σε αναχρονιστικές επιλογές που παραδοσιακά θεωρούνται και προβάλλονται ως «οι καλές σχολές», αν και μια σωστή ανάγνωση των δεδομένων της αγοράς εργασίας και των τάσεων της, κάθε άλλο παρά συνηγορεί υπέρ τους. Αυτή είναι όμως μια άλλη ενδιαφέρουσα συζήτηση.

 

Η εισαγωγή της ΕΒΕ, από τη φετινή χρονιά, δημιουργεί μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο ανάγνωσης των Βάσεων και όπως θα δείξουμε μας στερεί τη δυνατότητα να αντιληφθούμε την ελκυστικότητα/ανταγωνιστικότητα της σχολής συγκρίνοντας τη βάση της με αυτή μιας άλλης.

 

Τι είναι η ΕΒΕ

Πρώτα ας δώσουμε μια σύντομη εξήγηση της ΕΒΕ: κάθε σχολή επιλέγει έναν συντελεστή μεταξύ 0,8 και 1,2 με τον οποίο πολλαπλασιάζει το μέσο όρο (ΜΟ) της βαθμολογίας των υποψηφίων του επιστημονικού πεδίου (ΕΠ) στο οποίο ανήκει (η σχολή) και έτσι εξάγει την ΕΒΕ της,  δηλαδή τον ελάχιστο ΜΟ που πρέπει να έχει ένας υποψήφιος για να την δηλώσει στο μηχανογραφικό του (σωστότερος όρος θα ήταν Ελάχιστη Βαθμολογία Εισαγωγής, μιας και δεν πρόκειται για Βάση υπό την έννοια που έχει καθιερωθεί ως όρος). Για σχολές που ανήκουν σε περισσότερα του ενός ΕΠ ο ορισθείς συντελεστής πολλαπλασιάζεται με τον χαμηλότερο σε αυτά ΜΟ.

Για παράδειγμα:

  • ο ΜΟ στο 2ο ΕΠ (Θετικών & Τεχνολογικών Επιστημών) ήταν φέτος 11,98 και έτσι
  • μια σχολή που επέλεξε ως συντελεστή ΕΒΕ το 0,8 θα δεχθεί υποψήφιους με ΜΟ μεγαλύτερο ή ίσο με:

0,8×11,98 = 9,58

 

  • ενώ, μια άλλη που επέλεξε ως συντελεστή ΕΒΕ το 1,2 θα δεχθεί υποψήφιους με ΜΟ μεγαλύτερο ή ίσο με:

1,2×11,98 = 14,38

Με την εισαγωγή της ΕΒΕ οι υποψήφιοι δεν μπορούν να δηλώσουν στο μηχανογραφικό τους τις σχολές στις οποίες δεν έχουν «πιάσει» την ΕΒΕ, γεγονός που δημιουργεί τεχνητή έλλειψη ανταγωνισμού σε πολλές σχολές.

 

Ας δούμε τώρα γιατί η εισαγωγή της ΕΒΕ στρεβλώνει τον τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων για την ελκυστικότητα των σχολών μέσα από τις Βάσεις τους.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Φυσικού Θεσσαλονίκης που είχε φέτος για πρώτη φορά μικρότερη Βάση (14.328) από το Φυσικό του Ηρακλείου (14.397). Σε μια επιπόλαιη ανάγνωση θα συμπέρανε κανείς ότι, για κάποιο λόγο, το Φυσικό του Ηρακλείου έγινε πιο δημοφιλές στους υποψήφιους με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να ξεπεράσει όλα τα άλλα Φυσικά πλην αυτό των Αθηνών. Όμως, αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στον αριθμό των εισακτέων  θα διαπιστώσουμε ότι το τμήμα του Ηρακλείου υποδέχεται μόνο 34 φοιτητές από τις 155 διαθέσιμες θέσεις του, αφήνοντας κενό το 78% των θέσεών του, ενώ αυτό της Θεσ/νίκης υποδέχεται 139 φοιτητές στις 161 διαθέσιμες θέσεις του, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το 14% των θέσεών του. Τι εξήγηση υπάρχει;

 

Το Φυσικό του Ηρακλείου το δήλωσαν λιγότεροι υποψήφιοι  (670 για την ακρίβεια), σχεδόν οι μισοί, από αυτό της Θεσσαλονίκη (που συγκέντρωσε την προτίμηση 1367 υποψηφίων) και όμως είχε υψηλότερη βάση! Προσέξτε ότι και τα δυο τμήματα κατάφεραν να τα δηλώσουν (παρά το φίλτρο της ΕΒΕ) πολλοί περισσότεροι υποψήφιοι από τις διαθέσιμες θέσεις τους. Επίσης και στα δυο τμήματα η ΕΒΕ ήταν 14,38, δηλαδή «κόβονταν» όσοι υποψήφιοι είχαν ΜΟ κάτω από 14,38. Τι συνέβη λοιπόν;

 

Από τους υποψήφιους που δήλωσαν τα δυο αυτά τμήματα, δεν τα δήλωσαν όλοι ως 1η προτίμηση και συνεπώς αρκετοί εισήχθησαν σε άλλες σχολές υψηλότερης προτίμησης . Από τους εναπομείναντες υποψήφιους (αυτούς δηλαδή που δεν εισήχθησαν σε σχολές υψηλότερης προτίμησής τους ή δεν είχαν τέτοιες) και καθώς τα τμήματα συμπλήρωναν με αυτούς τις διαθέσιμες θέσεις τους, ο τελευταίος ικανός (που είχε πιάσει την ΕΒΕ δηλαδή) για εισαγωγή στο Φυσικό Ηρακλείου είχε υψηλότερη βαθμολογία από τον τελευταίο ικανό για εισαγωγή στο Φυσικό Θεσσαλονίκης και έτσι η Βάση του προέκυψε μεγαλύτερη. Όμως οι εναπομείναντες υποψήφιοι προς πλήρωση των θέσεων του Φυσικού Ηρακλείου ήταν πολλοί λιγότεροι από αυτούς του Φυσικού Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα το τελευταίο να δεχθεί περισσότερους φοιτητές. Αν δεν υπήρχε η ΕΒΕ το Φυσικό Ηρακλείου θα δεχόταν άλλους 121 φοιτητές, ενώ της Θεσσαλονίκης μόνο άλλους 22 και έτσι η Βάση του Ηρακλείου θα ήταν πολύ πιο χαμηλή. Συνεπώς, σε πιο τμήμα είναι ευκολότερο να εισαχθεί ένας υποψήφιος, στο Φυσικό Θεσσαλονίκης (με τη μικρότερη βάση) ή στου Ηρακλείου (με τη μεγαλύτερη βάση);

Η απάντηση είναι παραδόξως στου Ηρακλείου μιας και αν υποθετικά υπήρχαν άλλοι 200 υποψήφιοι που είχαν δηλώσει κάθε ένα από τα τμήματα αυτά ως 1η τους επιλογή και είχαν όλοι ΜΟ ακριβώς ίσο με την ΕΒΕ τους δηλ. 14,38, στο Φυσικό Θεσσαλονίκης θα έμπαιναν μόνο οι 22, ενώ στου Ηρακλείου 121!

 

Συμπεράσματα

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ενώ μέχρι πέρυσι η Βάση μιας σχολής μας έδινε μια αίσθηση της ελκυστικότητάς της και αποτελούσε μέτρο του ανταγωνισμού που θα αντιμετώπιζε ένας υποψήφιος για την εισαγωγή του σ΄ αυτή, η εισαγωγή της ΕΒΕ ανατρέπει αυτή τη λογική αυτή και καθιστά την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων πολύ πιο δύσκολη.

 

Πάγια θέση μας ήταν ότι η «Βασεολογία» δεν είχε να προσφέρει και πολλά σε έναν υποψήφιο, πέραν μια γενικής αίσθησης του πόσο έντονος θα είναι ο ανταγωνισμός στην προσπάθεια του για τη διεκδίκηση μιας θέσης στις σχολές που τον ενδιέφεραν και τίποτε περισσότερο. Με τα νέα δεδομένα η συζήτηση περί Βάσεων αποκτά ακόμη λιγότερο νόημα και από την επόμενη χρονιά (οπότε και κάθε σχολή θα ορίζει διαφορετικό συντελεστή βαρύτητας για κάθε εξεταζόμενο μάθημα με συνέπεια ο ίδιος υποψήφιος να έχει διαφορετικά μόρια ανάλογα με τη σχολή που θα δηλώνει) θα στερηθεί κάθε νοήματος.

 

Έτσι, το μήνυμά μας στους μαθητές και μελλοντικούς υποψήφιους είναι: μην κοιτάτε τις Βάσεις αλλά θέστε τις δικές σας στέρεες γνωστικές βάσεις και να είστε σίγουροι ότι δεν θα έχετε να φοβηθείτε τίποτε.

 

Εκείνο, που είναι σημαντικό και πρέπει να κατανοήσουν οι μελλοντικοί υποψήφιοι φοιτητές, είναι ότι η εισαγωγή τους σε μια σχολή είναι ένα πρώτο βήμα στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μια αξιοπρεπή και αποδοτική σταδιοδρομία, και προκειμένου να τα καταφέρουν πρέπει να εστιάσουν από νωρίς στην ουσιαστική κατάκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Η προσέγγιση αυτή, όχι μόνο θα τους εξασφαλίσει την ευκολότερη εισαγωγή τους σε σχολές, ακόμη και υψηλότατου ανταγωνισμού, αλλά θα αποτελέσει και το ουσιαστικότερο εφόδιο για την μελλοντική τους εξέλιξη.

 

Αργύρης Μυστακίδης

Φυσικός, Εκπαιδευτικός Φροντιστής

Φροντιστήριο Πυρήνας

 

ΥΓ: Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους υποψήφιους που πέτυχαν την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα στην πιο αλλόκοτη και άβολη κατάσταση που βίωσε η ανθρωπότητα τις τελευταίες δεκαετίες.

Σε όσα παιδιά δεν είχαν τη χαρά να δουν την προσπάθειά τους να ευοδώνεται, συνιστούμε έναν ψύχραιμο απολογισμό και μια νέα προσπάθεια με πείσμα και ωριμότητα. Ας μην ξεχνάμε την υπέροχη φράση του Ουίνστων Τσώρτσιλ:

«Η επιτυχία δεν είναι οριστική, η αποτυχία δεν είναι μοιραία. Αυτό που μετράει είναι το κουράγιο να συνεχίζεις.»

Προηγούμενο άρθρο

Συνεχίζονται οι επιτυχίες για τον ΑΟΚ Μακεδονικό: Πανελλήνια πρωτιά για τη Μερόπη Μπατζή στην Πτολεμαΐδα

Επόμενο άρθρο

Στοίχημα: “Αλώσεις” για Μονακό & Μπόντο - Κυριακάτικο “καρέ” στο 13.5Χ!