Γράφει ο Μιχάλης Μαλαμίδης
Η γιορτή αυτή θεσπίστηκε γύρω στο 1100 επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, για να σταματήσει στους καιρούς εκείνους το δημιουργηθέν ζήτημα ποιος από τους Ιεράρχες ήταν υπέρτερος και για να φανεί η ισοτιμία τους. Και με άγραφο νόμο η ημέρα αυτή θεωρείται ως γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων. Με το χαρακτηρισμό των τριών Ιεραρχών ως καθοδηγητών και προστατών της παιδείας, ζητήθηκε να δηλωθεί στο πρόσωπό τους ο αρμονικός συνδυασμός της κλασσικής παιδείας και του χριστιανικού κηρύγματος και των δύο των οποίων ήταν οι αοίδιμοι Ιεράρχες βαθείς μύστες.
Από τότε που η σεμνή μνήμη των τριών Ιεραρχών χρίστηκε γιορτή των γραμμάτων και της παιδείας, χιλιάδες άνθρωποι του πνεύματος και των υψηλών ανατάσεων, Έλληνες, μικροί και μεγάλοι, μαθητές και σπουδαστές, σκύβουν τον αυχένα της ψυχής τους και ευλαβικά προσφέρουν στους φωστήρες της τρισηλίου θεότητας αναίμακτο τη θυσία της ψυχής τους και της καρδιάς τους, για να μαρτυρούν την ύπαρξη της δύναμης του πνεύματος και της προόδου, του πολιτισμού και της εξέλιξης, της άσκησης και της ηθικής, της αγάπης και της φιλανθρωπίας.
Οι πατέρες της εκκλησίας, ως κάτοχοι της ελληνικής παιδείας, κατόρθωσαν να βρουν τη χρυσή τομή στο πρόβλημα των σχέσεων Χριστιανισμού και ελληνικής παιδείας. Συνδύασαν αρμονικά την ελληνική σοφία με τη χριστιανική πίστη, τη “θύραθεν” παιδεία με την εκκλησιαστική παιδεία, τα ελληνικά γράμματα με τη χριστιανική θρησκεία. Αυτό το πέτυχαν, γιατί βάφτισαν ολόκληρη την εσωτερική τους ύπαρξη στον ποταμό της ελληνικής σκέψης και σοφίας και γιατί πότισαν τον εσωτερικό τους κόσμο στη χάρη της ευαγγελικής πηγής.
Τα αποτελέσματα της σύζευξης αυτής φανερώθηκαν αμέσως στα έργα και στους στόχους των τριών Ιεραρχών που ζήτησαν να οδηγήσουν και να κατευθύνουν τη νέα θρησκεία σε τρία αιώνια αγαθά: α. στην πνευματική θεμελίωση της χριστιανικής σκέψης, με τη διατήρηση του ελληνικού πνεύματος β. στην παιδαγωγική της επάρκεια για την αγωγή των νέων γενεών και γ. στην ανθρωπιστική τους επέμβαση στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα εκείνων των εποχών.
Οι τρεις Ιεράρχες συνοδοιπόροι στη ζωή και στα γράμματα, κοίταζαν καλύτερα την ανθρώπινη κίνηση και πρόσεξαν τη ζωή των μαζών. Αντίκρισαν τη δυστυχία και τα μοιραία βιώματα του βυζαντινού όχλου. Πρόσεξαν την προκλητική πολυτέλεια των αστών. Αγανάκτησαν με τις δεισιδαιμονίες όλων των τάξεων, με την κενοδοξία των πλουσίων, με τη σκληρή συμπεριφορά των αρχόντων. Πόνεσαν με τα απάνθρωπα συστήματα της δουλείας και της αιχμαλωσίας. Σχολίασαν την πληθώρα των ορφανών και την παντελή έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας. Είδαν τον άνθρωπο να πάσχει και να βασανίζεται στη ζωή και σκέφθηκαν ότι ο ρόλος του καλού χριστιανού και του ελληνικά μορφωμένου ήταν να αναλάβει ανθρωπιστική δράση.
Έτσι ο Μέγας Βασίλειος, η θεολογική και φιλοσοφική αυτή διάνοια, έδρασε ως παιδαγωγός, ως κοινωνιολόγος, ως ψυχολόγος και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην άσκηση της φιλανθρωπίας. Ο Γρηγόριος, ο αριστοκράτης του θεολογικού πνεύματος, είναι ο μόνος που αγαπήθηκε από τις Μούσες της σοφίας και, ως άλλος Μωϋσής, ανέβηκε στο θεοβάδιστο βουνό της πίστης, για να προσφέρει στους ανθρώπους τη βίωση της αλληλοβοήθειας μέσα στη Βασιλειάδα και πλάι στον ισάδελφό του Βασίλειο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μέγας μαθητής της ανθρώπινης δυστυχίας, προσπάθησε να φέρει κοντά τον άνθρωπο με το Θεό, στηριζόμενος στη χριστιανική αλληλεγγύη που έμαθε μέσα στην Αντιόχεια, για να τη μεταδώσει και να τη πραγματώσει έπειτα στην Κων/πολη και στους τόπους εξορίας του.
Με την εργασία τους, λοιπόν, οι τρεις Ιεράρχες και με το αγωνιστικό πνεύμα που τους διέκρινε, εργάζονταν συνεχώς για τον άνθρωπο, βοηθώντας τον είτε ως πνεύμα είτε ως ύλη. Γενικά, η ζωή των τριών Ιεραρχών ήταν διαρκής προσπάθεια αγωγής και συγχρόνως πρόγραμμα ευημερίας του λαού. Σ’ αυτό έγκειται το μεγάλο μυστήριο της “παιδείας” των τριών Ιεραρχών: ότι δε στηριζόταν μόνο στα γράμματα, στα κείμενα και στη φοίτηση. Βάση και στήριγμα ήταν περισσότερο η αγάπη στον άνθρωπο, προς τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο, ο σεβασμός και η αξιολόγηση του ατόμου, που είναι συγχρόνως εικόνα και ομοίωση του Θεού.